ΕΥΕΡΓΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΤΙΚΟ ΤΟ ΤΣΟΥΝΑΜΙ
Εὐθύνεται ὁ Θεός γιά τίς φυσικές καταστροφές;
Ζ΄
Του π. Θεόδωρου Ζήση
=====
7. Ἡ συμφέρουσα οἰκονομία τοῦ θανάτου.
Ἀπό τότε πού ὁ ἄνθρωπος ἐνεπλάκη στήν ἁμαρτία, πού παρασύρθηκε ἀπό τόν Διάβολο, τόν ἐφευρέτη τῆς ἁμαρτίας, καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν φιλάνθρωπο Θεό, κατέστησε ἀπαραίτητη καί ἀναγκαστική τήν διαδικασία τοῦ θανάτου. Δέν πλάσθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά πεθάνει, ἀλλά γιά νά εἶναι ἀθάνατος. Καί εἶναι ἀθάνατος, ἀφοῦ οὕτως ἤ ἄλλως τό σῶμα μόνον ἀποθνήσκει· ἡ ψυχή μετά τόν χωρισμό της ἀπό τό σῶμα, μετά τήν λύση τῆς θαυμαστῆς συμφυΐας ψυχῆς καί σώματος, ἐξακολουθεῖ νά ζεῖ καί νά ὑπάρχει. Ὁ Θεός, πού δέν δημιούργησε τόν θάνατο -«Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησε, οὐδέ τέρπεται ἐπί ἀπωλείᾳ ζώντων»27-, ἐπέτρεψε τήν ἐμφάνιση καί τήν ἐκδήλωση τοῦ θανάτου πρός τό συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ θέση τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅπως τήν ἐκφράζει ἐπιγραμματικά ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Xρυσόστομος, διακηρύσσει ὅτι «ὁ θάνατος συμφερόντως ᾠκονομήθη»28, ὅτι συμφέρει, εἶναι εὐεργετικός ὁ θάνατος. Αὐτό βέβαια ἀκούγεται ὡς παραλογισμός, ὡς μωρία γιά ὅσους εἶναι προσκολλημένοι στά παρόντα καί πιστεύουν ὅτι δέν ὑπάρχει μετά θάνατον ζωή καί ἀνταπόδοση, ἑπομένως συμφέρον εἶναι νά ἀπολαύσουμε τήν παροῦσα ζωή ὅσο περισσότερο μποροῦμε, γιατί μετά τόν θάνατο δέν ὑπάρχει τίποτε· «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν»29. Ἄν πράγματι τά πράγματα ἦσαν ἔτσι, ὁ θάνατος θά ἦταν ὄντως τραγικός καί ἄδικος, ἀληθινή τραγωδία, σκότος καί μαυρίλα, καί οἱ Xριστιανοί θά ἤμασταν οἱ ἐλεεινότεροι, οἱ ἀνοητότεροι τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ ἐλπίζοντες ἀνοήτως στήν ἀπόλαυση τῆς μέλλουσας ζωῆς, χάνουμε τίς ἀπολαύσεις τῆς παρούσης.
Κερδισμένοι ὅμως τελικά εἴμαστε οἱ πιστοί, γιατί στηριζόμενοι στά ὅσα ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἀπεκάλυψε καί ἔπραξε, ἀληθινά καί ἀδιάψευστα, δέν περιορίζουμε τίς βλέψεις καί τίς προοπτικές μας στά στενά ὅρια τῆς ἐπίγειας ζωῆς καί ὕπαρξης. Δίνουμε μικρή σημασία στά ἀγαθά τῆς παρούσης ζωῆς, πλοῦτο, ἀξιώματα, δόξα, ἀπολαύσεις, πού ἔχουν ὅλα ἡμερομηνία λήξεως, καί, ὅπως λέγει ὁ M. Bασίλειος στήν ἔξοχη πραγματεία του «Πρός τούς νέους», ἐμεῖς «πρός ἑτέρου βίου παρασκευήν ἅπαντα πράττομεν»30.
Γνωρίζουμε ὅτι ἐδῶ εἴμαστε πάροικοι καί παρεπίδημοι, περαστικοί καί προσωρινοί, ὅτι «τό πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει»31 καί ὅτι, ὅταν μέ τόν θάνατο «ἡ ἐπίγειος ἡμῶν οἰκία τοῦ σκήνους καταλυθῇ, οἰκοδομήν ἐκ Θεοῦ ἔχομεν, οἰκίαν ἀχειροποίητον αἰώνιον ἐν τοῖς οὐρανοῖς»32.
Δέν φοβόμαστε τόν θάνατο, καί πέραν τῆς δικαιολογημένης λύπης γιά τόν ἀποχωρισμό, τόν προσωρινό, συγγενῶν καί φίλων, τῆς μετρίας λύπης, δέν δίνουμε στόν θάνατο τραγικές διαστάσεις, δέν λυπούμαστε «καθάπερ οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα»33. Ἐκτιμώντας ὅτι τά ὑλικά, τά ἐπίγεια ἀγαθά εἶναι «σκύβαλα», σκουπίδια μπροστά στό μαργαριτάρι τῆς αἰωνιότητος, πιστεύουμε ὅτι ἐμεῖς εúμαστε ὄχι ψιλικατζῆδες, ἀλλά μεγαλέμποροι, γι᾽ αὐτό κουραζόμαστε καί προσπαθοῦμε νά ἀποκτήσουμε τόν μαργαρίτη τῆς αἰώνιας ζωῆς καί μακαριότητος. O θάνατος ἄλλωστε νικήθηκε μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Xριστοῦ, τήν ὁποία θά ἀκολουθήσει καί ἡ δική μας σωματική ἀνάσταση. Θά μποροῦσε ὁ Xριστός, ὡς Θεός, νά ἀποφύγει τόν θάνατο, ἐνωρίτερα δέ κατά τήν ἐπίγεια ζωή του νά περάσει μέσα στήν τρυφή, στήν ἄνεση καί στήν πολυτέλεια, στούς παραδείσους τῆς Ἀσίας. Δέν τό ἔπραξε, γιά νά μᾶς δείξει ὅτι εἶναι στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν αἰωνιότητα μέ κορύφωση τῆς πορείας τόν θάνατο, ὁ ὁποῖος εἶναι τελικῶς πάσχα, διάβαση καί μετάβαση· «ἐκ γάρ θανάτου πρός ζωήν καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν Xριστός ὁ Θεός ἡμᾶς διεβίβασεν, ἐπινίκιον ἄδοντας»34.
Αὐτό πού προσπαθοῦμε νά ἀποφύγουμε στήν παροῦσα ζωή δέν εἶναι ὁ σωματικός θάνατος, πού εἶναι ὁριστικά ἀναπόφευκτος, ὅσο καί ἄν ἡ ἀνθρώπινη ἐπιστήμη προσπαθεῖ νά ἐπιβραδύνει τήν ἔλευσή του, ἀλλά ὁ πνευματικός θάνατος, ὁ θάνατος ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὁ σωματικός εἶναι προσωρινός, ὁ πνευματικός εἶναι αἰώνιος, γιατί μᾶς χωρίζει αἰώνια ἀπό τόν Θεό.
Καί εἶναι ὁριστικά ἀναπόφευκτος ὁ σωματικός θάνατος, καί δέν ωφελεῖ πνευματικά κάθε προσπάθεια νά τόν ἀποφύγουμε, γιατί ὁ Θεός ἐν τῇ σοφίᾳ του τόν μετέτρεψε σέ εὐεργεσία καί εὐλογία, βοηθάει στό νά ἀποφύγουμε τόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο, τόν αἰώνιο ἀποχωρισμό μας ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τά ἄρρητα καί αἰώνια ἀγαθά «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὗς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασε ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»35. Σύμφωνα λοιπόν μέ τήν διδασκαλία τῶν θεοσόφων Ἁγίων Πατέρων «ὁ θάνατος συμφερόντως ᾠκονομήθη» γιά δύο βασικώτατους καί λογικώτατους λόγους, τούς ὁποίους καί ἡ πιό τετράγωνη λογική καί θετική σκέψη δέν μπορεῖ νά ἀπορρίψει. Ἄν, ἐν πρώτοις, δέν ἐπισυνέβαινε ὁ θάνατος, καί ὁ ἄνθρωπος διέθετε ἀθάνατο σῶμα, τότε θά ἁμάρτανε καί ἀθάνατα, αἰώνια, μέ τό ἀθάνατο σῶμα του· «ἀθάνατα ἄν διετέλεσεν ἁμαρτάνων τοῦ λοιποῦ». Ἡ ἁμαρτία δέν θά συνετελεῖτο πρόσκαιρα, ἀλλά αἰώνια σέ ἀθάνατο σῶμα. Γιά νά μήν ἁμαρτάνει λοιπόν ἀθάνατα, γίνεται θνητός, γιά νά μή διαμείνει στόν αἰώνα μέσα στήν ἁμαρτία, «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται»36.
Ἔρχεται λοιπόν ὁ θάνατος καί διακόπτει τήν ἐπιτέλεση τῆς ἁμαρτίας. Καί αὐτό ἰσχύει ὄχι μόνον γιά τήν πρώτη εἰσαγωγή τοῦ θανάτου στό ζεῦγος τῶν πρωτοπλάστων, ἀλλά καί τώρα καί πάντοτε σέ κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά. Σέ ὁποιαδήποτε ἡλικία ἐπισυμβεῖ ὁ θάνατος, κατά τήν ἀνεξιχνίαστη βουλή τοῦ Θεοῦ, πού καθορίζει τά ὅρια τῆς ζωῆς κάθε ἀνθρώπου, αὐτό γίνεται πρός τό συμφέρον του, διότι σέ κάθε περίπτωση φεύγει μέ λιγότερες ἁμαρτίες, ἀπό ὅσες θά εἶχε, ἄν παρατεινόταν ἡ ζωή του. Ἀπό τῆς πλευρᾶς αὐτῆς οὔτε ὁ θάνατος τῶν παιδιῶν, πού προκάλεσε τό τσουνάμι τοῦ Ἰνδικοῦ ὠκεανοῦ εἶναι ἄδικος καί τραγικός· τά ἐγλύτωσε ἀπό τήν διαφθορά καί τήν ἐκμετάλλευση τοῦ σεξοτουρισμοῦ, ἀπό τήν συνέχιση μιᾶς ἄθλιας, ἀναξιοπρεποῦς καί ἐξευτελιστικῆς ζωῆς, ἀπό τά δίχτυα τοῦ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας, καί τά ἔστειλε κοντά στό Θεό.
Παρόμοιες ἀπόψεις γιά ἄδικο θάνατο τῶν 14.000 νηπίων πού κατέσφαξε ὁ Ἡρώδης, ἐλπίζοντας ὅτι ἀνάμεσά τους θά εἶναι καί ὁ νεογέννητος Xριστός, διετύπωναν πολλοί. Εἶναι συντριπτική ἡ ἀπάντηση τοῦ Xρυσοστόμου: «Πολλοί πολλά φλυαροῦσιν ὑπέρ τῶν παίδων τούτων, ἀδικίαν ἐγκαλοῦντες τοῖς γεγενημένοις... Ἀλλ᾽ οὐχ ὁ Xριστός τῆς σφαγῆς αὐτῆς αἴτιος γέγονεν, ἀλλ᾽ ἡ ὠμότης τοῦ βασιλέως... Ἀλλ᾽ εἰ ἐκεῖνος ἀδίκως ἔπραττε, τίνος ἕνεκεν ὁ Θεός συνεχώρησεν; Ὅπερ ἄν πάθωμεν ἀδίκως παρ᾽ ὁτουοῦν ἤ εἰς ἁμαρτημάτων διάλυσιν ὁ Θεός ἡμῖν λογίζεται τήν ἀδικίαν ἐκείνην ἤ εἰς μισθῶν ἀντίδοσιν... Tί τοίνυν ἐβλάβη τά παιδία ἀναιρεθέντα ἐπί ὑποθέσει τοιαύτῃ καί πρός τόν ἀκύμαντον ταχέως ἀπενεχθέντα λιμένα;»37.
Στήν ἴδια γραμμή καί τό ἑρμηνευτικό σχόλιο τοῦ Zιγαβηνοῦ, μετά ἀπό πολλούς αἰῶνες: «Ἐπεί τοίνυν οἱ παῖδες οὗτοι διά λύσιν οἰκείων ἁμαρτημάτων οὐκ ἀνῃρέθησαν, πρόδηλον ὅτι δι᾽ ἀφορμήν στεφάνων πεπόνθασι καί οὐκ ἠδικήθησαν»38. Κανένας λοιπόν δέν ἀδικήθηκε ἀπό τό τσουνάμι, πού εἶναι τελικά εὐεργετικό καί καθαρτικό, ἰδιαίτερα τά παιδιά πού δέν εἶχαν τίς ἁμαρτίες τῶν μεγάλων. Ἀμέσως μετά τό πολυκύμαντο καί ἰσχυρό τσουνάμι μεταφέρθηκαν στόν ἀκύμαντο λιμένα τοῦ οὐρανοῦ.
Ὁ δεύτερος βασικός ἐπίσης λόγος πού δικαιολογεῖ τήν εὐεργετική λειτουργία τοῦ θανάτου ἔγκειται εἰς τό ὅτι λειτουργεῖ ὡς ἀντίδοτο τοῦ ἐγωϊσμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἑωσφορικός ἐγωϊσμός πού θέλει τά κτιστά ὄντα νά ὑψώνονται πάνω ἀπό τή φύση τους καί νά ἐπιχειροῦν νά γίνουν θεοί, ἡ προμηθεϊκή ὕβρις τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καί ὁ πύργος τῆς Βαβέλ τῆς Βίβλου, ἀποτελοῦν μόνιμο πειρασμό γιά ὅσους ὑψώνουν ὑπερφίαλα τούς ἑαυτούς των. Xωρίς τόν θάνατο, δέν θά συνειδητοποιοῦσε ὁ ἄνθρωπος τήν μικρότητα καί τήν ἀδυναμία του. Ἄν τώρα πού ἰσχύει ἀμετάκλητα, ἀξίωσαν ὁρισμένοι νά λατρευθοῦν ὡς θεοί, ἔστησαν αὐταρχικά καί τυραννικά καθεστῶτα καί ἐταλαιπώρησαν καί ἀδίκησαν ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ὡς πλανητάρχες καί κοσμοκράτορες, φανταζόμαστε τί θά γινόταν, ἄν ὁ θάνατος δέν ἐπιβεβαίωνε τήν ἀδυναμία τους καί δέν ἀπήλασσε τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν ἑωσφορική τους ἔπαρση. Ὁ θάνατος συντρίβει τούς ἰσχυρούς ὡς σκεύη κεραμέως καί ἀποδεικνύει ὡς μόνον πλανητάρχη καί κοσμοκράτορα τόν παντοδύναμο Κύριο.
Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καί ἡ ἀκολουθοῦσα αὐτογνωσία εἶναι γιά ὅλους μέγιστο μάθημα φιλοσοφίας. Ἡ καταστροφή τῆς Ἀσίας μέ τίς χιλιάδες τῶν θανάτων ἐπιβεβαίωσε γιά ἄλλη μία φορά τήν μικρότητα τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἀδυναμία τῶν ὑπερφίαλων ἐπιστημόνων καί τεχνολόγων.
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment