Sunday, June 12, 2016

Η ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ


ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ
Β΄

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου 
=====

 1. Ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Συνόδου 

Μέ λύπη παρακολουθῶ µερικές ἀπό τίς ἀπόψεις πού διατυπώνονται ὅτι, δηλαδή, ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι ἡ µοναδική Σύνοδος πού γίνεται κατά τήν διαρρεύσασα δεύτερη χιλιετία τοῦ Χριστιανισµοῦ. Ἄλλοι ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι ἡ πρώτη Μεγάλη Σύνοδος µετά τό «Σχίσµα» πού ἔγινε τό 1054, ἐνῶ ἡ ἀκοινωνησία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Παλαιᾶς Ρώµης ἔγινε τό 1009 µέ τήν εἰσαγωγή τοῦ Filioque, ἄλλοι λένε ὅτι θά συνέλθη ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος µετά ἀπό 1200 ἤ 1300 χρόνια, δηλαδή ἀπό τό ἔτος 787 πού συνῆλθε ἡ Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδος, καί ἄλλοι τολµοῦν νά ποῦν καί µάλιστα ἐπισήµως ὅτι θά εἶναι ἡ Η΄ Οἰκουµενική Σύνοδος! 

Ἡ βάση αὐτῆς τῆς νοοτροπίας εἶναι ὅτι δῆθεν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό τό ἔτος 787 µέχρι σήµερα παραµένει σέ πνευµατική ὕπνωση, σέ ἕνα πνευµατικό ἀλτσχάϊµερ, ὅτι ὅλο αὐτό τό διάστηµα ἦταν µιά «νεκρή», «ὑπνώτουσα», «µουσειακή» Ἐκκλησία. 

Μιά τέτοια ἀντίληψη ὄχι µόνον ἀποτελεῖ ὕβρη στούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πού ἐµφανίσθηκαν καί δίδαξαν κατά τήν διάρκεια τῆς δεύτερης χιλιετίας, ἀλλά εἶναι καί ὑπονόµευση τῆς ἴδιας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι διαρκής Σύνοδος καί εἶναι τό ἀληθινό καί ζωντανό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ. 

Οἱ Οἰκουµενικές Σύνοδοι κατά βάση ἀσχολήθηκαν µέ δογµατικούς ὅρους καί διοικητικούς καί ποιµαντικούς Κανόνες, ὅπως τό βλέπουµε στά Πρακτικά τους. Ἐνῶ ὅταν διαβάσουµε τά κείµενα πού βρίσκονται πρός ἐπεξεργασία καί τελική ἔγκριση ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, δέν µποροῦµε νά διακρίνουµε ποιοί εἶναι οἱ ὅροι καί ποιοί εἶναι οἱ Κανόνες. Ἐάν θεωρηθῆ ὅτι οἱ ἐπί µέρους παράγραφοι τοῦ κειµένου θεωροῦνται ὡς Κανόνες, τότε ἀπαιτεῖται διεξοδική συζήτηση γιά τό ἐάν αὐτοί οἱ «κανόνες» συντονίζονται στήν κανονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἤ ἀνατρέπουν τήν βάση καί τήν καρδιά τοῦ κανονικοῦ δικαίου τῆς Ἐκκλησίας. 

Τό πρόβληµα, ὅµως, εἶναι ὅτι ἐάν θεωρηθῆ, κακῶς κατά τήν γνώµη µου, ὅτι αὐτή ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι συνέχεια τῆς Ζ΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου, τότε κακοποιεῖται σέ µεγάλο βαθµό ἡ ὀρθόδοξη ἀλήθεια. Γιατί στό διάστηµα αὐτό συνῆλθαν Μεγάλες καί Οἰκουµενικές Σύνοδοι καί ἄλλες λαµπρές Σύνοδοι τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, δηλαδή ὅλης τῆς τότε Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἐπελήφθησαν σοβαρῶν θεµάτων καί ἀντιµετώπισαν µεγάλα θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά ζητήµατα. 

∆ιάβασα ὅτι µερικοί γιά νά ὑποστηρίξουν τίς ἀπόψεις πού παρουσιάζονται στά κείµενα πού τίθενται πρός τελική ψήφιση ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, χρησιµοποίησαν ἀπόψεις τοῦ ἀειµνήστου δογµατικοῦ θεολόγου Ἰωάννη Καρµίρη. Καλό θά εἶναι νά µελετήση κανείς τούς δύο τόµους τῶν βιβλίων «Τά δογµατικά καί συµβολικά µνηµεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας», γιά νά δῆ τόν παλµό καί τήν ζωντάνια τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας µέχρι τόν 19ο αἰώνα. Ἐκεῖ θά διαπιστώση ὅτι µέχρι τόν 19ο αἰώνα ὑπάρχει κατά βάση µιά ἑνιαία γλώσσα στά ἐκκλησιαστικά κείµενα καί ὅτι ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα ἄρχισε ἡ διαφοροποίηση. 

Θά ἤθελα νά µνηµονεύσω µερικές σηµαντικές Συνόδους µετά τήν Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδο, οἱ ὁποῖες δυστυχῶς παραθεωροῦνται. 

Ἡ Σύνοδος τῶν ἐτῶν 879-80 ἐπί Μεγάλου Φωτίου εἶναι µιά µεγάλη Οἰκουµενική Σύνοδος, ἡ ὁποία συνεκλήθη ἀπό τόν Αὐτοκράτορα καί ἦταν παρόντες καί οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Ὀρθοδόξου τότε Πάπα καί ὅλοι ἀποδέχθηκαν τίς ἀποφάσεις της. Ἡ Σύνοδος αὐτή συζήτησε γιά τούς δύο τύπους ἐκκλησιολογίας, ἀνατολικῆς καί δυτικῆς, καί κυριάρχησε ἡ ἀνατολική ἐκκλησιολογία, ἐπίσης ἀποφάνθηκε γιά τό πρωτεῖον τοῦ Πάπα καί τήν αἵρεση τοῦ Filioque. 

Οἱ Σύνοδοι τοῦ ἔτους 1341-1368, ἰδιαιτέρως ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1351, συνεκλήθη ἀπό τόν Αὐτοκράτορα µέ τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, ἡ ὁποία ἀπεφάνθη γιά τό ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ πού ἔλαµψε στό Θαβώρ ἦταν ἄκτιστο καί κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Βαρλαάµ καί τοῦ Ἀκινδύνου ὅτι ταυτίζεται ἡ ἄκτιστη οὐσία µέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια, τό γνωστό actus purus, καί ὅτι δῆθεν ὁ Θεός ἐπικοινωνεῖ µέ τήν κτίση καί τόν ἄνθρωπο µέ κτιστές ἐνέργειες. Ἔτσι, στήν πραγµατικότητα ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 κατεδίκασε τήν σχολαστική θεολογία, πού ἐν πολλοῖς ἰσχύει µέχρι σήµερα στόν «Ρωµαιοκαθολικισµό». 

Ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1484, στήν ὁποία συµµετεῖχαν οἱ Πατριάρχες: Κωνσταντινουπόλεως Συµεών, Ἀλεξανδρείας Γρηγόριος, Ἀντιοχείας ∆ωρόθεος καί Ἱεροσολύµων Ἰωακείµ, ἐχαρακτήρισε τόν ἑαυτό της ὡς Οἰκουµενική, ἀκύρωσε τήν ἑνωτική Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας καί ἐξέδωσε Ἀκολουθία, τήν ὁποία συνέταξε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Συµεών, γιά τούς ἐπιστρέφοντας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ἐκ τῶν λατινικῶν αἱρέσεων». Καί ναί µέν ἡ Σύνοδος αὐτή καθιέρωσε νά γίνεται ἡ ἐπιστροφή τῶν Λατίνων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διά λιβέλλου καί Χρίσµατος, ἐπειδή ἐπικρατοῦσε τότε ὁ καθιερωµένος «τύπος τοῦ Βαπτίσµατος», ἀλλά σαφέστατα στήν Ἀκολουθία πού συνετάγη γιά τήν ἐπιστροφή τῶν Λατίνων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γίνεται λόγος γιά τήν αἵρεση τῶν Λατίνων, γιά τά «αἴσχιστα καί ἀλλότρια δόγµατα τῶν Λατίνων», νά ἀποστρέφεται αὐτός πού ἐπέστρεψε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «τελείως καί τάς συνάξεις τῶν Λατίνων ἐν ταῖς αὐτῶν Ἐκκλησίαις» (προφανῶς ἐννοεῖ τούς Ναούς) καί νά ἀναθεµατίση ὅσους τόλµησαν νά προσθέσουν τό Filioque. 

Στήν Ἀκολουθία αὐτή γίνεται λόγος γιά Λατίνους καί γιά ἀλλότρια δόγµατα, µεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι τό γνωστό Filioque, δηλαδή ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, καί ἡ αἵρεση τοῦ actus purus, ὅτι ταυτίζεται ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια µέ τήν ἄκτιστη οὐσία στόν Θεό καί, ἑποµένως, ὁ Θεός ἐπικοινωνεῖ µέ τόν κόσµο µέ κτιστές ἐνέργειες. 

Ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1590, πού χαρακτήρισε τόν ἑαυτό της «Οἰκουµενική Σύνοδο», καί ἡ συνέχειά της πού εἶναι ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1593, πού χαρακτηρίσθηκε ὡς «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» εἶναι σηµαντικές. Καί οἱ δύο Σύνοδοι εἶναι Σύνοδοι τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, ἀποφάσισαν νά συναινέσουν στήν ἀνακήρυξη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μόσχας σέ Πατριαρχική ἀξία καί τιµή πού εἶχε δοθῆ ὑπό τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου τό 1589 µέ σχετικό Πατριαρχικό Χρυσόβουλο ἤ Τόµο. 

Ἡ Συνοδική ἀπόφαση τῶν τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1756 ἤτοι τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου, τοῦ Ἀλεξανδρείας Ματθαίου καί τοῦ Ἱεροσολύµων Παρθενίου, ἀναφέρεται στόν ἀναβαπτισµό τῶν ∆υτικῶν πού προσέρχονται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. 

Καί ναί µέν ἡ ἀπόφαση αὐτή δέν ἐπικράτησε γιά πολύ χρονικό διάστηµα, διότι ἡ Ἐκκλησία στήν πράξη ἐπανῆλθε στήν ἀπ΄όφαση τῆς Συνόδου τοῦ 1484, ἀλλά ὅµως δέν καταργήθηκε ποτέ µέ ἄλλη Συνοδική ἀπόφαση. 

Εἶναι γνωστόν ὅτι τό θέµα «Ἡ Οἰκονοµία ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ» πού ἀναφερόταν στήν ἀποδοχή τῶν αἱρετικῶν καί σχισµατικῶν, ὑπῆρχε στήν θεµατολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ὅπως φαίνεται στήν Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή πού συνῆλθε τό 1971 στήν Γενεύη. Τελικά ὅµως ἐξέπεσε ἀπό τήν ἡµερήσια διάταξη τῆς Συνόδου καί δέν δόθηκε ἡ δυνατότητα νά ἀποφανθῆ ἐπισήµως ἐπί τοῦ θέµατος αὐτοῦ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος. Τό ἐρώτηµα λοιπόν εἶναι: Γιατί δέν ἐτέθη τό θέµα αὐτό στήν θεµατολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου γιά νά συζητηθῆ µέ θεολογικά ἐπιχειρήµατα τό ἔγκυρο καί ὑποστατό ἤ µή ἔγκυρο καί µή ὑποστατό τοῦ Βαπτίσµατος τῶν αἱρετικῶν καί ἔρχεται τώρα νά ἀντιµετωπισθῆ µέ τρόπο ἔµµεσο; 

Ἡ Συνοδική ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἔτους 1848, ἡ ὁποία ὑπογράφεται ἀπό τούς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύµων µέ τίς Συνόδους τους, χαρακτηρίζει τόν «Παπισµόν» αἵρεση καί τόν παραβάλλει µέ τόν Ἀρειανισµό καί ἀναιρεῖ τίς βασικές λατινικές ἑτεροδιδασκαλίες, ὅπως τό Filioque, τό πρωτεῖον καί τό ἀλάθητον τοῦ Πάπα, καθώς ἐπίσης καί ἄλλες κακοδοξίες πού σχετίζονται µέ τό βάπτισµα καί τά µυστήρια. 

Ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1872 στήν Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία κατεδίκασε τόν φυλετισµό στήν ἐκκλησιαστική ζωή «τοὐτέστι τάς φυλετικάς διακρίσεις καί τάς ἐθνικάς ἔρεις καί ζήλους καί διχοστασίας ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ». Ὁ φυλετισµός εἶναι «ξένος» πρός τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι «νεωτερική λύµη». Εἶναι σηµαντικό ὅτι στόν ἐπίλογο τοῦ συνοδικοῦ ὅρου ὑπάρχει µιά προσευχή στόν Κύριο ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά διατηρῆ τήν Ἐκκλησία «ἄµωµον καί ἀλώβητον ἀπό πάσης νεωτερικῆς λύµης, ἐρηρεισµένην ἐπί τῷ θεµελίῳ τῶν ἀποστόλων καί τῶν προφητῶν». 

Ἀνέφερα µερικές Συνόδους «Οἰκουµενικές», «Ἅγιες καί Μεγάλες» – ὑπάρχουν καί ἄλλες– ἀπό ὅσες ἔγιναν ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδο µέχρι τόν 19ο αἰώνα καί ἔγιναν ἀποδεκτές ἀπό τήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Μάλιστα οἱ ἀποφάσεις τῆς Μεγάλης Συνόδου τοῦ 1351 ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ περιελήφθησαν στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας», τό ὁποῖο διαβάζεται κατά τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν καί εἰσήχθησαν στά τροπάρια τῆς λατρείας. Τό γεγονός αὐτό συνιστᾶ τήν µεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅτι ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τήν συνείδηση καί τίς ἀποφάσεις τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Οἰκουµενική. 

Ἐδῶ πρέπει νά ἀναφερθοῦν καί οἱ πολύ σηµαντικές τρεῖς ἀπαντήσεις τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεµίου Β΄ (1576, 1578, 1581) πρός τούς Λουθηρανούς Θεολόγους τοῦ Πανεπιστηµίου τῆς Τυβίγγης. Πρόκειται γιά ἀξιόλογες ἀπαντήσεις πού ἔστειλε ὁ Πατριάρχης Ἱερεµίας συνεργαζόµενος µέ Ὀρθοδόξους Κληρικούς καί λαϊκούς, µεταξύ τῶν ὁποίων περιλαµβάνεται καί ὁ Ναυπάκτου καί Ἄρτης ∆αµασκηνός ὁ Στουδίτης, ὁ ὁποῖος συγκαταλέγεται µεταξύ τῶν ἁγίων. 

Στίς σπουδαῖες αὐτές ἀπαντητικές ἐπιστολές ἀφ' ἑνός µέν ἐκτίθεται ἡ ὀρθόδοξη πίστη, ἀφ' ἑτέρου δέ ἀναιροῦνται οἱ κακοδοξίες τῶν ∆ιαµαρτυροµένων. Στίς ἀπαντήσεις αὐτές διατυπώνεται ἡ Ὀρθόδοξη πίστη βάσει τῶν Πατέρων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς νά γίνεται προσφυγή στήν διδασκαλία τῆς Σχολαστικῆς θεολογίας. Ἀντιµετωπίζονται πολλά θέµατα, ἐπί τῶν ὁποίων ἐπῆλθε διαφωνία µέ τούς Λουθηρανούς θεολόγους, ἤτοι γιά τήν Ἱερά Παράδοση, τήν Χριστολογία, τό Filioque, τό αὐτεξούσιο, τόν προορισµό, τήν δικαίωση, τόν ἀριθµό τῶν µυστηρίων καί τόν τρόπο τελέσεώς τους, τό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων, τήν λατρεία, τήν ἐπίκληση τῶν ἁγίων, τίς εἰκόνες καί τά λείψανά τους, τίς νηστεῖες καί διάφορες ἐκκλησιαστικές παραδόσεις. 

Οἱ ἀπαντητικές αὐτές ἐπιστολές θεωροῦνται σηµαντικά κείµενα, µνηµονεύονται στά Πρακτικά τῆς Τοπικῆς Συνόδου πού ἔγινε τό 1672 στά Ἱεροσόλυµα ἐπί ∆οσιθέου, καί κατατάχθηκαν µεταξύ τῶν συµβολικῶν βιβλίων τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. 

Ὕστερα ἀπό ὅλα αὐτά διερωτῶµαι γιά τό πῶς εἶναι δυνατόν ὅλες αὐτές οἱ σηµαντικές Σύνοδοι νά τεθοῦν στό περιθώριο, πρός χάριν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πού πρόκειται νά συνέλθη στήν Κρήτη; Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἰσχυρίζωνται µερικοί ὅτι ἡ ἐπικείµενη Σύνοδος εἶναι ἡ µοναδική Σύνοδος τῆς δεύτερης χιλιετίας; Πῶς εἶναι δυνατόν καί ἐπιτρεπτόν νά «ποδοπατῆται» ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιαστική Παράδοση 1.200 χρόνων; Ποιοί ἔδωσαν αὐτήν τήν γραµµή σέ δηµοσιογράφους νά κάνουν λόγο γιά τήν Σύνοδο τῆς χιλιετίας; Ἀπό ποῦ τό γνωρίζουν αὐτό µερικοί δηµοσιογράφοι, οἱ ὁποῖοι µάλιστα δέν ἀσχολοῦνται ἰδιαιτέρως µέ τό ἐκκλησιαστικό ρεπορτάζ; 

Τό ἐρώτηµα αὐτό εἶναι πολύ σηµαντικό. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο θεωρῶ ἀναγκαῖο τοὐλάχιστον στό Μήνυµα πού θά ἀποφασισθῆ νά ἐκδοθῆ ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, νά ἀναφερθοῦν αὐτές καί ἄλλες Σύνοδοι καί νά φανῆ ἡ συνεχής ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος στήν Ἐκκλησία. ∆έν µποροῦµε νά παίζουµε µέ τά ἐκκλησιαστικά καί δογµατικά ζητήµατα καί τήν ὅλη ἐκκλησιαστική παράδοση. 

Ἑποµένως, ὅταν λέγεται ὅτι ἡ ἐπικείµενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά εἶναι ἡ Σύνοδος πού συνέρχεται µετά ἀπό 1200 χρόνια, εἶναι παραπλάνηση, καί στήν πραγµατικότητα παράκαµψη καί παραθεώρηση ὅλων αὐτῶν τῶν Μεγάλων Συνόδων, καί τελικά καταλήγει σέ «προδοσία» τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Πιθανόν ἐπιδιώκεται νά δηµιουργήση µιά νέα ἐκκλησιολογία. 

Ἄν δέν ὑπάρχη ἕνας τέτοιος σκοπός, θά πρέπει ὁπωσδήποτε στό Μήνυµα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου νά γίνη µνεία ὅλων τῶν Ἁγίων, Μεγάλων Συνόδων τῆς δεύτερης χιλιετίας. ∆ιαφορετικά θά ἐπιβεβαιωθῆ αὐτή ἡ ὑποψία. 

(Συνεχίζεται)

No comments:

Post a Comment