Showing posts with label ΑΦΑΝΑΣΙΕΦ. Show all posts
Showing posts with label ΑΦΑΝΑΣΙΕΦ. Show all posts

Monday, November 26, 2018

“ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ” Η΄


“ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ”

Η΄

Τοῦ Σεβ. Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου
=====

Ὁ Ἀλέξης Χομιακώφ ἔβλεπε τήν Ἐκκλησία ὡς μιά ἀόρατη πραγματικότητα, μιά ἕνωση προσώπων μέ βάση τήν κοινή πίστη καί τήν ἀγάπη τους στόν Χριστιανικό Θεό, καί ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία -Κληρικοί καί λαϊκοί- κληρονομοῦν τό χάρισμα τῶν Ἀποστόλων.

Κριτική στήν θεωρία αὐτή τοῦ Χομιακώφ ἔγινε ἀπό τόν Μπουλγκάκωφ πού ὑποστήριζε ὅτι μιά τέτοια ἑρμηνεία προέρχεται ἀπό τήν ταύτιση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας μέ τό Κράτος, πού συνέβαινε στήν Τσαρική Ρωσία, καί γι’ αὐτό ὁ Χομιακώφ προσπάθησε νά δῆ τήν ἐσωτερική χαρισματική της ζωή.

Ὅμως, οἱ δύο ἐπαναστάσεις τοῦ 1917 ἀπελευθέρωσαν τήν Ἐκκλησία ἀπό τόν κρατικό ἔλεγχο καί ἀπεκάλυψαν ὅτι εἶναι μία κοινωνία ἀπό μόνη της, μέ δικά της ὄργανα διακυβερνήσεως καί ἑπομένως δέν εἶναι μόνον ἕνα θεϊκό μυστήριο ἤ μιά πνευματική κοινωνία. 

Ὅμως, ὁ Μπουλγκάκωφ, παρά τήν κριτική του, κράτησε τρία σημεῖα ἀπό τόν Χομιακώφ, ὅτι ἡ ἀθέατη πλευρά τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πιό σημαντική ἀπό τήν ὁρατή, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία ἑνιαία ἕνωση κοινοτήτων, χωρίς νά ὑπάρχη ἕνας παγκόσμιος θεσμός, καί ὅτι στήν Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη ἐξουσία, ἐξανα¬γκασμός, νομικός περιορισμός, ποινή, ὁπότε ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κατ’ οὐσίαν ἑνότητα μεταξύ ἐλευθερίας καί ἀγάπης.

Στήν συνέχεια ὁ Ἀφανάσιεφ εἶδε τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι σέ ἕνα ἀνθρώπινο στοιχεῖο, ἀλλά στίς Τοπικές Ἐκκλησίες, τῶν ὁποίων ἡ ὕπαρξη θεμελιώνεται στήν θεία Εὐχαριστία.

Ἔτσι, τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μιά ἐπέκταση καί ἐκ νέου ἔκφραση τοῦ δόγματος τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία μέ ὅρους τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἐσχατολογική, βασική της μορφή εἶναι ἡ Τοπική Ἐκκλησία, καί γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη νόμος ἤ ἐξουσία ἤ σχέσεις ὑποταγῆς καί ἐπιβολῆς.

Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ ἱερωσύνη, ὅπως φαίνεται στήν θεία Εὐχαριστία, εἶναι διακονική προσφορά, καί ὅταν μιά Τοπική Ἐκκλησία λαθεύει, τότε διακόπτεται ἡ εὐχαριστιακή κοινωνία μέ τά μέλη της καί αὐτό δέν εἶναι μιά πράξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου, μιά πράξη σχέσεων ἐξουσίας, ἀλλά μιά πράξη ὁμολογίας πίστεως καί ἀγάπης διορθωτικῆς, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία πού ἔκανε λάθη εἶναι ἐλεύθερη νά τά λάβη ὑπ’ ὄψη της ἤ ὄχι.

Ἀπό αὐτήν τήν μικρή ἀνάλυση τῆς θεωρίας τῶν σλαυόφιλων θεολόγων φαίνεται καθαρά ἡ ὑποτίμηση καί ἡ παραθεώρηση τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι δῆθεν ἦταν ἐπίδραση τοῦ Ρωμαϊκοῦ δικαίου.

(Συνεχίζεται)

Sunday, November 25, 2018

“ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ” z΄


“ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ”


Τοῦ Σεβ. Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου
=====

3. Ἡ παραθεώρηση τῆς κανονικῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας

Τά νεώτερα χρόνια παρουσιάσθηκε μιά ἄποψη, θά ἔλεγα ἀντινομιστική, πού εἶναι ἀντίθετη μέ αὐτήν τήν παράδοση, πού ἐκφράζεται ἀπό τούς ἱερούς Κανόνες.

Πρόκειται γιά μιά θεωρία πού ἐκπόνησαν διάφοροι Ρῶσοι θεολόγοι, ἀναφερόμενοι στό ὅτι ἡ θεία Εὐχαριστία καί ἡ χριστιανική ἀγάπη εἶναι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, πού δείχνει τήν ἐλευθερία, παραθεωρώντας συγχρόνως τούς Κανόνες καί τήν κανονική συγκρότηση τῶν Ἐκκλησιῶν.

Βασικό σημεῖο αὐτῆς τῆς θεωρίας εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά πρέπει νά ἑρμηνευθῆ ὄχι ὡς ἕνας κανονικός ὀργανισμός, ἀλλά μέ βάση τήν θεία Εὐχαριστία, ἀφοῦ αὐτή εἶναι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

Ἡ θεωρία αὐτή διατυπώθηκε ἀπό τόν Νικολάϊ Ἀφανάσιεφ (1893-1966), ὁ ὁποῖος ἀξιοποίησε τίς ἀπόψεις τῶν Σλαυοφίλων θεολόγων, ἰδιαιτέρως τοῦ Χομιακώφ καί τοῦ Μπουλγκάκωφ.

Οἱ Σλαυόφιλοι πιστεύουν ὅτι ἡ ρωσική κουλτούρα ἦταν ἕνα προϊόν τοῦ ἰουδαιο-χριστιανισμοῦ καί τῆς βυζαντινῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τήν ὁποία ἔλαβαν τόν Χριστιανισμό, καί δέν προέρχεται ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία καί τό ρωμαϊκό δίκαιο.

Ἔτσι, ἡ ἔλλειψη στήν ρωσική κοινωνία τοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου καί τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ἐνῶ φαίνεται ὡς ἀρνητική, ἐν τούτοις γι' αὐτό θεωρεῖται θετική, γιατί ἡ ρωσική κουλτούρα ἀποτελεῖτο ἀπό χριστιανικές πηγές καθαρές, χωρίς τίς μή χριστιανικές ἐπιρροές.

Τέτοιες ἀπόψεις ἐκφράσθηκαν ἀπό τόν Ἀλέξη Χομιακώφ, ὁ ὁποῖος συγχρόνως καθόριζε ὅτι ὁ ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἀγάπης «ἔχει τίς ρίζες του σέ ἕνα συστηματικό Τριαδικό ὅραμα τῆς Ἐκκλησίας».

Σέ αὐτήν τήν προοπτική παρουσιάζει τό Ἅγιον Πνεῦμα ὡς θεϊκό πρόσωπο πού ἐσωτερικεύει τήν ἐξωτερική ἀποκάλυψη τοῦ Πατέρα ἀπό τόν Χριστό. Αὐτό ἐκδηλώνεται μέσα στήν θεία Εὐχαριστία, σύμφωνα μέ τίς παρατηρήσεις τοῦ Aidan Nichols.

Συγκεκριμένα, ὁ Ἀλέξης Χομιακώφ ἔβλεπε τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στήν ἑνότητα τῆς Χάριτος πού ζοῦν οἱ ἄνθρωποι μέσα στά Μυστήρια, ἐνῶ αἰσθανόταν ἀπέχθεια γιά τόν Παπισμό, στόν ὁποῖο ἔβλεπε ὅτι ὑπάρχει μιά ἐξουσία πάνω σέ ἄλλες Τοπικές Ἐκκλησίες, γιατί, κατ’ αὐτόν, μέσα ἀπό τόν ὁρισμό τῆς ἀγάπης «δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη καμμιά σχέση ἐξουσίας μεταξύ τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, δέν ὑπάρχει ἱεραρχία μεταξύ τους, καμμιά κατάταξη σέ μεγαλύτερο ἤ μικρότερο, μέσα στήν χριστιανική κοινοπολιτεία».

(Συνεχίζεται)

Wednesday, December 10, 2014

ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΠΛΑΝΕΜΕΝΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΠΕΡΓΑΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ


 ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΠΛΑΝΕΜΕΝΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΠΕΡΓΑΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ

Του κ. Γ. Παπαθανασόπουλου
=====

Ο Μητροπολίτης Περγάμου υποστήριξε την εδραζόμενη επί της σχέσης των Προσώπων της Αγίας Τριάδος καινοφανή περί πρωτείου άποψη του όχι στα δικά του θεολογικά κείμενα, που ήσαν απολύτως αντίθετα, αλλά σε κείμενο που έγραψε ο Ρώσος θεολόγος π. Αλέξανδρος Σμέμαν και δημοσιεύθηκε στο βιβλίο «La Primaute de Pierre dans l’ Eglise Orthodoxe», (Editions Delachaux & Niestle, Neuchatel, Suisse, 1960). 

Στο βιβλίο υπάρχουν κείμενα των επίσης Ρώσων θεολόγων της διασποράς Αφανάσιεφ, Μέγιεντορφ και Κουλόμζιν.

Πρώτο είναι το κείμενο του Νικολάου Αφανάσιεφ, με τίτλο «Η Εκκλησία που προΐσταται στην Αγάπη». Μεταξύ των άλλων θέτει το ερώτημα: «Αν ο Πέτρος είναι πράγματι η πέτρα επί της οποίας κτίσθηκε η Εκκλησία πώς μπορεί ταυτόχρονα να είναι και αρχηγός αυτής της Εκκλησίας;» Και απαντά: «Εφόσον ο Πέτρος είναι η πέτρα επί της οποίας κτίσθηκε η Εκκλησία ο ρόλος του είναι παθητικός: Η Εκκλησία οικοδομήθηκε επ’ αυτού από τον Χριστό και όχι από εκείνον». Στη συνέχεια επισημαίνει: «Θα ήταν πολύ ασύνετο να μιλάμε για “ανατολικό πρωτείο”, ωσάν ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως να είχε θελήσει να αντιγράψει τον επίσκοπο της Ρώμης: είναι λάθος τόσο από άποψη ιδεολογική όσο και από άποψη ιστορική, όμως, χωρίς αμφιβολία, ορισμένες εσωτερικές παροτρύνσεις ώθησαν τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να ακολουθήσει στην παγκόσμια εκκλησιολογία, την οδό προς το πρωτείο». Πρέπει να είναι η πρώτη φορά που αποκαλύπτεται «η εσωτερική παρότρυνση στο Φανάρι» προς ένα παπικού τύπου πρωτείο στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Ακολουθεί το κείμενο του Νικολάου Κουλόμζιν, με τίτλο «Η Θέση του Πέτρου στην αρχαία Εκκλησία». Στο κείμενο του ο Κουλόμζιν τονίζει πως στηριζόμενος στα λόγια του Χριστού προς τον Πέτρο και στα όσα αναφέρονται στα Ευαγγέλια περί αυτού έχει την άποψη ότι η Ιερουσαλήμ είναι η Εκκλησία που έχει τα πρεσβεία ανάμεσα στις άλλες Εκκλησίες. Και σημειώνει: «Οι ιστορικές συνθήκες και εξελίξεις δείχνουν ότι ο Πέτρος μετά την αναχώρησή του από τα Ιεροσόλυμα δεν παρουσιάζεται πλέον ως ένας της ομάδας των δώδεκα Αποστόλων, αλλά είναι ένας περιοδεύων Απόστολος. Οι Δώδεκα δεν αποτελούσαν πλέον σύναξη στην Ιερουσαλήμ και επομένως η πόλη αυτή χάνει την κεντρική της ιεραρχική θέση. Μπορεί κανείς στις νέες ιστορικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν να μιλάει ακόμη για το πρωτείο του Πέτρου; Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν το δείχνουν κατά κανένα τρόπο».

Το κείμενο του Ιωάννου Μέγιεντορφ που ακολουθεί έχει τίτλο «Ο Άγιος Πέτρος, το πρωτείο του και η διαδοχή του στην βυζαντινή θεολογία». Ο Ρώσος θεολόγος επισημαίνει ότι στους πρώτους αιώνες «οι Βυζαντινοί στην εκκλησία της αρχαίας Ρώμης ομοφώνως απέδιδαν μια μεγάλη τιμή, αλλά όχι εξουσία, κοσμικού – δικαιοδοτικού χαρακτήρα». Προχωρώντας στους επόμενους αιώνες  εξηγεί ότι οι κοσμικές ηγετικές επιδιώξεις του Πάπα Γρηγορίου οδήγησαν τον Αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό να θελήσει να περάσει το παπικό πρωτείο στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ως έχοντος την έδρα της Νέας Ρώμης και «της παγκόσμιας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας». Και αφού επισημαίνει τις περί πρωτείου απόψεις διαφόρων εκκλησιαστικών συγγραφέων επισημαίνει την ακόλουθη  άποψη του Θεσσαλονίκης Συμεών: «Η λειτουργία του πρωτείου υπάρχει στο πλαίσιο της επισκοπικής συνόδου, όπως υπήρχε στην έννοια της αποστολικής συνόδου, αλλά προϋποθέτει την εν τη αληθεία ενότητα της πίστεως». 

Στη συνέχεια προσθέτει την άποψη του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γενναδίου Σχολαρίου: «Ο Πέτρος είναι ο επίσκοπος και ο ποιμήν όλου του κόσμου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να πούμε το ίδιο για οποιονδήποτε από τους διαδόχους του επισκόπους». Και στο τέλος του κειμένου του ο Μέγιεντορφ τονίζει: «Η διδασκαλία των βυζαντινών θεολόγων αντιστοιχεί πλήρως στην εκκλησιολογία του Αγίου Κυπριανού στο Cathedra Petri: Δεν υπάρχει πλουραλισμός στις επισκοπικές καθέδρες, δεν υπάρχει παρά μόνο μία, η έδρα του Πέτρου και όλοι οι επίσκοποι, στο πλαίσιο των κοινοτήτων των οποίων προεδρεύουν και έχουν την έδρα τους, καθένας τους έχει τη θέση του επί της αυτής έδρας (του Πέτρου)».

Το κείμενο του  π. Αλέξανδρου Σμέμαν είναι το τελευταίο στη σειρά και επιγράφεται «Η έννοια του πρωτείου στην ορθόδοξη εκκλησιολογία». Στο κείμενο ο αείμνηστος Σμέμαν τονίζει ότι στην αρχή η κάθε τοπική Εκκλησία είχε τον Επίσκοπό της και την πληρότητα της στην ενότητά της με εκείνον. Τονίζει επίσης ότι  η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποκλείει το πρωτείο, αλλά δεν το θεωρεί χαρακτηριστικό κοσμικής ισχύος επί των άλλων επισκόπων και εκκλησιών. «Δεν είναι βεβαίως “υπέρτατη εξουσία”, αλλά δεν είναι και μια απλή προεδρία κατά τα δημοκρατικά και κοινοβουλευτικά πρότυπα, γιατί είναι κάτι το πνευματικό, που έχει σχέση με την Εκκλησία ως Σώμα Χριστού» σημειώνει. 

Ο Σμέμαν για το πρωτείο αναφέρεται στο Τριαδολογικό δόγμα ως εξής: «Μπορεί κανείς να εφαρμόσει στην Εκκλησία, κατ’ αναλογίαν, την τριαδολογική θεολογία. Όπως οι Τρεις Υποστάσεις της Αγίας Τριάδος δεν χωρίζουν τη θεία ουσία, κάθε μία διαθέτοντας την καθ’ ολοκληρίαν και ζώντας την, έτσι και η φύση της Εκκλησίας – Σώματος του Χριστού δεν είναι χωρισμένη λόγω της πληθύος των εκκλησιών. Αλλά όπως τα Θεία Πρόσωπα «απαριθμούνται» - κατά την έκφραση του Μεγάλου Βασιλείου- έτσι απαριθμούνται και οι εκκλησίες και υπάρχει μεταξύ αυτών μια ιεραρχία. Σε αυτήν την ιεραρχία υπάρχει μια πρώτη Εκκλησία και ένας πρώτος επίσκοπος. Αυτή η ιεραρχία δεν μειώνει τις εκκλησίες, δεν τις υποτάσσει την μία στην άλλη, είναι μόνο προορισμένη να βοηθάει να ζει κάθε εκκλησία για όλες και όλες για κάθε μία, γιατί αυτό είναι το μυστήριο του Σώματος του Χριστού...».  

Η μεταφορά του Τριαδολογικού Δόγματος στο επισκοπικό πρωτείο είναι  εξαιρετικά αδύναμη και εκτός της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας, όπως εκφράστηκε διαχρονικά από τους πατέρες της Εκκλησίας και από επίσημα κείμενα του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Όμως ο Μητροπολίτης Περγάμου επέλεξε ή δέχθηκε να το χρησιμοποιήσει, ξεχνώντας τί υποστηρίζει στην διατριβή του... 

Sunday, October 21, 2012

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΣΟΝΑΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ





Η “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ - ΘΕΛΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ” ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

ΜΕΡΟΣ Δ΄

Οι συνέπειες του περσοναλισμού στην εκκλησιαστική ζωή

Του Σεβ. Ναυπάκτου κ. Ιερόθεου
================

Πρέπει να επισημανθή κάτι πολύ σημαντικό και αξιοπρό­σεκτο, που έχει σχέση με την λεγομένη μεταπατερική θεολογία της ελευθερίας του προσώπου.

Η μεταφορά της συγκεκριμένης περσοναλιστικής τριαδολογικής απόψεως στην σημερινή χριστιανική ανθρωπολογία με την θρυλούμενη «ελευθερία του προσώπου», η οποία μάλιστα προβάλλεται και ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της ορθόδοξης Ανατολής σε σχέση με την ουσιοκρατία της χριστιανικής Δύσης. έχει συγκεκριμένες προεκτάσεις, όπως την συχνή κριτική που ασκείται στην ορθόδοξη ασκητική ως αντιστρατευόμενη την «ελευθερία του προσώπου».

Όπως πάντοτε, έτσι και στην περίπτωση αυτή, η εσφαλμένη δογματική άποψη οδηγεί σε ποικίλες ερμηνευτικές παρεκτροπές που έχουν συνέπεια στην εκκλησιαστική ζωή και τον τρόπο με τον οποίο ζή ο Χριστιανός ως μέλος της Εκκλησίας.

Θα τονισθούν μερικές συγκεκριμένες παραχαράξεις της εκκλησιαστικής ζωής από αυτούς που ομιλούν για την λεγόμενη ελευθερία της βούλησης ή της θέλησης και της ελευθερίας του προσώπου.

Πρώτον, η εκκλησιαστική τάξη των πραγμάτων, ερμηνεύεται και εκλαμβάνεται μέσα από την θεωρία της ελευθερίας του προσώπου και της αγάπης, όπως ερμηνεύθηκαν από τον Αλέξη Χομιακώφ και τον Αφανάσιεφ. Σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές στην εκκλησιαστική ζωή έχει μεγάλη σημασία η βίωση της ελευθερίας και της αγάπης, ανεξάρτητα από τις κανονικές προϋποθέσεις που έχουν θεσπίσει οι Πατέρες των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων.

Έτσι, η εκκλησιαστική ζωή κρίνεται στην πράξη με όρους «αστικής δημοκρατίας», προκειμένου να στοχοποιηθούν ιεραρχικές δομές της Εκκλη­σίας και να κριθούν ως καταπιεστικές και απάδουσες της πρώτης «δημοκρατικώς φερομένης» αρχαίας Εκκλησίας.

Στην συνέχεια χρησιμοποιείται η εσφαλμένη αυτή δογματική θέση στο επίπεδο της θεολογίας, ώστε να εισαχθούν διάφορες ουμανιστικές και προτεσταντικές απόψεις για την μετοχή στα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, ανεξάρτητα από τις θεολογικές και κανονικές προϋποθέσεις, ωσάν η πνευματική ζωή να είναι μια «δημοκρατία αστικού τύπου», στην οποία όλοι απολαμβάνουν τα δώρα του Αγίου Πνεύματος απροϋποθέτως.

Είναι βέβαιο ότι με τέτοιες προϋποθέσεις στοχοποιούνται και υπονομεύονται Πατερικά έργα, όπως τα Αρεοπαγητικά συγγράμματα, τα οποία ερμηνεύτηκαν από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ότι δήθεν κατοπτρίζουν άκαμπτες εκκλησιαστικές δομές που έγιναν αντικείμενο εκμεταλλεύσεως από τον Κλήρο.

Δεύτερον, η ασκητική του ησυχασμού κρίνεται ότι κατοπτρίζει την λογική της ατομιστικής σωτηρίας, η οποία δεν έχει άμεση αναφορά στην «οντολογία του προσώπου», δηλαδή στο «υπάρχειν ελευθέρως εν σχέσει», αλλά στην προοπτική μιας ατομιστικής καθάρσεως των παθών χωρίς αναφορά στον Άλλο άνθρωπο, ο οποίος αποτελεί την προϋποθετική συνθήκη του «υπάρχειν προσωπικώς».

Έτσι, διασπάται η ενότητα μεταξύ Μυστηρίων και ασκητικής ζωής, η οποία στην πράξη είναι η ευαγγελική ζωή, δηλαδή η τήρηση των εντολών του Χριστού, αμφισβητείται άμεσα ή έμμεσα η ασκητική θεολογία των Καππαδοκών Πατέρων ως ωριγενική και νεοπλατωνική, αλλά υπονομεύεται ύπουλα και η διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ως «πνευματοκρατική».

Τρίτον, η εκκλησιαστική και ασκητική ευλάβεια, που επαινείται από τους ασκητικούς Πατέρες, επικρίνεται από τους εκφραστές της θεωρίας «της ελευθερίας του προσώπου», ως ανελεύθερος δυτικός ευσεβισμός και ηθικισμός, αλλά και ως «θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού βιώματος».

Έτσι, παρατηρείται το φαινόμενο να κρίνεται και να υπονομεύεται το περιεχόμενο της «Φιλοκαλίας των ιερών Νηπτικών Πατέρων», ότι δήθεν συνιστά μια «θεραπευτική εκκλησιολογία», η οποία ανέτρεψε την «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» της πρώτης Εκκλησίας!

Τέταρτον, η υπακοή σε Πνευματικό Πατέρα κρίνεται ως κολόβωση της «ελευθερίας του προσώπου» και απέκδυση της ευθύνης της ύπαρξης, «του υπάρχειν ελευθέρως», από τον ίδιο τον εξομολογούμενο και μετάθεση αυτής της «προσωπικής ευθύνης» στον Γέροντα.

Βεβαίως, δεν παραβλέπουμε διάφορα λάθη τα οποία γίνονται στον τομέα αυτό, είτε από Πνευματικούς Πατέρες είτε από πνευματικά παιδιά, αλλά δεν είναι δυνατόν από τέτοια λάθη να υπονομεύεται η πορεία του ανθρώπου από την δουλεία στην ελευθερία των τέκνων του Θεού, όπως περιγράφεται στην πορεία του Ισραηλιτικού λαού από την Αίγυπτο στην Γή της Επαγγελίας με την θεοπτική καθοδήγηση του Μωϋσέως.

Επομένως, η λανθασμένη θεωρία περί της «ελευθερίας της βούλησης-θέλησης» και της «ελευθερίας του προσώπου» και περί συνδέσεως της θέλησης με το πρόσωπο, έχει σημαντικές προεκτάσεις στον εκκλησιαστικό χώρο.

Μέ τέτοιες θεωρίες υπονομεύεται η ζωή της Εκκλησίας και οι προϋποθέσεις του αγιασμού, και ουσιαστικά παρερμηνεύεται ο ίδιος ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, που κάνει λόγο για πρακτική φιλοσοφία, φυσική θεωρία και μυστική θεολογία, αλλά και όλοι οι άγιοι Πατέρες που ομιλούν για κάθαρση, φωτισμό και θέωση.

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ελεύθερη βούληση του προσώπου από θεολογικής πλευράς, διότι η θέληση-βούληση είναι χαρακτηριστικό της φύσης και όχι του προσώπου, ενώ η επιλογή από τον άνθρωπο γίνεται με την προαίρεση, η οποία συνιστά μεν ατέλεια της φύσης, αλλά οι άγιοι αποκτούν εν Χριστώ και την ατρεψία της προαίρεσης.

Τα περί οντολογίας και ελευθερίας του προσώπου για να αποφευχθή δήθεν η αναγκαιότητα της φύσης είναι δυτικός περσοναλισμός, μια «ψευδομόρφωση» στην σύγχρονη θεολογία, είναι η πεμπτουσία της λεγόμενης «μεταπατερικής θεολογίας».