Monday, June 13, 2016

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ Η ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Δ΄


Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ Η ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Δ΄

Του Γραφείου επί των αιρέσεων της Ι. Μ. Πειραιώς
=====

 4. Εκκλησία και Εκκλησίες

Στο κεφάλαιο αυτό ο Θ.Α.Κ. μπαίνει σ’ ένα άλλο προβληματισμό, στο πως δηλαδή η Εκκλησία κατά την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο έκανε δεκτούς τους επισκόπους «οι οποίοι επέδωσαν το λίβελλο της μετανοίας τους και εξέφρασαν την επιθυμία, εγκαταλείποντας την κακοδοξία τους να προσέλθουν στην Εκκλησία». Κατά τον Θ.Α.Κ. «το αίτημά τους εγένετο αποδεκτό και όχι μόνο τους ανεγνωρίσθη το βάπτισμα και το χρίσμα, αλλά τους αναγνωρίστηκε και η αρχιερωσύνη τους που είχαν λάβει κατά την παραμονή τους στην κακοδοξία και μάλιστα αδιάφορα από το ερώτημα, εάν οι χειροτονήσαντες αυτούς είχαν λάβει τη δική τους χειροτονία, καθ᾽ ον χρόνον ευρίσκοντο στην αληθινή Εκκλησία, ή είχαν ήδη περιπέσει στην κακοδοξία». Με βάση το γεγονός αυτό ζητάει από τους οπαδούς της αποκλειστικότητας, (στους οποίους βέβαια δεν ανήκει αυτός), να απαντήσουν: «Με ποιό δικαίωμα και ποία εξουσία οι πατέρες της Ζ´ Οικουμενικής έκαναν δεκτούς τους εικονομάχους, χωρίς να απαιτήσουν ούτε βάπτισμα, ούτε χρίσμα; Ποιούς ιερούς κανόνες εφήρμοσαν για να προβούν στην (κατ᾽ οικονομία) αναγνώριση αυτών των μυστηρίων που τελέστηκαν κατά την περίοδο κατά την οποία βαπτίζοντες και βαπτιζόμενοι, χρίοντες και χριόμενοι ευρίσκοντο στην κακοδοξία;». Ο όλος αυτός προβληματισμός του Θ.Α.Κ. τίθεται για να καταδειχθεί στη συνέχεια με ποιόν τρόπο σήμερα η Εκκλησία πρέπει να κάνει δεκτους στην Εκκλησία τους ετεροδόξους.

Κατ’ αρχήν ο Θ.Α.Κ. παραθεωρεί κάτι πολύ βασικό: Στο ότι οι Πατέρες της Ζ´ Οικουμενικής δεν έκαναν δεκτούς τους εικονομάχους απροϋπόθετα, αλλά επειδη εκείνοι μετενόησαν και εξέφρασαν την επιθυμία εγκαταλείποντας την κακοδοξία τους να προσέλθουν στην Εκκλησία. Η Εκκλησία ουδέποτε  αναγνώρισε τα μυστήρια των αιρετικών καθ’ εαυτά, χωρίς δηλαδή την προϋπόθεση της μετανοίας. Το λέμε αυτό και το τονίζουμε, διότι στο κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής: «Σχέσεις Ορθοδόξου  Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόνκόσμον» πουθενά δεν γίνεται λόγος για μετάνοια και επιστροφή των ετεροδόξων στην Ορθοδοξία. Η  σημερινή τραγική πραγματικότης είναι ότι οι ετερόδοξοι, (Ρωμαιοκαθολικοί, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες), παρά τους επί δεκαετίες μέχρι σήμερα γενομένους Διαλόγους,  δεν μετανοούν, αλλά εξακολουθούν να επιμένουν πεισματικά στις πλάνες των. Οι ελάχιστες μεμονομένες περιπτώσεις ετεροδόξων που μετανόησαν και επέστρεψαν στην Ορθοδοξία, δεν επέστρεψαν εξ’ αιτίας των Διαλόγων, αλλ’ εξ’ αιτίας του ιεραποστολικού έργου αγίων Γερόντων, όπως του π. Εφραίμ, πρώην Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Φιλοθέου αγίου Όρους, ο οποίος ορθότατα ως θεοφώτιστος πατήρ, τους έκανε δεκτούς με κανονικό βάπτισμα, διότι όπως είναι γνωστό οι Δυτικοί δεν τηρούν τον απαραίτητο όρο της τριπλής καταδύσεως και αναδύσεως που θέτουν οι Ιεροί Κανόνες 7 της Β΄  Οικουμενικής και 95 της Πενθέκτης.
  
Παρακάτω θέτει δευτερο ερώτημα: «Τι είναι εκείνο που καθιστά ένα -κατ᾽αυτούς- [τους οπαδούς της αποκλειστικότητας], ανυπόστατο μυστήριο υποστατό, όταν ακολουθήσει η προσέλευση στην Εκκλησία;». Η απάντηση είναι σαφής. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ! Αυτή είναι η ταμειούχος της Θείας Χάριτος. Αυτή έχει το δεσμείν και λύειν. Το Πνεύμα το άγιο έχει την δύναμη μ’ ένα τρόπο ακατάληπτο σε μας, να μεταβάλει ένα ανυπόστατο μυστήριο σε υποστατό, (με προϋπόθεση βέβαια πάντα την μετάνοια), όπως ακριβώς με τρόπο ακατάληπτο μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί σε Σώμα και Αίμα Χριστού.

Παρά κάτω αναφέρει: «Ανεξάρτητα όμως από το πως θεωρεί κανείς τους ιερούς κανόνες γενικώς ….είναι επιβεβλημένο και από τα πράγματα αναγκαίο η Ορθόδοξη Εκκλησία η υπερβαίνουσα την αποκλειστικότητα, προβληματιζόμενη, να αποφανθεί, εάν αναγνωρίζει μυστήρια εκτός αυτής, ποιά είναι αυτά και ποίων ετεροδόξων συγκεκριμένα τα μυστήρια αναγνωρίζονται, εάν αναγνωρίζονται. Η Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της ουδέποτε μέχρι σήμερα καθόρισε τις σχέσεις της με τους σύγχρονους ετεροδόξους. Αυτονόητα ο προβληματισμός αυτός οφείλει να εστιαστεί πρωτίστως στο μυστήριο του βαπτίσματος, το εισαγωγικό μυστήριο σε μια εκκλησιαστική κοινότητα. Το γεγονός ότι ενδεχομένως αναγνωρισθεί ο εκκλησιαστικός χαρακτήρας μιας τέτοιας κοινότητας δε θίγει σε τίποτα την Ορθόδοξη Εκκλησία που διατηρεί την αυτοσυνειδησία ότι είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία».

Η Εκκλησία έχει ήδη αποφανθεί, άπαξ δια παντός (και δεν χρειάζεται να αποφανθεί εκ νέου), ότι ουδέποτε ανεγνωρισε κανένα μυστήριο των ετεροδόξων-αιρετικών, με όσα αναπτύξαμε προηγουμένως και με βάση τους ιερούς Κανόνες που αναφέραμε. Ο ισχυρισμός ότι δήθεν «η Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της ουδέποτε μέχρι σήμερα καθόρισε τις σχέσεις της με τους σύγχρονους ετεροδόξους» είναι αυθαίρετος και εσφαλμένος. Η Ορθόδοξη Εκκλησία σε πάμπολλες Συνόδους μέχρι σήμερα κατεδίκασε τις αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού, (και κατ’ επέκτασιν του Προστεσταντισμού), αρχής γενομένης από την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο το 879. Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές: Τις εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδους του 1170, του 1450, του 1722, του 1838, του 1848 και του 1895. Επίσης ομόφωνα όλοι οι άγιοι Πατέρες μετά το σχίσμα θεωρούν τον Παπισμό ως αίρεση. Αναφέρουμε μερικούς εξ’ αυτών: Ο Μέγας Φωτίος αναφέρει ότι οι Δυτικοί «νόθοις λογισμοίς και παρεγγράπτοις (με παρεισάκτους) λόγοις και θράσους υπερβολή κιβδηλεύειν (να νοθεύσουν) επεχείρησαν»[3]  το άγιο Σύμβολο και προσέθεσαν το filioque προ της λέξεως ‘εκπορευόμενον’. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στον πρώτο λόγο του «Περί της εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος» λέγει: «Ούτος τοίνυν ο νοητός και διά τούτο μάλλον επάρατος όφις, [ο διάβολος], δια των αυτώπειθηνίων Λατίνων, περί Θεού καινάς εισφέρει φωνάς, μικράν μεν δοκούσας έχεινυπαλλαγήν μεγάλων δε κακών αφορμάς…».[4]  Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός: «Ουκούν ως αιρετικούς αυτούς [τους Παπικούς] απεστράφημεν και δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν…».[5] Ο αγίος Συμεών Θεσσαλονίκης στο έργο του «Κατά πασών των αιρέσεων» χαρακτηρίζει τους δυτικούς ως αίρεση, που «ανεβλάστησεν εις την Εκκλησίαν ύστερον από την Ζ΄Οικουμενικήν Σύνοδον».[6] Ο αγίοςΝικοδήμος ο αγιορείτης, στα σχόλια του ΜΖ΄  Κανόνα των αγίων αποστόλων, χαρακτηρίζει τους Λατίνους ως αιρετικούς. κ.α. Όσο για την αίρεση του Μονοφυσιτισμού η εκκλησία έχει αποφανθεί ήδη από τον 5ο αιώνα κατά την 4η Οκουμενική Σύνοδο, (451), και σ’ όλες τις μεταγενέστερες  Οικουμενικές, ότι πρόκειται περί αιρέσεως. Κατά συνέπεια ο προβληματισμός που εκφράζει ο Θ.Α.Κ. ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία η υπερβαίνουσα την αποκλειστικότητα, προβληματιζόμενη, να αποφανθεί, εάν αναγνωρίζει μυστήρια εκτός αυτής, ποιά είναι αυτά και ποίων ετεροδόξων συγκεκριμένα τα μυστήρια αναγνωρίζονται, εάν αναγνωρίζονται», είναι μετέωρος και ούτε καν έπρεπε να τίθεται. Επίσης ο ισχυρισμός ότι εάν αναγνωρισθεί ο εκκλησιαστικός χαρακτήρας μιας τέτοιας κοινότητας, (των Παπικών κ.λ.π.), το γεγονός αυτό «δε θίγει σε τίποτα την Ορθόδοξη Εκκλησία που διατηρεί την αυτοσυνειδησία ότι είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Υπό την έννοια αυτή τίποτα δεν μας εμποδίζει να ονομάσουμε αυτές τις χριστιανικές κοινότητες Εκκλησία,…», είναι πέρα για πέρα εσφαλμένος. Πως είναι δυνατόν να δεχθούμε ότι Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θίγεται σε τίποτα καθ’ ον χρόνον ανατρέπεται μια σωρία Συνοδικών αποφάσεων που καταδίκασαν τον Παπισμό ως αίρεση; Πως είναι δυνατόν «να ονομάσουμε αυτές τις χριστιανικές κοινότητες Εκκλησία» ανατρέποντας μια Παράδοση 10 αιώνων; Εάν οι ετερόδοξοι είναι Εκκλησια, τότε κακώς οι Άγιοι Πατέρες τους κατεδίκασαν συνοδικώς ως αιρετικούς. Αυτό σημαίνει ότι επλανήθηκαν, δεν απεφάνθησαν εν αγίωΠνεύματι και όχι μόνον δεν πρέπει να τους τιμούμε «ως σάλπιγγες του Πνεύματος», αλλά και να τους αποστρεφόμαστε ως πρόσωπα που προκάλεσαν σχίσματα και διαιρέσεις στην Εκκλησία.

Παρά κάτω καταπιάνεται με το ζήτημα των μικτών γάμων: «Η τέλεση μικτών γάμων στους τελευταίους αιώνες από αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες συνιστά μια σιωπηρή αναγνώριση του βαπτίσματος των ετεροδόξων, ενώ οι παλινδρομήσεις που ενίοτε παρουσιάζονται στο θέμα αυτό με την απαγόρευσή τους δείχνει ότι η αντιμετώπισή τους δεν είχε θεολογικά κριτήρια, διότι εάν αυτά συνέτρεχαν απαγορευτικά, δε θα είχαν ποτέ συναφθεί μικτοί γάμοι, αλλά κριτήρια συγκυριακά προσδιοριζόμενα από ιστορικές παραμέτρους και έχουν σχέση με την ποιότητα της στάσης των ετεροδόξων απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία».

Εδώ ο όλος προβληματισμός τίθεται σε λάθος βάση. Ερωρώμε τον Θ.Α.Κ.: Βάσει ποίων Ιερών Κανόνων οι εν λόγω «αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες» προχώρησαν στην νομιμοποίηση και καθιέρωση μικτών γάμων, όταν μάλιστα αυτοί απαγορεύονται ρητώς από αποφάσεις Οικυμενικών Συνόδων; Ο 14ος Κανών της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου ορίζει: «Επειδή εν τισιν επαρχίαις συγκεχώρηται τοις αναγνώσταις και ψάλταις γαμείν, ώρισεν η Αγία Σύνοδος, μη εξείν αίτινι αυτών ετερόδοξον γυναίκα λαμβάνειν ... μήτε μην συνάπτειν (τέκνον) προς γάμον αιρετικώ, η Ιουδαίω, η Έλληνι (ειδωλολάτρη), ει μη άρα επαγγέλλοιτο μετατίθεσθαι εις την ορθόδοξον πίστιν το συναπτόμενον πρόσωπον τω Ορθοδόξω». Ο 72ος Κανών της Πενθέκτης ορίζει: «Μη εξέστω Ορθόδοξον άνδρα αιρετική συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μην αιρετικώ ανδρί γυναίκα ορθόδοξον συζεύγνυσθαι. Αλλ’ ει και φανείη τι τοιούτον υπό τινος των απάντων γινόμενον, άκυρον ηγείσθαι τον γάμον, και το άθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον». (Πρβλ. και 10ον και 31ον της εν Λαοδικεία, και 29ον της εν Καρθαγένη). Το θέμα των μικτών γάμων δεν είναι καινούργιο αλλά υπήρχε εδώ και πολλούς αιώνες στην εκκλησία, η οποία το έλυσε άπαξ διά παντός με τις παρά πάνω διαχρονικού κύρους Συνοδικές αποφάσεις της. Για ποιό λοιπόν λόγο θα πρέπει τώρα η Εκκλησία στην μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, να νομιμοποιήσει ένα παράνομο καθεστώς και να θεσμοθετήσει επίσημα κακώς ειλλημένες συνοδικές αποφάσεις, όταν μάλιστα αυτές οδηγούν σε άλλο μεγάλο κακό, την σιωπηρή αναγνώριση του βαπτίσματος των ετεροδόξων και στην defacto αναγνώριση της βαπτισματικής Θεολογίας;


(Συνεχίζεται)

No comments:

Post a Comment