Monday, September 8, 2014

Η ΑΡΤΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΔΕΝ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ ΤΩΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ


Η ΑΡΤΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΔΕΝ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ ΤΩΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

(Σχολιασμός της περιβόητης συνέντευξης του Νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη)*

Του θεολόγου κ. Β. Χαραλάμπους
=====

Στο μακροσκελές κείμενό του ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, που τιτλοφορείται με τον μονολεκτικό τίτλο «Τα κορίτσια» (Από το βιβλίο του “Ανοιχτά χαρτιά’’), διερωτάται «Αλλά τότε γιατί γράφουμε; Γιατί κάνουμε ποίηση; Ρωτάω με τον ίδιο τον τρόπο που θα ρωτούσα: γιατί κάνουμε έρωτα; Στα μάγουλα ενός κοριτσιού, όπως και στους στίχους ενός ποιήματος, από τον αποστολέα  έως τον αποδέκτη δεν μεσολαβεί τίποτε». Τα λόγια αυτά του Νομπελίστα ποιητή προξενούν λύπη, όχι μόνο για γεγονός ότι τίποτα δεν έχουν να δώσουν, αλλά νοήματα αλλόκοτα σηματοδοτούν. 

Σε συνέντευξή επίσης του Νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, από σχετικό αφιέρωμα στην Εφημερίδα “Τα Νέα’’ 14/5/2011 και σε ερώτηση του δημοσιογράφου «που οφείλεται η οργή, που διαπνέει τα τελευταία πεζά του» ο ποιητής απάντησε «Στο πνευματικό κλίμα της εποχής μας με ενοχλεί η απομάκρυνση από τις αισθήσεις. Δυστυχώς η σύγχρονη ποίηση υποδουλώθηκε σε κομπλεξικές καταστάσεις και επηρεάστηκε από τις ενοχές, που μας φόρτωσαν τα δόγματα (χριστιανισμοί, ιδεαλισμοί…). Το έργο μου για να πραγματοποιηθεί, απαιτούσε μια ζωή ερωτικά ελεύθερη. 

Ημουν πάντοτε “δοσμένος εις τες ηδονές που λέει και Καβάφης". Ολη μου τη ζωή είχα σχέσεις με νέα κορίτσια. Σ’ αυτά πέραν των σεξουαλικών, που με τραβούσαν, βρήκα μεγάλη κατανόηση. Οφείλω σε τέτοιες σχέσεις πάρα πολλά έργα μου. Καλός ο γάμος, αλλά για τους άλλους· όχι για μένα! Ακολούθησα την ιδιωτική μου οδό, ζώντας χωρίς φραγμούς. Αυθεντικά! Ομως δεν το καταλαμβαίνουν αυτό σήμερα. Δεν καταλαμβαίνουν την αγιότητα των αισθήσεων!» (Από σχετικό αφιέρωμα στην Εφημερίδα “Τα Νέα’’ 14/5/2011). Ας ενθυμηθούμε τα λόγια του Αμερικανού ποιητή Ezra Pound (1885-1972) «Η μεγάλη λογοτεχνία είναι απλά γλώσσα φορτισμένη με νόημα στον ύψιστο βαθμό».

Σε μακροσκελές επίσης κείμενό του ο Οδυσσέας Ελύτης, που τιτλοφορείται με τον μονολεκτικό τίτλο «Τα κορίτσια» (Από το βιβλίο του “Ανοιχτά χαρτιά”), αναφέρει «Ο άνθρωπος για την Ποίηση (το κεφαλαίο έχει τεθεί από τον συγγραφέα) δεν είναι ο εθνικός ή ο χριστιανός, ο αιρετικός ή ο ορθόδοξος, ο κομμουνιστής ή ο φασίστας – για να απαριθμήσω ελάχιστους από αυτούς που αλληλοφαγωθήκανε (δίκαια ή άδικα δεν έχει σημασία) δήθεν από την Ανάγκη (το κεφαλαίο έχει τεθεί από τον συγγραφέα)…  ». Ο ποιητής με τα λόγια του τούτα υποδεικνύει σαφώς  τη «φαινομενική αντικειμενική αυθάδεια» του.

Η αρτιότητα της ποιητικής μορφής, δεν εξαρτάται από το κάλλος των χρησιμοποιουμένων λέξεων, το οποίο προσδίδει μια επιπόλαια και επιφανειακή «ωραιότητα». Είναι επικίνδυνο μια λογοτεχνική φυσιογνωμία να κρίνεται με βάση τις βραβεύσεις, γιατί με αυτό τον τρόπο δολωματοποιούνται και τα έργα του, που διακρίνονται για την «ποιητική αυθάδειά» τους. Και επειδή τα “γραπτά μένουν” (scripta manent), οι αδιάκριτες διαδοχικές εκδόσεις όλων όσων έγραψε, καθίστανται επικίνδυνες, εκεί όπου το αλλότριο ήθος ενυπάρχει στον ποιητικό του λόγο. Το λογοτεχνικό κάλλος μαζί με το φιλόκαλο ήθος, συγκαθορίζουν το κάλλος του ποιητικού κειμένου. Είναι απαραίτητη λοιπόν προυπόθεση στην αρχιτεκτόνηση ενός ποιήματος, να ενυπάρχει το ήθος. Η λεκτική ευρηματικότητα, όταν ως καθοριστικό υφολογικό μέσο, ουδόλως καταργεί τις αισθητικές ασχήμιες, ενός λογοτεχνικού κείμενου, καταντά «λεκτική αυθάδεια.»

Σίγουρα ο λόγος του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Thornton Wilder (1897-1975) «Η λογοτεχνία είναι ενορχηστρωμένη λογοκλοπή», δεν ισχύει, όπως και του Νομπελίστα ποιητή Τ. Σ. Ελιοτ (1888-19655) «Οι ανώριμοι ποιητές μιμούνται. Οι ώριμοι ποιητές κλέβουν», όμως να αποκλείσομε ότι τούτο αρκετές φορές συμβαίνει σε αρκετούς ποιητές, δεν θα είμαστε ακριβείς. Ούτε από τη συνθετική μορφολογία της γλώσσας, ούτε από την γλωσσική ποικιλία, μπορεί κάποιος να αξιολογήσει ένα λογοτεχνικό κείμενο. Ολα τούτα χωρίς την ποιότητα του περιεχομένου, καθιστούν τον ποιητικό λόγο, μια κατάφορτη νοηματική δυσαρμονία, η οποία αναιρεί το κάλλος του λεξιλογικού πλούτου.

Ο Νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, ταύτισε την ποίηση με την ανθρώπινη ανάσα. Θα ήταν ακριβής όμως εάν ταύτιζε την ποίηση, με την φιλόκαλη έγνοια, που καθορίζει το μεγαλείο του ποιητικού λόγου. 

Ο Προηγούμενος της Μονής Ιβήρων Αρχιμανδρίτης Βασίλειος (Γοντικάκης), σε ομιλία του σε φοιτητές στη Γαλλική πόλη Ντιζόν (Dijion), με θέμα «Η υπέρβαση του θανάτου στη μοναχική ζωή», ανέφερε το εξής «Οταν γράφεις για να γράφεις φτιάχνεις τον τάφο σου. Οταν κτίζεις για να κτίζεις πλέκεις τα σάβανά σου. Οταν ζεις, αναπνέεις ζητώντας το έλεος του Θεού, γύρω σου υφαίνεται καταστολή αφθαρσίας. Το αν γράφεις ή αν κτίζεις, είναι πολύ δευτερεύον». Ο σχολιασμός πιστεύω είναι περιττός, γιατί ξεκάθαρα σημαίνεται το δευτερεύον του αυτοσκοπού του «γραψίματος». Οσον αφορά το «μεγαλειώδες» ενός Νόμπελ, ας αφήσομε τον  Νομπελίστα Τ. Σ. Έλιοτ (1888-19655) να επεξηγήσει ότι «Το βραβείο Νόμπελ είναι για κάποιον το εισιτήριο για την κηδεία του».

Σκοπός του κειμένου φυσικά δεν ήταν για να μειωθεί το αναμφισβήτητο ποιητικό ταλέντο του Νομπελίστα ποιητή, αλλά να καταδειχθεί η «αλλόκοτη έμπνευσή» του, από την οποία αφορμούνται αρκετά έργα του.

Θεωρώ σκόπιμο αντί άλλου επιλογικά να αναφέρω το στίχο του ποιητή Γ. Βερίτη, «κι ήταν φώτα, χίλια φώτα, μα δεν ήτανε το Φως».

*(Από σχετικό αφιέρωμα στην Εφημερίδα “Τα Νέα” 14/5/2011)

No comments:

Post a Comment