Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ Η ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Γ΄
Του Γραφείου επί των αιρέσεων της Ι. Μ. Πειραιώς
=====
2. Η Μία Εκκλησία και η αντίληψη περί αποκλειστικότητας.
Πριν να μπούμε στο σχολιασμό του κεφαλαίου αυτού πρέπει εκ προοιμίου να τονίσουμε ότι το κείμενο του Θ.Α.Κ. διαποτίζεται εξ’ όλοκλήρου από μια αντορθόδοξηπερί εκκλησίας θεώρηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επιχειρεί δηλαδή ο Θ.Α.Κ. να καταδείξει ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία θα πρέπει να παύσει να διεκδικεί για τον εαυτό της την εκκλησιαστική αποκλειστικότητα, θα πρέπει μ’ άλλα λόγια να παύσει να πιστεύει ότι μόνη αυτή αποτελεί την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, διότι μια τέτοια θεώρηση αποτελεί «αλαζονεία». Κατά τον Θ.Α.Κ.: «Η περί αποκλειστικότητας της Εκκλησίας διδασκαλία δεν αποτελεί δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας»! Εισάγεται έτσι η έννοια της υπάρξεως «εκκλησιών», που ενώ δεν βρίσκονται σε κοινωνία με την Ορθόδοξη Εκκλησία, ωστόσο διαθέτουν, (περισσότερα η λιγότερα), στοιχεία εκκλησιαστικότητος και ως εκ τούτου μετέχουν του μυστηρίου της Εκκλησίας σε διάφορα επίπεδα εκκλησιαστικής πληρότητος, έχουν έγκυρα μυστήρια και παρέχουν σωτηρία. Κατ’ επέκτασιν εισάγεται η έννοια της υπάρξεως ατελών και πλήρων εκκλησιών. Η θεωρία αυτή της «μη αποκλειστικότητος» βέβαια δεν είναι καινούργια, αλλά έχει τις ρίζες της στους Ρώσους θεολόγους της Διασποράς Π. Ευδοκίμωφ και Ν. Μπερντιάεφ και αργότερα στην Β΄Βατικανή Σύνοδο. Όπως μας πληροφορεί ο π. Πέτρος Heers στην περισπούδαστη διατριβή του: «Η εκκλησιολογική αναθεώρηση της Β Βατικανής Συνόδου», ο πρώτος εξ’ αυτών διετύπωσε την άποψη: «Γνωρίζουμε που είναι η Εκκλησία, δεν έχουμε όμως την εξουσία να εκφέρουμε κρίση και να ειπούμε που δεν είναι η Εκκλησία».[1] Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Ν. Μπερντιάεφ, ο οποίος «ξεχώριζε μια οικουμενική Εκκλησία- η οποία θα κατείχε το πλήρωμα της αληθείας- από την Ορθόδοξη Εκκλησία, ως ομολογία, φέρουσα κατ’ ανάγκην τα σημεία των ανθρωπίνων περιορισμών. Απ’ αυτή την άποψη η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μεν πιο αληθινή από τις άλλες, πλην όμως η αλήθειά της θα παραμείνει ελλιπής, μέχρις ότου επιτευχθεί το πλήρωμα της οικουμενικής εκκλησίας εν αυτή και πέραν αυτής, πέρα από τα στενά, τωρινά, ομολογιακά όριά της».[2] Ο μεγάλος Ρωμαιοκαθολικός θεολογοςYvesCongar, βαθειά επηρεασμένος από τους παραπάνω Ρώσους θεολόγους, θα αποτυπώσει αργότερα ως προεξάρχων εκκλησιολόγος της Β΄Βατικανής, τη νέα περί εκκλησίας αντίληψη των δύο Ρώσων θεολόγων στα Διατάγματα της Β΄Βατικανής, (Lumen Gentium και Unitatis Redintegratio). Στο δεύτερο εξ’ αυτών αναφέρεται επί λέξει: «Αι διαιρέσεις μεταξύ των Χριστιανών εμποδίζουν την εκκλησίαν να πραγματοποιεί την ιδίαν αυτής πληρότητα της καθολικότητος εις εκείνα εκ των τέκνων αυτής, τα οποία ανήκουν μεν εις αυτήν δια του βαπτίσματος, διΐστανται δε από την πλήρη κοινωνίαν αυτής». (UR 4J).
Κατά τον Θ.Α.Κ. η περί αποκλειστικότητας της Εκκλησίας διδασκαλία αποτελεί προσωπική αντίληψη του Αγ. Κυπριανού Καρθαγένης, την οποία αργότερα η Εκκλησία δεν απεδέχθη δια του 95ουκανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής: «Επειδή προφανώς οι αντιλήψεις του Αγ. Κυπριανού που διακηρύσσουν την αποκλειστικότητα δεν εγένοντο δεκτές από την Εκκλησία, οι ιεροί κανόνες με σαφήνεια προσδιορίζουν, πότε το βάπτισμα ως ανυπόστατο χρειάζεται να γίνει, όταν κανείς προσέρχεται στην Εκκλησία, πότε απαιτείται χρίσμα και πότε απαιτείται μόνο ο λίβελλος». Καταφεύγει επίσης,προκειμενου να κατοχυρώσει τον ισχυρισμό του, στη «διδασκαλία του αγίου Ιουστίνου για το σπερματικό Λόγο και την πατερική περί Ασάρκου Λόγου διδασκαλία».
Παραθεωρεί όμως το γεγονός ότι οι θέσεις του αγίου Κυπριανού δεν είναι ιδικές του προσωπικές θέσεις, αλλά έγιναν αποδεκτές από τρεις τοπικές Συνόδους της Αφρικής, (το Φθινόπωρο του 255 με 31 επισκόπους, την Άνοιξη του 256 με 71 επισκόπους, και τον Σεπτέμβριο του 256 με 85 επισκόπους). Οι τοπικές αυτές Σύνοδοι, ακολουθώντας τους Αποστολικούς Κανόνες 46, 47, 50 και 68, εδογμάτισαν ότι όλα τα «μυστήρια» των αιρετικών είναι εντελώς ανυπόστατα. Η Σύνοδος της Καρχηδόνος, (255 μΧ), στην απόφασή της, τονίζει ότι ακολουθεί την πάγια μέχρι τότε εκκλησιαστική παράδοση: «ου πρόσφατον γνώμην, ουδέ νυν ηδρασμένηνπροσφέρομεν, αλλά την πάλαι υπό των προγενεστέρων ημών μετά πάσης ακριβείας και επιμελείας δεδοκιμασμένην», και αποφαίνεται: «μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι έξω της καθολικής Εκκλησίας, ενός όντος βαπτίσματος και εν μόνη τη καθολική Εκκλησία υπάρχοντος». Εάν λοιπον θεωρήσουμε ότι οι δογματικές αποφάσεις των τοπικών Συνόδων της Αφρικής δεν έγιναν καθολικώς αποδεκτές από την Εκκλησία, διότι εκφράζουν μια «εκκλησιαστική συγκυρία του 3ου αιώνος» και ένα απλό «έθος», τότε κατ’ ανάγκην θα πρέπει να θεωρήσουμε και τους Αποστολικούς Κανόνες 46, 47, 50 και 68, ως τέτοιους, δηλαδή ως μη καθολικά αποδεκτούς, πράγμα άτοπον. Διότι οι εν λόγω Ιεροί Κανόνες δεν αφήνουν κανένα περιθώριο να θεωρήσουμε τα μυστήρια των αιρετικών ως υποστατά καθ’ εαυτά και έγκυρα. Αλλά και τους Ιερούς Κανόνες του Μεγ. Βασιλείου 1 και 47, θα πρέπει επίσης να θεωρήσουμε ως μη καθολικά αποδεκτούς, διότι και αυτοί, (όπως και οι παρά πάνω αναφερθέντες αποστολικοί) εκφράζουν την «αποκλειστικότητα», επειδή και αυτοί είναι απόλυτα σύμφωνοι με τις δογματικές αποφάσεις των τοπικών Συνόδων της Αφρικής.
Παρά κάτω προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι εσφαλμένη η αντίληψη του αγίου Κυπριανού, ότι στη Μία Εκκλησία του Χριστού και μόνο σ᾽ αυτή μπορεί να υπάρχει Άγιο Πνεύμα, ότι εκτός αυτής δεν μπορεί να υπάρχει Χάρις Θεού, και κατά συνέπεια, ό,τι τελείται εκτός αυτής δεν μπορεί να έχει μυστηριακό χαρακτήρα, γιατί προφανώς όπου δεν υπάρχει Άγιο Πνεύμα, δεν μπορεί να υπάρχουν και μυστήρια,. Και τούτο διότι το Πνεύμα το άγιο δεν ενεργεί μόνο μέσα στην εκκλησία, σύμφωνα με την αντίληψη του αγίου Κυπριανού, αλλά και εκτός αυτής. Επιστρατεύει ορισμένα χωρία από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και από ορισμένους αγίους Πατέρες, (άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, άγιο Ιουστίνο, άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό), για να αποδείξει ότι το Πνεύμα το Άγιο είναι παρόν και ενεργεί δια των ακτίστωνενέργειων του και εκτός της Εκκλησίας, τόσο στην εποχή της Παλαιάς όσο και στην εποχή της Καινής Διαθήκης, διότι «το πνεύμα όπου θέλει πνει» (Ιω. 3,8): «Η Ορθόδοξη Θεολογία θεωρεί ότι η Χάρις του Θεού μπορεί να πνέει και έξω από τα κανονικά όρια της Εκκλησίας και αυτό είναι σύμφωνο με τη βιβλική και πατερική διδασκαλία»!«Είναι δεδομένο και απολύτως κατανοητό ότι για να μπορεί να γίνει λόγος για Εκκλησία έξω από τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, θα πρέπει να υπερβεί κανείς την αντίληψη της αποκλειστικότητας και να παραδεχθεί την ύπαρξη της χάριτος και την πνοή του Αγίου Πνεύματος εκτός αυτής. Με άλλα λόγια τίθεται το ερώτημα, εάν στις διατετμημένες και αποσχισθείσες ομάδες μπορεί να υπάρχουν μυστήρια, αρχής γενομένης από του βαπτίσματος». Κατ’ αρχήν εδώ ο Κύριος δεν αναφέρεται στο άγιο Πνεύμα, αλλά στον άνεμο! Αντιθέτως το άγιο Πνεύμα επειδή ακριβώς είναι το Πνεύμα της αληθείας, γνωρίζουμε ότι θέλει να πνέει μόνο προς την κατεύθυνση του Χριστού, σύμφωνα με τον λόγον Του:«εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελείυμίν» (Ιω. 16,14). Αυτό σημαίνει ότι Εκείνο μας οδηγεί στην Εκκλησία, διότι Αυτή είναι«στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄ Τιμ.3,15). Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Κορνηλίου (βλ.Πράξεις 10,1-43), στον οποίο πράγματι έπνευσε το Πνεύμα το άγιο καθ’ ον χρόνον δεν είχε ακόμη βαπτιστεί. Έπνευσε μεν, όχι όμως για να τον αφήσει στην πλάνη της ειδωλολατρίας αλλά για να τον οδηγήσει στην εκκλησία δια μέσου του αποστόλου Πέτρου. Κατά παρόμοιο τρόπο είναι δυνατόν να πνεύσει και σε κάποιον ετερόδοξο, όχι όμως για να τον αφήσει στην αίρεση, αλλά για να τον οδηγήσει στην Εκκλησία, στην οποία και μονον υπάρχει η σωτηρία. Είναι φανερό επομένως ότι η με τέτοιο τρόπο και για τέτοιο σκοπό πνοή του αγίου Πνεύματος στους εκτός της εκκλησίας με κανένα τρόπο δεν σημαίνει ότι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος ενεργεί στα μυστήρια των αιρετικών και παρέχει σωτήρια αποτελέσματα. Κατ’ επέκτασιν είναι αδύνατον να γίνει λόγος «για Εκκλησία έξω από τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία»,(όπως θέλει να συμπεράνει ο Θ.Α.Κ.), διότι απλούστατα δεν ενεργεί η Χάρις του Αγίου Πνεύματος στα μυστήρια των αιρετικών. Η πνοή του αγίου Πνευματος στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκη (στους πατριάρχες και προφήτες) δεν είχε σωτηριολογικό χαρακτήρα, αλλά προπαρασκευαστικό για την προετοιμασία της ανθρωπότητος στην εν Χριστώ της σωτηρία. Αν αυτή έσωζε τότε θα ήταν περιττή, ίσως και ανόητη η σάρκωσή Του Θεού Λόγου!
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment