Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ Η ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Β΄
Του Γραφείου επί των αιρέσεων της Ι. Μ. Πειραιώς
=====
Εισαγωγικά.
Παντού σ’ όλο το κείμενο, απ’ την αρχή ως το τέλος κυριαρχεί η γνωστή ξύλινη γλώσσα, που συναντούμε σε παρόμοια κείμενα με τα γνωστά επιχειρήματα, στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Ο Θ.Α.Κ. επισημαίνει κατ’ αρχήν το γεγονός ότι ο χριστιανικός κόσμος «μετά από μια δεύτερη χιλιετία διχασμού, αμοιβαίας αποξένωσης και αλλοτρίωσης στον τελευταίο κυρίως αιώνα της δεύτερης χιλιετίας αισθάνθηκε την ανάγκη του διαλόγου και της προσέγγισης» και ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες με τις πατριαρχικές Εγκυκλίους των ετών 1902, 1904, και 1920, προσπάθησαν να «υπερβούν την οδύνη και το σκάνδαλο της διαίρεσης και του διχασμού» του χριστιανικού κόσμου και «να εργαστούν δια της προσευχής και του διαλόγου και για την ενότητα». Παρουσιάζει επίσης τους συγχρόνους διαλόγους ως συνέχεια των διαλόγων των αγίων Πατέρων, (αγίων Μαξίμου του Ομολογητού, Μεγάλου Αθανασίου, Ιερού Χρυσοστόμου, Μεγάλου Βασιλείου), με τους αιρετικούς της εποχής των. Αγνοεί όμως, η αποσιωπά το γεγονός ότι: α) Η Ορθοδοξία, ουδέποτε στην περίοδο μετά το σχίσμα, αρνήθηκε τον διάλογο με τους ετεροδόξους. Όπως επισημαίνει ο ομότεχνός του π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Η Ορθοδοξία, πιστή στην ταυτότητά της και στην αδιάκοπη ποιμαντική της πράξη απέναντι στους εξερχομένους από τους κόλπους της αιρετικούς και σχισματικούς, αμέσως μετά το σχίσμα του 1054 και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα διεξήγαγε σειρά θεολογικών διαλόγων μαζί τους, μεριμνώντας για την επιστροφή τους στην εν Χριστώ Αλήθεια. ….Άλλωστε, ο διάλογος ανήκει στην ουσία του Χριστιανισμού, έχει δε εισαχθεί και εξαγιασθεί από τον ίδιο τον Δημιουργό στον ανθρώπινο βίο. ‘Δεύτε διαλεχθώμεν’ λέγει ο Θεός (Ησ. 1,18) στο πλάσμα του».
β) Οι σύγχρονοι Διάλογοι (παρά τις κατ’ αρχήν καλές προθέσεις αυτών που τους προώθησαν), έχουν δυστυχώς σήμερα χρεοκοπήσει. Φθάσαμε στο ελεεινό κατάντημα να διατυπώνουν οι ημέτεροι αντιπρόσωποι σε κείμενα κοινής αποδοχής με τους ετεροδόξους κακόδοξες θέσεις, ξένες προς την πίστη και Παράδοση της Εκκλησίας μας, (βλέπε κείμενα του Balamand, της Ραβένας, του Πόρτο Αλέγκρε, του Πουσάν κ.α.).
γ) Οι διάλογοι των αγίων είχαν ομολογιακό χαρακτήρα, γινόταν σε μια έντονη πολεμική ατμόσφαιρα αντιπαραθέσεως, που έφθανε μέχρι θανάτου, και είχε σαν αποτέλεσμα να υφίστανται ποικίλες διώξεις καθαιρέσεις και εξορίες. Αντίθετα στους σημερινούς διαλόγους εκείνο που ενδιαφέρει είναι η κατ’ άνθρωπον και κατά κόσμον ευγένεια, το να μην θίξουμε δήθεν τον άλλον, ο κοσμοπολιτισμός και η ψευτοευγένεια των γαλονιών και όχι το ανδρείο φρόνημα και η παληκαριά των αγίων.
δ) Οι διάλογοι των αγίων δεν ήταν ατέρμονες, όπως γίνεται σήμερα. Οι άγιοι Πατέρες ήξεραν να διαλέγονται, αλλά ήξεραν και να σταματούν τον διάλογο, όταν έβλεπαν πεισματική επιμονή στην πλάνη, ακολουθούντες την αποστολική προτροπή: «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τιτ.3,10). Επομένως οι σύγχρονοι Διάλογοι κατάντησαν σήμερα να μην έχουν καμιά σχέση με τους Διαλόγους των αγίων Πατέρων.
Παρά κάτω ισχυρίζεται ότι «όταν διαλέγεσαι με αυτούς που κάποιοι καλούν αιρετικούς, κάποιοι άλλοι τους καλούν ετεροδόξους, ουσιαστικά βάζεις ανάχωμα σε οποιαδήποτε προσηλυτιστική διάθεση, διαφορετικά ο διάλογος γίνεται ακόμα πιο δύσκολος, αν όχι αδύνατος. Καλείσαι και μπορείς να αντιμετωπίσεις από κοινού τις προκλήσεις του κόσμου της αθεΐας και η αντιμετώπιση είναι για προφανείς λόγους αποτελεσματικώτερη». Οι σύγχρονοι Διάλογοι που γίνονται εδώ και πολλές δεκαετές πόσο «ανάχωμα» επέφεραν στην προσηλυτιστική δράση του Παπισμού μέσω της Ουνίας, η των προτεσταντών στις Ορθόδοξες χώρες; Κανένα απολύτως. Η Ουνία συνεχίζει να δρα ανενόχλητη με επίσημη μάλιστα αναγνώριση και αθώωση από τους Ορθοδόξους στο Balamand. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, την ίδια ημέρα της επισκέψεως του «Πάπα» Φραγκίσκου στη Λέσβο, στη Ρώμη «εχειροτονείτο» ο Ουνίτης Ισπανός ψευδεπίσκοπος των Αθηνών. O άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς χαρακτηρίζει σε κάποιο λόγο του τους αιρετικούς, (και ως τέτοιους βέβαια θεωρεί και τους παπικούς), ως αθέους, όχι λιγότερο αθέους, από τους σημερινούς νεοπαγανιστές. Η αίρεση είναι κατά τον άγιο ένα δεύτερο είδος αθεΐας. Πως λοιπόν μπορεί σήμερα η Ορθοδοξία να αντιμετωπίσει «από κοινού, [με τους αθέους, παπικούς], τις προκλήσεις του κόσμου της αθεΐας»; Αυτό είναι αδύνατο διότι ο δαίμονας της αθεΐας δεν καταπολεμείται και δεν αντιμετωπίζεται με άλλο δαίμονα, τον δαίμονα της αιρέσεως. Τα περί ηχηρών απαντήσεων «στα οξύτατα σύγχρονα προβλήματα, για τη δικαιοσύνη, για την ειρήνη, για το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», δεν αξίζει να τα σχολιάσουμε. Αρκεί να ρίξει κανείς μόνο μια ματιά στη σύγχρονη παγκόσμια κατάσταση και ιδίως στον πόλεμο στη Συρία, για να διαπιστώσει εάν και κατά πόσον οι μέχρι τώρα γενόμενοι πάμπολλοι διάλογοι έφεραν κάποιο αποτέλεσμα στα «στα οξύτατα σύγχρονα προβλήματα για τη δικαιοσύνη κ.λ.π.».
Παρά κάτω αρχίζει να σχολιάζει το επίμαχο κείμενο: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον». Στο σχολιασμό του άρθρου 22 αναφέρει ότι «η γνησιότητα της Ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται…διά της Εκκλησίας αποφαινομένης εν συνόδω, δια της λειτουργίας του συνοδικού συστήματος που αποτελούσε στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας και αποτελεί μέχρι σήμερα τον αρμόδιο κριτή περί των θεμάτων πίστεως». Ωστόσο το άρθρο 22 είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένο, ώστε να προδικάζει το αλάθητο των αποφάσεων της μέλλουσας να συνέλθει Αγίας και Μεγάλης Σύνοδου. Θεωρεί, ότι «η διατήρησις της γνησίας ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον δια του συνοδικού συστήματος, το οποίον ανέκαθεν εν τη Εκκλησία απετέλει τον αρμόδιον και έσχατον κριτήν περί των θεμάτων της πίστεως». Στο άρθρο αυτό παραγνωρίζεται το ιστορικό γεγονός, ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία έσχατο κριτήριο είναι η γρηγορούσα δογματική συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, η οποία στο παρελθόν επικύρωσε, η θεώρησε ληστρικές ακόμη και Οικουμενικές Συνόδους. Το συνοδικό σύστημα από μόνο του δεν διασφαλίζει μηχανιστικά την ορθότητα της ορθοδόξου πίστεως. Αυτό γίνεται μόνο, όταν οι συνοδικοί Επίσκοποι έχουν μέσα τους ενεργοποιημένο το Άγιο Πνεύμα και την Υποστατική Οδό, τον Χριστό, οπότε ως συνοδικοί είναι στην πράξη και «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι».
Παρά κάτω λέγει ότι «η μαρτυρία και ο διάλογος της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το λοιπό χριστιανικό κόσμο δίδεται και οφείλει να δίδεται επί τη βάσει της αποστολικής παραδόσεως και πίστεώς μας». Μπορούμε να πούμε ότι στους μέχρι τώρα γενομένους διαλόγους η Ορθόδοξη Εκκλησία έδωσε την μαρτυρία «της αποστολικής παραδόσεως και πίστεώς μας»; Τι μαρτυρούν τα κείμενα του Balamand κ.λ.π. τα οποία μνημονεύσαμε προηγουμένως;
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment