Showing posts with label ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ ΚΟΚΚΙΝΑΚΗΣ. Show all posts
Showing posts with label ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ ΚΟΚΚΙΝΑΚΗΣ. Show all posts

Sunday, March 20, 2022

ΤΙ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΕΙ Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ «ΚΟΙΝΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ» ΜΕΤΑΞΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΛΟΥΘΗΡΑΝΙΣΜΟΥ; Γ΄

 


ΤΙ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΕΙ Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ «ΚΟΙΝΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ» ΜΕΤΑΞΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΛΟΥΘΗΡΑΝΙΣΜΟΥ;

Γ΄

Του Γραφείου επί των αιρέσεων της Ι. Μ. Πειραιώς

=====

Η κακόδοξη αυτή θεωρία πολύ γρήγορα μεταδόθηκε σαν μια λοιμώδης αρρώστια και μέσα στον χώρο της Ορθοδοξίας. Το 1975 ο πρώην αρχιεπίσκοπος Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας κυρός Αθηναγόρας Κοκκινάκης στην «Ομολογία Θυατείρων», που συνέταξε συνοδικά, δήλωσε ότι «όλοι οι χριστιανοί πιστεύουν στο ίδιο βάπτισμα, διά του οποίου όλοι έχουν γίνει μέλη του σώματός του, 

της Εκκλησίας».[1] 


Δέκα χρόνια αργότερα ο λαϊκός τότε θεολόγος Ιωάννης Ζηζιούλας, (νυν Μητροπολίτης Περγάμου), ανανέωσε την εν λόγω κακόδοξη θεωρία και πρότεινε «να ομιλούμε για τα όρια της Εκκλησίας επί τη βάσει…της βαπτισματικής ενότητος». Ισχυριζόταν ότι το βάπτισμα είναι εκείνο που διαγράφει τα όρια της Εκκλησίας και ότι όλοι οι χριστιανοί είναι βαπτισμένοι. Και ότι «εντός του βαπτίσματος ακόμη και αν υπάρχει μια διάσπαση, μια διαίρεση, ένα σχίσμα, ακόμη μπορείς να μιλάς για Εκκλησία».[2] 

Έξι χρόνια αργότερα, (1993), στο Μπαλαμάντ του Λιβάνου συντάχθηκε η γνωστή «δήλωση του κοινού βαπτίσματος», (παράγραφος 13), που συνυπέγραψαν Ορθόδοξοι και Παπικοί στην οποία επαναλαμβάνεται η ίδια κακόδοξη θεωρία. Έμπρακτη εφαρμογή αυτής της θεωρίας συναντούμε το 2004, όταν οι επισκοπές της Αυστραλίας των Πατριαρχείων Οικουμενικού, Αντιοχείας και Ρουμανίας υπέγραψαν το λεγόμενο «Συμφωνητικό έγγραφο» του Εθνικού Συμβουλίου Εκκλησιών της Αυστραλίας με το οποίο αναγνώρισαν το μυστήριο του βαπτίσματος, που τελείται στις ετερόδοξες κοινότητες και προώθησαν τη χρήση ενός κοινού «πιστοποιητικού βαπτίσματος». Άλλη περαιτέρω έμπρακτη εφαρμογή αποτελεί η παρά πάνω «κοινή δήλωση του βαπτίσματος» από την Νέα Ζηλανδία η οποία είναι κάτι ανάλογο με το «πιστοποιητικό βαπτίσματος» της Αυστραλίας.

(Συνεχίζεται)

Wednesday, December 9, 2020

ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΨΙΜΟ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ Ο π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ


ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΨΙΜΟ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ Ο π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ

Του Παναγιώτη Τελεβάντου

=====


“Με τέτοιους φίλους δεν χρειάζεται εχθρούς”, λέγει το γνωστό γνωμικό.


Αυτό θυμήθηκα, όταν διάβασα το άρθρο του Μεγάλου Πρωτοπρεσβυτέρου του Οικουμενικού Θρόνου, π. Γεωργίου Τσέτση, στην ιστοσελίδα Ecclesiaonline, που επιγράφεται “Μνήμη Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου”.

Στο άρθρο αυτό, ο π. Γεώργιος, προσπαθεί να μας πείσει ότι ο Μέγας Αποστάτης της πίστης μας, Πατριάρχης Αθηναγόρας, είναι “προφηταπόστολος”, σύμφωνα με τον αστείο και κακόδοξο χαρακτηρισμό που έδωσε στον Πατριάρχη Αθηναγόρα ο αρχιοικουμενιστής Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων και Μεγάλης Βρεττανίας Αθηναγόρας (Κοκκινάκης).


Προσέξτε ότι, στο σύντομο αυτό απόσπασμα του άρθρου του π. Γεωργίου Τσέτση, ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου προσπαθεί να δώσει ορθόδοξο επίχρισμα: 


1.) Στον Οικουμενισμό και δη στον “λαϊκό Οικουμενισμό”, 


2.) Στην κακοδοξία της “διευρυμένης” και “διηρημένης” Εκκλησίας, και

3.) Στην εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και στην μετατροπή Της σε εγκόσμιο και όχι σε Θεανθρώπινο οργανισμό, που στοχεύει στην λύση των όποιων προβλημάτων του ανθρώπου χωρίς όμως την προοπτική του Ουρανού.


Βεβαίως, ουδείς εκπλήττεται από τις θέσεις που διατυπώνει ο π. Γεώργιος Τσέτσης. 


Είναι τοις πάσι γνωστό ότι ο π. Γεώργιος είναι ένας από τους 10 πιο βαμμένους Οικουμενιστές εν ζωή. 


Γι’ αυτό συνιστά ανοησία μεγέθους να αναμένει κάποιος, από την γραφίδα του αιδεσιμολογιώτατου π. Γεωργίου, κάτι διαφορετικό εκτός από ατόφιο οικουμενιστικό-συγκρητιστικό θανατηφόρο δηλητήριο.

Προπαντός πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι, στο παρόν άρθρο του, ο π. Γεώργιος προσπαθεί να παρουσιάσει τον μεγάλο Αποστάτη της πίστης μας Αθηναγόρα, ως ένα οραματιστή και προφήτη των ημερών μας, που έβλεπε μακρυά, ως ένα νέο Μωϋσή, που οδηγούσε την Ορθοδοξία στην Γη της Επαγγελίας του 20ού αιώνα.


Τι άχαρη προσπάθεια Θεέ μου!


Όταν κάποιος σε αυτό στοχεύει τι διαφορετικό ή καλύτερο, από ότι έγραψε ο π. Γεώργιος Τσέτσης, θα μπορούσε να γράψει;

Thursday, February 16, 2017

Ο "ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΟΡΟΣ" ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΩΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ


Ο ΟΡΟΣ “ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ” ΩΣ “ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΟΡΟΣ”

 Του Σεβ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου
===== 

5. Ὁ “τεχνικός ὅρος” χρησιµοποιεῖται ὡς οὐσιαστικός ὅρος

Ἐπανερχόµενος στόν λεγόµενο «τεχνικό ὅρο» γιά τίς Χριστιανικές Ὁµολογίες ὡς «Ἐκκλησίες», θέλω νά παρατηρήσω ὅτι καίτοι µερικοί χρησιµοποιοῦν τόν ὅρον αὐτό στούς ἑτεροδόξους ὡς δῆθεν «τεχνικό ὅρο», ἐν τούτοις στήν πραγµατικότητα ἀντιφάσκουν στούς ἑαυτούς τους καί ἀποδίδουν οὐσιαστικό περιεχόµενο στόν ὅρο, ὁπότε στήν οὐσία δέν τόν θεωροῦν «τεχνικό ὅρο». Αὐτό θά τεκµηριωθῆ στά ἑπόµενα. 

Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στόν ἀγώνα του νά πείση τούς Ὁµοιουσιανούς νά ἀποδεχθοῦν τήν Σύνοδο τῆς Νικαίας τοῦ 325, ἔστω χρησιµοποιώντας ἄλλη ὁρολογία, ἔγραφε: «Εἰπάτωσαν καί φρονείτωσαν ἁπλούστερον µέν καί ἀληθῶς τόν Υἱόν φύσει Υἱόν...». ∆ηλαδή, ἔκανε διάκριση, ὅπως φαίνεται καί σέ ἄλλα κείµενά του, µεταξύ ρηµάτων καί πραγµάτων, ρητοῦ καί νοῦ-διάνοιας τοῦ ρητοῦ. Ἔγραφε: «Οὐ γάρ αἱ λέξεις τήν φύσιν παραιροῦνται, ἀλλά µᾶλλον ἡ φύσις τάς λέξεις εἰς ἑαυτήν µεταβάλλει». 

Στήν προκειµένη ὅµως περίπτωση πού µελετᾶµε τό θέµα τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι µόνον ἡ λέξη Ἐκκλησία πού χρησιµοποιεῖται ὡς “τεχνικός ὅρος”, ἀλλά καί στήν χρήση τοῦ νοήµατος, τοῦ πράγµατος στό ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ λέξη αὐτή, ἀφοῦ στόν ὅρο «Ἐκκλησίες», ὅπως θά ἀποδείξουµε παρακάτω, δίνεται ἐκκλησιαστικότητα. Ἑποµένως δέν ἰσχύει τό ἐπιχείρηµα τῆς διακρίσεως ὀνοµάτων καί πραγµάτων στόν ὅρο Ἐκκλησία. Θεωρῶ ὅτι προσωπική συνείδηση ἐκείνων πού ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ χρησιµοποίηση τοῦ ὅρου «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» εἶναι «τεχνικός ὅρος», εἶναι ὅτι στήν οὐσία δέν εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἀλλά ἀποδίδεται σέ αὐτές τίς ὁµάδες ἐκκλησιαστικότητα. 

∆έν µπορεῖ διαφορετικά νά ἐξηγηθῆ ὅτι στίς συζητήσεις πού γίνονταν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης ὑποστηριζόταν τό «ἔγκυρο καί ὑποστατό τοῦ Βαπτίσµατος τῶν ἑτεροδόξων», ὅτι οἱ δυτικές «Ἐκκλησίες» ἔχουν µυστήρια, ὅτι µέ τήν ἀπόσχισή τους ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἔγινε τίποτε σπουδαῖο, ἀφοῦ «ἐσχίσθησαν» οἱ Ἐκκλησίες µεταξύ τους, ἤτοι ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολική µέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώµης, ὅπως «σχίζεται ἕνα ράσο σέ δύο κοµµάτια, ἀλλά παρά ταῦτα παραµένει ράσο»!! 

∆έν εἶναι λογικό, ἀλλά οὔτε καί γλωσσολογικά ἀποδεκτό, νά χρησιµοποιῆται ἡ ἴδια λέξη, στήν περίπτωση αὐτή ἡ λέξη Ἐκκλησία, ἀλλά καί ὅσες εἶναι στενά συναρτηµένες µέ αὐτήν, δηλαδή οἱ λέξεις  βάπτισµα καί µυστήριο µέ τήν «πραγµατική» τους σηµασία, ἐνῶ στό κείµενο τῆς Μεγάλης Συνόδου πού ἀνήκει στό ἴδιο κειµενικό εἶδος –στήν προκειµένη περίπτωση σέ ἕνα κείµενο δογµατικοῦ χαρακτήρα– νά χρησιµοποιοῦνται ὡς «τεχνικοί ὅροι».

Τό ὅτι καί αὐτοί πού χρησιµοποιοῦν τόν ὅρο «Ἐκκλησίες» ὡς δῆθεν «τεχνικό ὅρο» δέν τό πιστεύουν καί στήν οὐσία τίς θεωροῦν πραγµατικές Ἐκκλησίες, ἀποδεικνύεται ἀπό τήν πρακτική πού ἐπικρατεῖ στό θέµα αὐτό. Στά ἐπίσηµα κείµενα πού ἔχουν ὑπογραφῆ µεταξύ τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου καί τοῦ Πάπα τῆς Ρώµης, ὅπως καί σέ διάφορες δηλώσεις, σαφέστατα γίνεται λόγος γιά πραγµατικές Ἐκκλησίες, ὁπότε στήν συνείδησή τους ὁ ὅρος Ἐκκλησίες δέν εἶναι «τεχνικός», ἀλλά οὐσιαστικός. Θά παραθέσω µερικά πρόχειρα παραδείγµατα.

Στήν Ὁµολογία Θυατείρων (The Thyateira Confession) πού ἔχει γραφῆ ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων καί Μεγάλης Βρεττανίας Ἀθηναγόρα Κοκκινάκη καί ἔχει ἐγκριθῆ ἀπό τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο, γράφεται:
«Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν ὅτι ὅσοι βαπτίζονται εἰς τό ὄνοµα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος ἀπό Ἱερέα ἤ ἀπό Λαϊκόν ἐν καιρῷ ἀνάγκης εἶναι Χριστιανοί ἀληθινοί καί ἀνήκουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί εἶναι µέλη τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι Ἕνας καί παραµένει ἀδιαίρετος ὡς Θεάνθρωπος»[6].

Σέ ἄλλο σηµεῖο γράφεται: 
«Ὅλοι οἱ Χριστιανοί µέ τό ἴδιον βάπτισµα ἐγίναµεν µέλη τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία.Ὅλοι κατά διαφόρους τρόπους καί µορφάς ἀποβλέποµεν εἰς τήν Θείαν Εὐχαριστίαν ὡς πρός τό Μυστήριον τῆς Κοινωνίας πού µᾶς ἑνώνει µέ τόν Χριστόν»7.

Ἀλλοῦ γράφεται: 
«Τό γεγονός ὅµως εἶναι ὅτι οἱ Ρωµαιοκαθολικοί λατρεύουν ὅπως καί οἱ Ὀρθόδοξοι τόν Ἰησοῦν Χριστόν εἰς τήν θείαν Εὐχαριστίαν»[7]

Ἐπίσης, ἀλλοῦ γράφεται: 
«Ἐπεκράτησε, λόγῳ τῆς φιλίας, οἱ Ὀρθόδοξοι νά κηδεύουν τούς Ἀγγλικανούς καί νά κοινωνοῦν αὐτούς ὅπου δέν ὑπάρχουν Ἀγγλικανοί Ἱερεῖς. Ἐπίσης ὅπου δέν ὑπάρχουν Ὀρθόδοξοι Ἱερεῖς, οἱ Ἀγγλικανοί κηδεύουν καί κοινωνοῦν τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Τοῦτο γίνεται µέ τήν γνῶσιν, ἀλλά καί µέ τήν ἄγνοιαν τῆς Ἐκκλησίας εἰς µερικούς τόπους, ἀλλά καί διά λόγους ἀνάγκης καί Χριστιανικῆς Μυστηριακῆς φιλοξενίας. Ἔπειτα εἶναι βέβαιον ὅτι οἱ Χριστιανοί µόνοι των ζητοῦν τήν Κοινωνίαν. Εἶναι τοῦτο δεῖγµα τῆς διαθέσεως τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ διά τήν ἕνωσιν τῶν Χριστιανῶν πού τούς συνδέει ἡ Παράδοσις, ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ Ἱερωσύνη καί τό Πιστεύω τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως»[8].

Ἀκόµη, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄  σέ λόγο του πού ἐκφώνησε τήν 5η Ἰουνίου 1991 στό Bialystok τῆς Πολωνίας εἶπε: 
«Σήµερα βλέπουµε καθαρότερα καί ἐννοοῦµε καλύτερα τό γεγονός ὅτι οἱ Ἐκκλησίες µας εἶναι ἀδελφές Ἐκκλησίες, ὄχι ὑπό τήν ἔννοια ἁπλῶς µιᾶς ἐκφράσεως εὐγενείας ἀλλά ὑπό ἔννοια µιᾶς θεµελιώδους οἰκουµενικῆς ἐκκλησιολογικῆς κατηγορίας»[9].

Εἶναι χαρακτηριστικά τά ὅσα ἀποφασίσθηκαν στήν «Ζ' Γενική Συνέλευση τοῦ ∆ιαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν» στούς χώρους τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Μπελεµεντείου (Balamand) Πανεπιστηµίου τοῦ Λιβάνου (17-24 Ἰουνίου 1993). 

Στό πρῶτο µέρος τοῦ κειµένου πού τιτλοφορεῖται «Ἐκκλησιολογικαί Ἀρχαί», ἀφοῦ γίνεται ἀναφορά στό πῶς «προέκυψαν (αἱ) ἀνατολικαί Καθολικαί Ἐκκλησίαι» (Οὐνία), οἱ ὁποῖες ἀποκατέστησαν «τήν πλήρη κοινωνίαν µέ τήν Ἕδραν τῆς Ρώµης καί παρέµειναν πισταί εἰς Αὐτήν», στήν συνέχεια γράφεται ὅτι ὁ τρόπος αὐτός τῆς ἑνότητος, πού ἀποκλήθηκε «οὐνία» «δέν ἠµπορεῖ πλέον νά γίνει ἀποδεκτός οὔτε ὡς ἀκολουθητέα µέθοδος οὔτε ὡς πρότυπον τῆς ἑνότητος τήν ὁποίαν ἀναζητοῦν αἱ Ἐκκλησίαι µας», ἄν καί οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτές (Οὐνία) «ὡς τµῆµα τῆς καθολικῆς κοινωνίας, ἔχουν δικαίωµα νά ὑπάρχουν καί νά δροῦν διά νά ἀνταποκριθοῦν εἰς τάς πνευµατικάς ἀνάγκας τῶν πιστῶν των»[10]

Γιατί, ὅµως, γράφεται αὐτό; ∆ιότι τώρα, κατά τήν ἀπόφαση αὐτή, δέν ὑφίσταται ἰδιαίτερο πρόβληµα, ἐπειδή ἄλλαξε πλέον ἡ θεώρηση µεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν, ἤτοι «λόγῳ τοῦ τρόπου διά τοῦ ὁποίου Καθολικοί καί Ὀρθόδοξοι θεωροῦν ἐκ νέου ἑαυτούς ἐν τῇ σχέσει των πρός τό µυστήριον τῆς Ἐκκλησίας καί ἀνακαλύπτουν ἐκ νέου ἑαυτούς ὡς ἀδελφάς Ἐκκλησίας»[11].  

∆ιευκρινίζεται ἀκόµη περισσότερο ὅτι «οἱ δύο Ἐκκλησίες», Ὀρθόδοξη καί Ρωµαιοκαθολική, ἔχουν τήν ἴδια πίστη καί ζωή, πού ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός στήν Ἐκκλησία. Γράφεται: 
«Ἑκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός εἰς τήν Ἐκκλησίαν του –ὁµολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, µετοχή εἰς τά αὐτά µυστήρια, κυρίως εἰς τήν µίαν ἱερωσύνην τήν τελοῦσαν τήν µίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολική διαδοχή τῶν ἐπισκόπων– δέν δύνανται νά θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστική ἰδιοκτησία µίας τῶν ἡµετέρων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι σαφές ὅτι ἐντός τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισµός»[12]

Ἀµέσως στήν συνέχεια γράφεται: 
«∆ιά τοῦτον ἀκριβῶς τόν λόγον ἡ Καθολική Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουν ἑαυτάς ἀµοιβαίως ὡς ἀδελφάς Ἐκκλησίας, ἀπό κοινοῦ ὑπευθύνους διά τήν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρός τήν θείαν οἰκονοµίαν, ἰδιαίτατα ὡς πρός τήν ἑνότητα»[13].

∆ιαβάζοντας τήν ἀπόφαση αὐτή, διερωτῶµαι: Γιατί µερικοί ἐξακολουθοῦν νά χαρακτηρίζουν τούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς ὡς «Ἐκκλησίες», ὑποστηρίζοντας ὅτι δῆθεν εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἐνῶ ἀπό ἐπίσηµα κείµενα τοῦ «∆ιαλόγου µεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν» ἀποδεικνύεται σαφέστατα ὅτι προσδίδεται ἐκκλησιαστικότητα στόν ὅρο αὐτό καί ἑποµένως εἶναι οὐσιαστικός ὅρος καί ὄχι τεχνικός;

Ἐπί πλέον σέ κοινές δηλώσεις µεταξύ Πάπα καί Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου ἀποδίδεται στούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας Χριστιανούς ἐκκλησιαστικότητα καί ἑποµένως ὁ χρησιµοποιούµενος ὅρος Ἐκκλησία, γιά τούς ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν εἶναι τεχνικός ὅρος, ἀλλά οὐσιαστικός. Θά παραθέσω µερικά ἀποσπάσµατα ἀπό µιά τέτοια κοινή δήλωση (29-6-1995):  
«Ὁ διάλογος οὗτος –διά τῆς µικτῆς διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς– ἀπεδείχθη καρποφόρος, καί ἠδυνήθη νά προοδεύσῃ οὐσιαστικῶς. Ἐξ αὐτοῦ προέκυψε κοινή τις µυστηριακή ἔννοια περί Ἐκκλησίας, στηριχθεῖσα καί µεταδοθεῖσα σύν τῷ χρόνῳ ὑπό τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις ἡµῶν ἡ ἀποστολική διαδοχή εἶναι θεµέλιον τοῦ ἁγιασµοῦ καί τῆς ἑνότητος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Θεωροῦσα ὅτι ἐν πασῃ τοπικῇ Ἐκκλησίᾳ ἐπιτελεῖται τό µυστήριον τῆς θείας ἀγάπης, καί ὅτι οὕτως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ φανερώνει τήν ἐν ἑκάστῃ τούτων ἐνεργοῦσαν παρουσίαν αὐτῆς, ἡ µικτή Ἐπιτροπή ἠδυνήθη νά διακηρύξη ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι ἡµῶν ἀναγνωρίζουσιν ἀλλήλας ὡς Ἐκκλησίας ἀδελφάς, συνυπευθύνους ἐν τῇ διαφυλάξει τῆς µόνης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πιστῆς εἰς τό θεῖον σχέδιον, ὅλως δε ἰδιαζόντως ἐν ὄψει τῆς ἑνότητος»[14].

Πιό κάτω δηλώνεται ἐπισήµως: 
«Ἐν ὄψει τούτων προτρέποµεν τούς ὑφ' ἡµᾶς πιστούς, Καθολικούς καί Ὀρθοδόξους, νά ἐνισχύσωσι τό πνεῦµα τῆς ἀδελφοσύνης ἥτις προκύπτει ἐκ τοῦ µοναδικοῦ βαπτίσµατος καί ἐκ τῆς συµµετοχῆς εἰς τά ἱερά µυστήρια»16.

Καί λίγο πιό κάτω δηλώνεται ἐπισήµως: 
«Ὁ Πάπας τῆς Ρώµης καί ὁ Οἰκουµενικός Πατριάρχης συναντήσαντες ἀλλήλοις προσηύξαντο ὑπέρ τῆς ἑνότητος πάντων τῶν χριστιανῶν. Ἐν τῇ προσευχῇ αὐτῶν περιέλαβον ὅλους ὅσοι ἄτε βαπτισθέντες ἀποτελοῦν µέλη τοῦ σώµατος τοῦ Χριστοῦ, ἠτήσαντο δέ ὅπως αἱ διάφοροι κοινότητες ὦσιν ἐπί µᾶλλον καί µᾶλλον πισταί εἰς τό Εὐαγγέλιον αὐτοῦ»[15]

Τελικά ἐκεῖνο πού ἐνοχλεῖ στήν ὑπόθεση αὐτή εἶναι ὅτι στίς συζητήσεις ἐντός καί ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας χρησιµοποιεῖται ἡ διγλωσσία, τριγλωσσία καί πολυγλωσσία, δέν ὑπάρχει ἑνιαία γλώσσα. Ἀλλιῶς ἐκφράζονται σέ ὀρθόδοξα καί µοναχικά περιβάλλοντα καί ἀλλιῶς ἐκφράζονται σέ ἑτερόδοξα περιβάλλοντα. Στήν οὐσία, ὅπως φαίνεται καθαρότατα, διολισθαίνουν ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητος στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητος.

Αὐτό κανείς δέν µπορεῖ νά τό ἀµφισβητήση. Αὐτή εἶναι ἡ βασική γραµµή πολλῶν συγχρόνων Κληρικῶν καί θεολόγων. 

Νοµίζω ἐκεῖνο πού χρειάζεται σήµερα ἀπό τούς ὑπευθύνους ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες εἶναι ὁ συνδυασµός τῆς ἀληθείας µέ τήν ἀγάπη καί ἡ ἀρετή τῆς διακρίσεως. ∆έν µποροῦµε ἐν ὀνόµατι τῆς ἀληθείας νά στερηθοῦµε τήν ἀγάπη καί τήν διάκριση οὔτε χάριν τῆς ἀγάπης νά στερηθοῦµε τήν ἀλήθεια. Στούς διαλόγους µέ τίς χριστιανικές ὁµάδες αὐτές πρέπει νά χαράσσωνται «κόκκινες γραµµές». Νά ξέρη κανείς µέχρι ποιό σηµεῖο µπορεῖ νά προχωρήση ἤ νά ὑποχωρήση, δηλαδή νά οἰκονοµῆ τά πράγµατα, καί µέχρι σέ ποιό σηµεῖο νά παραµένη στήν ἀκρίβεια. Αὐτή ἡ διάκριση γίνεται ὅπου ὑπάρχει φωτισµός νοῦ καί ἐµπειρική θεολογία.

Ἔτσι, οἱ ἐµπειρικοί θεολόγοι πού γνωρίζουν ἐκ πείρας τήν ἄκτιστη δόξα πού ὑπάρχει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τήν πτώση τῶν Χριστιανῶν πού ἀποµακρύνθηκαν ἀπό αὐτή, µόνον αὐτοί γνωρίζουν νά ὁµολογοῦν τήν ἀλήθεια καί νά ἀγαποῦν πραγµατικά τούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς. Ἀλλά τέτοιοι ἐµπειρικοί θεολόγοι ἀγνοοῦνται στούς διαλόγους καί δέν χρησιµοποιεῖται ἡ πείρα τους, ἀκριβῶς γιατί ἐπιλέγεται ἡ διπλωµατία καί ὄχι ἡ θεολογία.

(Συνεχίζεται)

Saturday, July 9, 2016

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΗ ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ


ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΗ ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ

Του Περιοδικού “Ο ΣΩΤΗΡ”
=====

Εἶναι ἄξια ἰδιαίτερης προσοχῆς μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες παρεμβάσεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος καὶ μὲ προηγούμενα κείμενά του διετύπωσε καίριες καὶ οὐσιαστικὲς παρατηρήσεις πάνω στὴ θεματολογία καὶ τὴ μεθοδολογία τῆς Συνόδου.

Τὸ κείμενο γιὰ τὸ ὁποῖο τώρα κάνουμε λόγο εἶναι τὸ «''Ομολογιακή'' διγλωσσία, ασάφεια και σύγχυση», ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν περιοδικὴ ἔκδοση «ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου.

Μὲ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου νηφάλιο θεολογικὸ λόγο ὁ Σεβασμιώτατος ἀνατρέχει σὲ κείμενο τοῦ 1975 τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Θυατείρων μὲ τὸν τίτλο «Ἡ ὁµολογία Θυατείρων», ποὺ εἶχε γραφεῖ ἀπὸ τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων καὶ Μεγάλης Βρετανίας Ἀθηναγόρα Κοκκινάκη. 

«Ὁµολογία» αὐτή, σημειώνει ὁ Σεβασμιώτατος, ἀπὸ τὴ μία δέχεται ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία», ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως ὑποστηρίζει ὅτι «ὅλοι οἱ Χριστιανοί, Ὀρθόδοξοι, ‘‘Ρωµαιοκαθολικοί’’, ‘‘Ἀγγλικανοί’’, ‘‘Κοπτοαρµένιοι καὶ Αἰθίοπες’’, ‘‘Λουθηρανοὶ καὶ οἱ ἄλλοι Προτεστάνται Χριστιανοί’’, παρὰ τὶς διαφορὲς µεταξύ τους, ἔχουν κατὰ διαφόρους βαθµοὺς Μυστήρια καὶ εἶναι µέλη τῆς Ἐκκλησίας». «Εἶναι ἀληθινοὶ Χριστιανοὶ καὶ ἀνήκουν εἰς τὴν Μίαν Ἐκκλησίαν», «εἶναι µέλη τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι Ἕνας καὶ παραµένει ἀδιαίρετος ὡς Θεάνθρωπος».
   
«Δὲν ἔχει σηµασία», τονίζει ὁ Σεβασμιώτατος, «ὅτι αὐτὸ τὸ ‘‘ὁµολογιακὸν’’ κείµενο κυκλοφόρησε πρὶν σαράντα (40) χρόνια, γιατὶ ἀπὸ τότε µέχρι σήµερα ἀφ’ ἑνὸς µὲν ἐπιβεβαιώθηκαν στὴν πράξη ὅλες αὐτὲς οἱ ἀπόψεις, ἀφ’ ἑτέρου δὲ προχώρησαν τὰ πράγµατα σὲ χειρότερο βαθµό (...). Ἡ θεία Εὐχαριστία θεωρεῖται χῶρος ‘‘µυστηριακῆς φιλοξενίας’’ καὶ τῶν ἑτεροδόξων, ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὅτι ‘‘ἔχει πόρτες, ἀλλὰ ὄχι τοίχους’’, καὶ ἡ ‘‘ἕνωση’’ θὰ γίνη µὲ τὴν διατήρηση τῶν ‘‘χαρακτηριστικῶν’’ κάθε θεολογίας».
   
Καὶ καταλήγει ὁ Σεβασμιώτατος: «Αὐτὴ εἶναι ἡ νοοτροπία ποὺ ἐπικρατεῖ σήµερα στὸν διορθόδοξο καὶ διαχριστιανικὸ κόσµο καὶ θὰ ἦταν ὀδυνηρὸ ἂν µιὰ τέτοια νοοτροπία ὑποστηριχθῆ ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου».
   
Διγλωσσία, ἀσάφεια καὶ σύγχυση. Αὐτὴ εἶναι ἡ σύγχρονη οἰκουμενιστικὴ τακτική, ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ συμβιβάσει τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα, τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὴν αἵρεση, τὸ φῶς μὲ τὸ σκοτάδι.
   
Οἱ καίριες ἐπισημάνσεις τοῦ Σεβασμιωτάτου ἀφενὸς ἀποκαλύπτουν τὸ μέγεθος τῶν οἰκουμενιστικῶν ἀτοπημάτων, ἐνῶ ταυτόχρονα καθιστοῦν ὁλοφάνερη τὴν ἀνάγκη νὰ διατυπώνονται μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια τὰ δογματικὰ κείμενα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

Saturday, October 24, 2015

ΤΟ ΨΕΜΜΑ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΦΑΕΙ ΣΥΚΑ!!!



ΤΟ ΨΕΜΜΑ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΦΑΕΙ ΣΥΚΑ!!!

Του Παναγιώτη Τελεβάντου
=====

Ανάμεσα σε όσους ανέλαβαν διατεταγμένη εκστρατεία για να ωραιοποιήσουν την προσωπικότητα του Μεγάλου Αποστάτη της πίστης μας Πατριάρχη Αθηναγόρα συμπεριλαμβάνεται και ο κ. Γρηγόριος Λαρεντζάκης που δημοσίευσε εκτενή ομιλία του με τίτλο: “Ὁ ρηξικέλευθος ὁραματιστής καί διάκονος τῆς καταλλαγῆς. Ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς Οἰκουμένης.”

Από την ομιλία αυτή παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα:

“Ὁ Ἀθηναγόρας «ἐρχόταν τακτικά καί μᾶς ἔβλεπε καί συνομιλοῦσε μαζί μας στόν κῆπο τῆς Σχολῆς της Χάλκης:
-Ἦταν καλά τά σῦκα;
-Ποιά σῦκα, Παναγιώτατε;
-Τά σῦκα ἀπό τή συκιά! Μοῦ εἶπε ὁ Πατριάρχης στόν κῆπο τῆς Σχολῆς, σέ εἶδα πάνω στή συκιά.
-Δέν ἤμουν ἐγώ στή συκιά, Παναγιώτατε, -προσπάθησα νά σώσω τήν ἀθωότητά μου.
-Μά ἀφοῦ σέ εἶδα πάνω στή συκιά!
-Μά δέν ἤμουν ἐγώ.
-Εἶναι αὐστηροί οἱ καθηγηταί σας; Ἄλλαξε θέμα ὁ Πατριάρχης…..
Μετά ἀπό χρόνια διηγήθηκα τήν ἱστορία μπροστά στόν …μακαριστό μου Σχολάρχη, Μητροπολίτη Σταυρουπόλεως Μάξιμο. Καί ὁ Μητροπολίτης Μάξιμος μέ ἐρωτᾶ:
-Καί σύ τί ἔκανες;
-Τίποτα, ἀπάντησα.
-Καλά δέν κατάλαβες ὅτι ὁ Πατριάρχης ἤθελε νά τοῦ κόψεις σῦκα;
-Καί γιατί δέν μοῦ τό εἶπε;
-Μά σοῦ τόλεγε συνέχεια καί σύ δέν καταλάβαινες»!

Τι μαθαίνουμε από το πιο πάνω περιστατικό;

Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ήθελε να φάει σύκα!!!

Κοσμοιστορικό γεγονός που έπρεπε να καταγραφεί σε ομιλία για τη ζωή και τη δράση του!!!

Και τι άλλο μαθαίνουμε;

Ότι για να πετύχει το στόχο του -να φάει σύκα δηλαδή- κατέφυγε σε ψέμμα!!!

Τώρα πώς εξυψώνεται ο Πατριάρχης Αθηναγόρας με αυτή τη διήγηση δεν κατανοώ. Ούτε γιατί ο κ. Λαρεντζάκης θεώρησε σκόπιμο να την παραθέσει για να τον εξυμνήσει.

Αλλά εδώ που τα λέμε δεν ήταν και εύκολο το έργο του κ. Λαρεντζάκη.

Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας υπήρξε προφήτης -ή κατά τον Θυατείρων Αθηναγόρα Κοκκινάκη “προφηταπόστολος”- του συγκρητισμού. Διακρίθηκε για τις διοικητικές και οργανωτικές του ικανότητες τις οποίες χρησιμοποίησε για να προωθήσει την παναίρεση του Οικουμενισμού. 

Τι, επομένως, είχε να επιδείξει που άφηνε περιθώριο στον κ. Λαρεντζάκη να τον εξυψώσει στα μάτια των ακροατών της ομιλίας του; Γι’ αυτό κατέφυγε στα σύκα και στο ψέμμα που είπε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας έστω και αν έτσι αποδομεί έτι περαιτέρω το σεβασμό προς τον πρόσωπο του κεκοιμημένου Πατριάρχη.

Thursday, April 17, 2014

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΑ - ΠΡΟΙΚΟΝΝΗΣΟΥ ΙΩΣΗΦ, ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ


ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΑ
____________

Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ, Εξομολόγησις και Ιεροί Κανόνες, Αθήναι 2013, σσ. 30.

Του Παναγιώτη Τελεβάντου
===========

Ομιλία του Σεβασμιότατου Μητροπολίτου Προικοννήσου κ. Ιωσήφ σε ιερατικά συνέδρια στις Μητροπόλεις Πειραιώς, Σαλαμίνος, Εδέσσης και Κωνσταντίας-Αμμοχώστου.

Ο Σεβ. συγγραφέας δίνει καταρχήν τον ορισμό της εξομολόγησης και στη συνέχεια εξηγεί ότι ο χαρακτήρας της εξομολογήσεως έχει θεραπευτικό χαρακτήρα γι’ αυτό και τα επιτίμια που επιβάλλονται από τον πνευματικό είναι φάρμακα θεραπείας και όχι τιμωρίες με τη δικανική έννοια του όρου.

Οπως πολύ ορθά τονίζει ο Σεβασμιότατος οικονομία ως προς τον χρόνο συντμήσεως αποχής απο την Θεία Κοινωνία μπορεί να εφαρμοστεί μόνον όπου υπάρχει πραγματική μετάνοια, αλλιώς η οικονομία υποβοηθεί τη συνέχιση διάπραξης της αμαρτίας.

Επιφύλαξη πρέπει να διατυπωθεί πάντως αναφορικά με τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας τους οποίους ο Σεβασμιότατος θεωρεί ξεπερασμένους. 

Αλλο η Εκκλησία να κανονίζει προοδευτικά προς το επιεικέστερο τη χρονική διάρκεια αποχής από τη Θεία Κοινωνία που επιβάλλει για ορισμένα αμαρτήματα, και άλλο να θεωρείται ο Κανόνας ξεπερασμένος ως προς την ουσία του.

Σημαντικό επίσης, όταν κάνουμε αναφορά στο θέμα, είναι να έχουμε κατά νουν τη διάκριση μεταξύ μεγάλου αφορισμού (αναθέματος) και μικρού αφορισμού (αποχής από τη Θεία Κοινωνία).

Η κατανόηση της διαφοράς των όρων βοηθά να συνειδητοποιήσουμε ότι ορισμένοι Κανόνες που θεωρούνται από κάποιους ξεπερασμένοι, στην πραγματικότητα, όχι μόνον δεν είναι ξεπερασμένοι, αλλά δείχνουν το βαθμό της αλλοτρίωσης του εκκλησιαστικού φρονήματος των πιστών και τον αγώνα που πρέπει να κάνει ο ποιμένας για να εκκλησιαστικοποιήσει τους πιστούς.

Ενας πολύ διαφωτιστικός διάλογος για το θέμα διεξήχθη πριν δεκαετίες μεταξύ του παραδοσιακού Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κ. Μουρατίδη και του γνωστού Οικουμενιστή Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας Αθηναγόρα Κοκκινάκη.