Tuesday, June 28, 2016

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ “ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ”


ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ “ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ”

Του Πρωτοπρεσβ. Αναστάσιου Γκοτσόπουλου
=====

Εἶναι γνωστό ὃτι ὁ ὅρος “ἐκκλησία” εἶναι πολυσήμαντος: Ὅταν προσεγγίζουμε γεγονότα ἀπό ἱστορικῆς, νομικῆς, κοινωνιολογικῆς κοκ πλευρᾶς γίνεται ἀσφαλῶς καί ἡ ἀνάλογη χρήση τοῦ ὃρου «ἐκκλησία», ὁπότε ἀναφερόμαστε σέ ἁπλή θρησκευτική κοινότητα ἤ θρησκευτική συνάθροιση, ἡ ὁποία πόρρῳ ἀπέχει ἀπό τήν αὐστηρή θεολογική ἔννοια τῆς λέξεως «ἐκκλησία». Ὑπό αὐτή τήν ἔννοια ἔχουμε ἑκατοντάδες ἐκκλησίες, πού καλύπτουν ἕνα μεγάλο τμῆμα τῆς θρησκευτικῆς ἔκφρασης καί ὀργάνωσης σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Σέ αὐτή τήν περίπτωση εἶναι προφανές ὅτι δέν ὑπάρχει κανένα κριτήριο γιά τό χαρακτηρισμό μιᾶς κοινότητος ὡς «ἐκκλησία», ἀλλά προέχει ὁ αὐτοπροσδιορισμός της: ἡ κάθε κοινότητα, ἤ ὁμάδα εἶναι «ἐκκλησία», ἐπειδή ἔτσι θέλει καί αὐτοχαρακτηρίζεται.

Στήν ἀμιγῶς θεολογική γλώσσα, στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, μέ τόν ὃρο «Ἐκκλησία» προσδιορίζεται ἀποκλειστικά καί μόνο τό ἴδιο τό Σῶμα τοῦ Σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. 

Τά κείμενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πρέπει νά εἶναι δογματικά κείμενα πού θά προσδιορίζουν καί θά ἐκφράζουν τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Σέ αὐτοῦ τοῦ ἐπιπέδου τά κείμενα ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» εἶναι αὐστηρά μονοσήμαντος καί προσδιορίζει –  ὅπως ἀναφέρθηκε –  ἀποκλειστικά καί μόνο τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο ἔχει ὡς κεφαλή Του τόν ἴδιο τόν Χριστό. τίποτα λιγότερο, ἀλλά  καί τίποτα περισσότερο! Κάθε τί τό ὁποῖο ἀνήκει σέ αὐτό τό Θεανθρώπινο Σῶμα εἶναι Ἐκκλησία, ὅ,τι δέν ἀνήκει σέ Αὐτό, δέν εἶναι Ἐκκλησία! Ἀπό αὐτή τή βασική καί θεμελιώδη θεολογική ἀρχή, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλ. ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, προέρχονται καί οἱ βασικές ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας: 

Μία, διότι δέ νοεῖται τεμαχισμός ἤ διχασμός στό ἄχραντο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, 
Ἁγία, διότι εἶναι ἡ Πανάμωμος Νύμφη τοῦ Λυτρωτοῦ, τήν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Κύριος παρέστησε «ἑαυτῷ ἔνδοξον … μή ἔχουσαν σπίλον ἤ ρυτίδα ἤ τί τῶν τοιούτων ἀλλ’ ἵνα ᾖ ἁγία καί ἄμωμος» (Ἐφεσ. 5, 27). Μάλιστα ἡ κάθαρση αὐτή ἔγινε μέ τό Ἄχραντο Δεσποτικό Του Αἷμα. 
Καθολική, διότι, ὄντας «ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰώνας», εἶναι ὁ ἀποκλειστικός ἐκφραστής τῆς καθολικῆς Ἀλήθειας καί ἡ προοπτική της ἐκτείνεται σέ ὁλόκληρη τή δημιουργία καί 
Ἀποστολική, διότι εἶναι ὁ ἀποκλειστικός φορέας τῆς Ἀποστολικῆς Διδαχῆς καί τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, τίς ὁποῖες καί διασώζει καί μεταδίδει μέσα στούς αἰῶνες.

Μέ βάση τά ἀνωτέρω:

α) Εἶναι προφανές ὅτι ἀπό θεολογικῆς ἀπόψεως ἡ ὕπαρξη πολλῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητη, ἐκτός ἐάν ἀναφερόμαστε στίς Τοπικές Ἐκκλησίες, τίς κατά τόπους φανερώσεις τῆς Μίας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

β) Δέ νοεῖται στήν Ἐκκλησία τό ὁποιοδήποτε ψεγάδι ἤ λάθος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατέχει καί κηρύττει τήν πληρότητα τῆς Θ. Ἀποκαλύψεως, τήν παραδεδομένη Ἀποστολική Διδαχή, δηλ. τήν Ἀλήθεια. Εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητο τό παραμικρό λάθος σέ θέματα πίστεως. Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀσφαλῶς καί μπορεῖ νά σφάλλουν. ποτέ ὅμως ἡ Ἐκκλησία δέ μπορεῖ νά διατυπώσει ὡς δόγμα πίστεως ὑποχρεωτικό γιά τή σωτηρία, τό ὁποῖο ἀργότερα νά … ἀνακαλέσει ὡς ἐσφαλμένο. Ἡ ὕπαρξη λανθασμένης διδασκαλίας, ἐσφαλμένου δόγματος, ἀκυρώνει τίς βασικές ἰδιότητές Της, ἀκυρώνει τήν ἴδια τήν ὕπαρξή Της: 
παύει ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι Ἁγία – ὡς «ἔχουσα σπίλον ἤ ρυτίδα» ψευδοδιδασκαλίας.  
παύει ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι Καθολική – ὡς μή κατέχουσα τό πλήρωμα τῆς Ἀληθείας.  
παύει ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι Ἀποστολική – διότι πλέον δέν κατέχει καί δέν μεταδίδει τήν ἀνόθευτη Ἀποστολική Διδαχή, ἀλλά ψευδοδιδασκαλίες.
Παύει τελικά νά εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

γ) Ἡ Ἀποστολική Διδαχή, δηλ. ἡ πίστη καί διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἐπιδέχεται ἐκ μέρους τῶν πιστῶν ἀμφισβήτηση ἤ ἄρνηση. Ὅποιος, ἀνεξάρτητα μέ τό βαθμό πού ἔχει,  συνειδητά καί συστηματικά ἀρνεῖται τό ὁποιοδήποτε δόγμα πίστεως τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά παραμένει μέλος Της. Ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζεται ἀλαθήτως στίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἡ Σύνοδος πού θά χαρακτηριστεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὡς «Οἰκουμενική» εἶναι ταυτόχρονα σέ θέματα πίστεως ἀλάθητη. Εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητη γιά ἕνα πιστό ἡ ἄρνηση τῶν δογματικῶν ἀποφάσεων μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἄν συμβεῖ αὐτό, ὁ πιστός αὐτός δέν μπορεῖ νά παραμείνει μέλος τῆς Ἐκκλησίας.

δ) Ἡ ἀπόλυτη ἀναίρεση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ αἵρεση, δηλ. ἡ συνειδητή ἄρνηση τῆς καθολικότητας τῆς Ἀλήθειας. Γι’ αὐτό Ἐκκλησία καί αἵρεση εἶναι δύο ἔννοιες ἀπολύτως ἀσυμβίβαστες: Ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζει τήν καθολικότητα. ἡ αἵρεση εἶναι ἡ ἄρνησή της. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό φῶς. ἡ αἵρεση τό σκοτάδι. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ σωτηρία. ἡ αἵρεση ἡ ἀπώλεια. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ θεοσέβεια. ἡ αἵρεση εἶναι ἀθεΐα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ εὐθεία ὁδός. ἡ αἵρεση ἡ «στρεβλότης». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.  ἡ αἵρεση ὁ ἀντίχριστος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. ἡ αἵρεση ἡ δαιμονική πλάνη.

Οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων χρησιμοποιοῦν γιά τήν αἵρεση πολύ σκληρές ἐκφράσεις γιά νά καταδειχθεῖ τό πόσο φρικτή καί ἀπαίσια κατάσταση εἶναι. Μεταξύ ἄλλων χαρακτηρίζεται ὡς «φαυλότης φέρουσα τόν ὄλεθρον», «ἐλεεινή πλάνη» στήν ὁποία «κατεδέθησαν» οἱ αἱρετικοί, «μεμιασμένη κοινωνία», «ρίζα πικρίας», «μίασμα γέγονε τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ τῶν χριστιανοκατηγόρων αἵρεσις». Ἐπίσης, ἡ αἵρεση «ἐγκαταλείπουσα» ἀμέσως ἤ ἐμμέσως «τόν  Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ» καταντᾶ «κεκρυμμένη εἰδωλολατρία» καί ἀθεΐα καί γι’ αὐτό ὁ ἀκολουθῶν αὐτῇ «τοῦ χριστιανικοῦ καταλόγου, ὡς ἀλλότριος ἐξωθείσθω καί ἐκπιπέπτω».

Εἶναι λοιπόν ἀδύνατον στήν Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νά ἐντάσσονται αἱρέσεις ἤ πλάνες. 

Εἶναι λοιπόν ἀδύνατη ἡ ἀναγνώριση τῆς κακόδοξης «περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας» τῆς Β΄ Βατικανῆς ὡς Ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. 


Ἐλπίζουμε, εὐχόμαστε καί προσευχόμαστε ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος νά ἀναδειχθεῖ ἂξια τοῦ ὀνόματός της καί νά ὀρθοτομήσει τόν λόγον τῆς Χριστοῦ ἀληθείας. Μόνο ἒτσι θά διατρανώσει τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας μας.

No comments:

Post a Comment