Friday, February 26, 2010

ΜΝΗΜΗ ΑΡΧΙΕΡΕΩΣ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ


ΙΕΡΗ ΜΝΗΜΗ

ΑΡΧΙΕΡΕΩΣ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ


Του Παναγιώτη Τελεβάντου

===========


Κλείνει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που μετέστη στα σκηνώματα της Άνω Ιερουσαλήμ ο Μητροπολίτης πρώην Πάφου Κυρός Γεννάδιος.


Αναλογίζομαι τις ευλογημένες στιγμές που έζησα κοντά στον μαρτυρικό Ιεράρχη και ευχαριστώ τον Άγιο Θεό που με αξίωσε να τον γνωρίσω τα τελευταία δώδεκα χρόνια της αγιασμένης ζωής του.


Σκέπτομαι την εν επιγνώσει σιωπή και προσευχή του, που ποτέ δεν διέκοπτε η αργολογία, η μνησικακία και η κατάκριση. Φέρνω στο νου μου την έσχατη ταπείνωση που διαπότιζε και το τελευταίο κύτταρο της αγιασμένης του ύπαρξης, που τον έκανε άτρωτο και στις πιο άγριες έξωθεν και έσωθεν επιθέσεις. την αδιάλειπτη ηρεμία του, το πράο και αόργητο ύφος του, το ιλαρό και γαλήνιό του πρόσωπο, μέσα στο οποίο καθρεφτιζόταν η μορφή ενός σεβάσμιου λειτουργού του Θεού του Υψίστου, αλλά και η καρδιά ενός μικρού αθώου και απονήρευτου παιδιού. Ενός από αυτά που ο Κύριος υποσχέθηκε τη Βασιλεία Του.


Κοντά του ηρεμούσες, γαλήνευες, αναπαυόσουν. Έχανες κάθε εριστική διάθεση, ακόμα και όταν έβλεπες τα πράγματα από μια ολότελα διαφορετική σκοπιά απ' ό,τι τα έβλεπε ο ίδιος. Η ταπείνωσή του σε αφόπλιζε κι όταν τολμούσες να τον κτυπήσεις, διαπίστωνες πως ήταν άτρωτος γιά τα βέλη σου: «Ο υποκάτω πάντων πού πεσείται;»


Ήταν ασκητής επίσκοπος. Προσευχόμενος άνθρωπος. Διάβαζε καθημερινά όλες τις ακολουθίες της Εκκλησίας. Στα ενδιάμεσα μελετούσε την Αγία Γραφή, που γνώριζε ως τα βαθιά γεράματά του σχεδόν από στήθους, και άλλα πνευματικά βιβλία και συχνά αδολεσχούσε με την «ευχή του Ιησού» με το μεγάλο κομποσχοίνι του.


Ζούσε με ασκητική εγκράτεια. Ολιγαρκής, λιτοδίαιτος, ελεήμων - ποτέ δεν απέκτησε πορτοφόλι. Την ελεημοσύνη του την έκανε πάντοτε μέσω τρίτων προσώπων, για να είναι αφανής και αθόρυβη.


«Περιουσίαν δεν έχω ούτε κτηματικήν ούτε χρηματικήν, διότι πιστεύω ότι διά τον αφιερωμένον εις την διακονίαν του Θεού είναι απαραίτητος η απόλυτος εμπιστοσύνη εις την Θείαν Πρόνοιαν», έγραψε στην ιδιόχειρη διαθήκη του. Κι ακόμη: «Εις όλους τους συγγενείς μου δίδω τας ευχάς μου με την παράκλησιν να μείνουν πιστοί εις τον Θεόν.Αυτά είναι τα «χρήματα» που τους αφήνω, διότι γνωρίζουν ότι δεν έχω τοιαύτα».


Η αφάνεια ήταν ο πιο πιστός σύντροφος της ζωής του. Αποστρεφόταν την προβολή, την επίδειξη και τη δημοσιότητα σαν τις πιο σιχαμερές αμαρτίες. Όπως έζησε στην αφάνεια, έτσι ακριβώς θέλησε και να πεθάνει. Γι' αυτό άφησε ρητή εντολή στην ιδιόχειρη διαθήκη του: «Όταν κοιμηθώ εν Κυρίω, η επιθυμία μου είναι όπως η κηδεία μου τελεσθή άνευ πομπής και επιταφίων λόγων. Να ταφή δε το σκήνωμά μου, εάν τούτο είναι δυνατόν, εις την Ιεράν Μονήν Τροοδιτίσσης. Επάνω εις το μνήμα μου να τεθή μαρμαρίνη πλαξ με την επιγραφήν «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών».


Είχε αδιάλειπτη μνήμη θανάτου και διαρκή αίσθηση της παρουσίας του Θεού και προς το τέλος της ζωής του επίγνωση του επερχόμενου τέλους του, το οποίο προέλεγε και για το οποίο προετοιμάστηκε κατάλληλα. «Οδεύω προς τον Ουρανόν», είχε πει λίγες μέρες πριν από την κοίμησή του σε συγγενικά του πρόσωπα.


Ήταν άνθρωπος του μέτρου. Η αγιότητά του, επειδή ήταν αληθινή και γνήσια, δεν ήταν προκλητική. Υποβάλλετο, σε κατένυσσε και σε παραδειγμάτιζε. Δεν επιβαλλόταν βίαια ή μαγικά.


Πρόσεχε τον εαυτό του από την αμαρτία και στην τελευταία λεπτομέρεια της ζωής του. Όταν φούντωναν γύρω του τα πάθη και οι έντονες εριστικές συζητήσεις, στεκόταν τελείως αμέτοχος και σηκωνόταν να φύγει.


Όταν κάποτε τον ρώτησα αν ασχολήθηκε πιο πολύ με το κήρυγμα ή την εξομολόγηση, μου απάντησε: «Με το κήρυγμα, γιατί ήμουν νεαρός και άγαμος και φοβόμουν από τους πειρασμούς. Γι' αυτό και αφιερώθηκα πιο πολύ στο κήρυγμα και για χρόνια γύριζα ως Αρχιμανδρίτης - ιεροκήρυκας τα χωριά της Πάφου πάνω σ' ένα γαϊδουράκι, σε μέρη απομακρυσμένα, που δεν μπορούσε να προσεγγίσει αυτοκίνητο».


Στέκομαι σε στάση προσοχής και σε στάση απόλυτου σεβασμού μπροστά σ' έναν ακατηγόρητο άνθρωπο και μιαν αγιασμένη και γρηγορούσα ψυχή που φυλαγόταν από τους κινδύνους της αμαρτίας ακόμα και στο κελί της εξομολόγησης!


Σκύβω και γονατίζω και φιλώ το ευλογημένο χώμα που δέχθηκε για να χωνέψει έναν άγιο αρχιερέα του Μεγάλου Θεού του Υψίστου, που είχε τη δύναμη να ταπεινώσει τον εαυτό του μέχρι τα έγκατα του Άδη, για να αναστήσει την ευλογία της ειρήνης στην Εκκλησία του.


Σκύβω και γονατίζω και φιλώ το ευλογημένο χώμα που αξιώθηκε να γίνει αγκαλιά και να δεχθεί στην έσχατή του εγκατάλειψη ένα κυνηγημένο στρουθίον και μια μεγάλη καρδιά, που έζησε μέσα στον κυκεώνα των παθών ενός εμφύλιου σπαραγμού, ενός σχίσματος, ενός πολέμου και μιάς κατοχής και που άντεξε να μείνει αμέτοχος στα πάθη ενός αγώνα, ενώ υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές του.


Σκύβω και γονατίζω και φιλώ νοερά την αγιασμένη του ύπαρξη και τον παρακαλώ να προσεύχεται για μένα τον αμαρτωλό και ανάξιο, για τη ματωμένη και διχοτομημένη Κύπρο και τη μαρτυρική της Εκκλησία.


Κύριε, δεν ξέρω πού θα βρεθώ, όταν με καλέσεις στην αντίπερα όχθη - έλεος Σε ικετεύω, όχι δικαιοσύνη! - μα όπου κι αν βρεθώ, μια χάρη Σε παρακαλώ ιδιαίτερα. Επίτρεψέ μου να δω τον ταπεινό Σου αρχιερέα Γεννάδιο. Να τον δω και να του φιλήσω τα αποστεωμένα από την εγκράτεια πόδια. Τα πόδια που υπομονετικά και αγόγγυστα βαδίσανε τη στενή και τεθλιμμένη οδό.


Την οδό Σου, Κύριε.

22.3.1987


No comments:

Post a Comment