Thursday, December 20, 2018

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΕΡΙ ΑΙΩΝΙΟΥ ΚΟΛΑΣΕΩΣ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΣΤΟΝ π. ΦΙΛΟΘΕΟ ΦΑΡΟ Β΄


Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΕΡΙ ΑΙΩΝΙΟΥ ΚΟΛΑΣΕΩΣ
ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΣΤΟΝ π. ΦΙΛΟΘΕΟ ΦΑΡΟ

Β΄

Του Πανοσ. Ἀρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου
=====

Στὸ σύντομο αὐτὸ ἄρθρο μας, μετὰ τὰ ἀνωτέρω εἰσαγωγικά, θὰ θέλαμε νὰ ἀπαντήσουμε ἐν «ὀλίγοις λόγοις» στὸ ἐρώτημα: «Εἶναι ἡ κόλαση αἰώνια ἢ ἔχει κάποτε τέλος;». Ὁ π. Φιλόθεος Φάρος καὶ ἄλλοι, ἑδραζόμενοι δῆθεν στὴν Ἁγία Γραφή, καταλήγουν στὸ ἀντιαγιογραφικὸ καὶ ἀντιπατερικὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ κόλαση δὲν εἶναι αἰώνια. 

Ἂς δοῦμε, ὅμως, ἂν ἀληθεύουν αὐτά, τὰ ὁποῖα πιστεύουν καὶ κηρύσσουν ἢ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀποδοχῆς ἐκ μέρους των τῆς κακοδοξίας τοῦ Ὠριγένους, ὁ ὁποῖος «σκάνδαλον πολλοῖς καὶ ἀπωλείας πρόξενος γέγονε ... Φάσκει γὰρ οὗτος... καὶ τέλος τῆς κολάσεως, καὶ τὰ ἑξῆς τῶν βλασφημιῶν αὐτοῦ». (Κεδρηνοῦ, Σύνοψις Ἱστοριῶν, I. Bekker vol.1 [1838] 445), γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀφορίσθηκε ἀπὸ τὴν Ε´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (Βλ. Καρμίρη, Δογμ. Συμβ. Μν., τ. 1, 1952, σσ. 178-181.

Ἡ περὶ κολάσεως διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀποτελεῖ μέρος τοῦ βασικοῦ δόγματος τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸ τῆς ἐσχατολογίας, δηλαδὴ τῆς ἀληθείας περὶ τῶν ἐσχάτων, τοῦ τέλους τῆς ἀνθρωπότητος καὶ συνεπῶς καταλαμβάνει καὶ ἕνα μεγάλο μέρος τῆς Πατερικῆς γραμματείας. 

Κατὰ πρῶτον, ἂς προσδιορίσουμε τὶ εἶναι κόλαση. Κόλαση εἶναι ἡ αἰώνια ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ Δημιουργό του. Εἶναι κυρίως τὸ ἀδύνατον τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ κατὰ συνέπεια ἡ ἀπόλυτη ἐμπειρία τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ. Τὸ «πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ» (Ματθ. 25, 41) τοῦ Κυρίου –ὁ ἀποκλεισμὸς τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό– σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸ «δεῦτε πρός με» (Ματθ. 11, 28) –ἡ πρόσκληση γιὰ συνύπαρξη καὶ κοινωνία–  ἀντικατοπτρίζουν τὴν ἀβυσσαλέα διαφορὰ τῆς μετὰ θάνατον καταστάσεως τῶν ψυχῶν, ἀναλόγως τῶν ἐλευθέρων ἐπιλογῶν τους.

 Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι αὐθύπαρκτος. Εἶναι πλάσμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀντλεῖ τὴν ζωὴ ἀπὸ Αὐτὸν καὶ δικαιώνεται ὡς ὕπαρξη, ὅταν ἀποδέχεται τὴν ἀλήθεια αὐτή. Ὅταν, ὅμως, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Δημιουργό του, ἀρχίζει νὰ ὑποφέρη καὶ νὰ εὑρίσκεται σὲ ἕνα αἰώνιο μαρτύριο. Ἀκόμη, ὁ ἄνθρωπος, ἐφ᾽ ὅσον εἶναι δημιούργημα τοῦ Προσωπικοῦ Θεοῦ, δύναται νὰ ὑπάρχη ὡς πρόσωπο, ποὺ κοινωνεῖ μὲ τὸν Πλάστη του καὶ τὸν συνάνθρωπο. Ὅταν ἡ κοινωνία αὐτὴ λείπη, τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι πρόσωπο καὶ αὐτοβασανίζεται. Λέγει ὁ Κάϊν στὸν Θεό: «Εἰ ἐκβάλλεις με... ἀπὸ τοῦ προσώπου σου... ἔσομαι στένων καὶ τρέμων» (Γέν. 4, 14). «Μὴ ἀπορρίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου» (Ψαλμ. 50, 13), κραυγάζει ὁ Δαυίδ, ἐπειδὴ «ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον» (Ψαλμ. 142, 7). Συνεπῶς στὴν κόλαση, στὸν «τόπο τῆς βασάνου» (Λουκ. 16, 28), θὰ ὑπάρχη αὐτὴ ἡ στέρηση τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ καὶ τοῦ συνανθρώπου. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ διασώζεται στὸν διάλογο τοῦ Ἀββᾶ Μακαρίου μὲ τὸ κρανίο τοῦ εἰδωλολάτρου: «Ποία ἐστὶν ἡ παραμυθία, καὶ τίς ἡ κόλασις;», ρωτᾶ ὁ Ἀββᾶς. Καὶ δέχεται τὴν ἀπάντηση: «Ὅσον ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τῆς γῆς, τοσοῦτόν ἐστιν πῦρ ὑποκάτωθεν ἡμῶν, ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς ἑστηκότων ἡμῶν μέσον τοῦ πυρός· καὶ οὐκ ἔστι πρόσωπον πρὸς πρόσωπον θεάσασθαί τινα· ἀλλὰ τὸ πρόσωπον ἐκάστου, πρὸς τὸν ἑτέρου νῶτον κεκόλληται. Ὡς οὖν εὔχῃ ὑπὲρ ἡμῶν, ἐκ μέρους τις θεωρεῖ τὸ πρόσωπον τοῦ ἑτέρου. Αὕτη ἐστὶν ἡ παραμυθία» (PG 65, 280ΑΒ).

(Συνεχίζεται)

No comments:

Post a Comment