ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ
Ε΄
Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου
=====
4. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι µιά ἀπό τίς δεκατέσσερεις Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Παρέλαβε τήν αὐτοκεφαλία της µέ τόν Συνοδικό-Πατριαρχικό Τόµο τοῦ 1850 καί σέ αὐτήν προσετέθησαν διάφορες κατά καιρούς ἐπαρχίες, ἄλλες κατά ἀφοµοίωση (1866, 1882) καί ἄλλες ἐπιτροπικῶς (1928).
Ὅπως εἶχα καθῆκον µελέτησα τά κείµενα πού εἶχαν προετοιµάσει οἱ ἀντιπρόσωποι ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες καί ὑπεγράφησαν ἀπό τούς Προκαθηµένους. Κατά τήν µελέτη τῶν κειµένων ἀπό τήν ∆ιαρκῆ Ἱερά Σύνοδο καί τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφασίσθηκε νά γίνουν διάφορες ἀλλαγές, ἤτοι διορθώσεις, προσθῆκες µέσα στήν προοπτική τῆς βελτιώσεως τῶν κειµένων. Αὐτό ἔγινε σέ ἕνα πνεῦµα ὁµοψυχίας, ὁµοφωνίας στά περισσότερα καί ἐλάχιστες µειοψηφίες σέ µερικά ἀπό αὐτά, καί µιά πρόταση µέ ἀνοικτή ψηφοφορία.
Ἔτσι προῆλθε ἕνα ἀποτέλεσµα πού ἱκανοποίησε ὅλους τούς Ἱεράρχες, ἀλλά καί ἐκείνους πού ἔµαθαν γιά τήν ἀπόφαση. Στήν συνέχεια θά παρουσιάσω τά κεντρικά σηµεῖα τῆς ἀποφάσεως.
Τό βασικό σηµεῖο εἶναι ὅτι ἐνῶ στό κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» σέ διάφορες παραγράφους γινόταν λόγος ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν», αὐτό ἀντικαταστάθηκε µέ τήν φράση: «γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν καί Κοινοτήτων».
Ἐπίσης, σηµαντικό σηµεῖο εἶναι αὐτό πού ἀναφέρεται στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ στό κείµενο γινόταν λόγος γιά τό ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας «εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῆ», ἐν τούτοις γινόταν στήν συνέχεια λόγος γιά τήν προσπάθεια νά ἀποκατασταθῆ ἡ ἑνότητα µεταξύ τῶν Χριστιανῶν, ὡσάν νά ἰσχύη ἡ θεωρία τῶν κλάδων. Στό κείµενο ἔγιναν µερικές διορθώσεις, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι «ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῆ» καί συµµετέχει «εἰς τήν κίνησιν πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν» ἤ «τῆς ἀπωλεσθείσης ἑνότητος τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν», καθώς ἐπίσης ὅτι ἐργάζεται ὥστε νά ἔλθη ἐκείνη ἡ ἡµέρα κατά τήν ὁποίαν «ὁ Κύριος θά ἐκπληρώση τήν ἐλπίδα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί ἐπισυναγωγῆς εἰς αὐτήν πάντων τῶν ἐσκορπισµένων καί γενήσεται µία ποίµνη εἷς ποιµήν».
Ἀκόµη σηµαντικό σηµεῖο εἶναι αὐτό στό ὁποῖο γίνεται λόγος γιά τήν προοπτική «τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας µετά τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν καί Κοινοτήτων», οἱ ὁποῖοι διάλογοι «προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαµορφωθείσης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως συµφώνως πρός τούς ἱερούς κανόνας τῶν Οἰκουµενικῶν καί τῶν ὑπό τούτων ἀναγνωριζοµένων Τοπικῶν Συνόδων, ὡς εἶναι οἱ Κανόνες 46, 47 καί 50 τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ 8 καί 19 τῆς Α΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου, ὁ 7 τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς, ὁ 95 τῆς Πενθέκτης, καί ὁ 7 καί 8 τῆς Λαοδικείας».
Ἐπίσης, προσετέθη µιά ἀπαραίτητη διευκρίνιση: «∆ιευκρινίζεται, ὅτι, ὅταν ἐφαρµόζεται ἡ κατ’ οἰκονοµίαν εἰσδοχή τῶν ἑτεροδόξων διά Λιβέλλου καί ἁγίου Χρίσµατος, δέν σηµαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἐγκυρότητα τοῦ Βαπτίσµατος ἤ καί τῶν λοιπῶν µυστηρίων αὐτῶν».
Στήν παράγραφο πού γινόταν λόγος γιά τήν καταδίκη κάθε διάσπασης τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας ἀπό ἄτοµα ἤ ὁµάδες καί γιά τήν διατήρηση τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως, ἡ ὁποία διασφαλίζεται διά τοῦ Συνοδικοῦ συστήµατος, προσετέθησαν ὁ 6ος Κανόνας τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καί οἱ 14ος καί 15ος τῆς Πρωτοδευτέρας Οἰκουµενικῆς Συνόδου.
Σέ ἄλλη παράγραφο πού γινόταν λόγος γιά τήν ἀναγκαιότητα τοῦ διαχριστιανικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου, χωρίς προκλητικές ἐνέργειες ὁµολογιακοῦ ἀνταγωνισµοῦ, προστέθηκε µέσα σέ παρένθεση ἡ Οὐνία, πράγµα τό ὁποῖο σηµαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν δέχεται τόν ὑποκριτικό αὐτόν τρόπο γιά τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπως τό ἐπαγγέλλεται στήν πράξη ἡ Οὐνία.
Σηµαντική διόρθωση στήν παράγραφο ὅτι οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες «καλοῦνται νά συµβάλουν εἰς τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν», ἔγινε µέ τήν προσθήκη τῆς φράσεως «διά τήν εἰρηνικήν συνύπαρξιν καί κοινωνικήν συµβίωσιν τῶν λαῶν, χωρίς τοῦτο νά συνεπάγεται οἱονδήποτε θρησκευτικόν συγκρητισµόν».
Γιά τήν συµµετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Παγκόσµιο Συµβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ) ἔγινε εὐρύτατος λόγος. Ἡ πρόταση τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου ἦταν νά διαγραφοῦν οἱ σχετικές παράγραφοι πού ἀναφέρονται σέ αὐτό. Κατόπιν ἐντόνου συζητήσεως ἔγινε φανερή ψηφοφορία (διά ἀνατάσεως τῆς χειρός), ἀπό τήν ὁποία προέκυψε ὅτι δεκατρεῖς (13) Ἀρχιερεῖς πρότειναν νά διαγραφοῦν οἱ παράγραφοι αὐτοί, ἑξήντα δύο (62) νά παραµείνουν καί δύο (2) εἶχαν διαφορετικές ἀπόψεις.
Ἔτσι, ἡ πλειοψηφία τῶν Ἱεραρχῶν ἦταν νά παραµείνουν οἱ παράγραφοι αὐτοί στό κείµενο καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος συµµετέχει στίς ἐργασίες τοῦ ΠΣΕ σύµφωνα µέ τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Στήν συζήτηση καί ψηφοφορία ὑπεστήριξα ὅτι θά πρέπει νά παραµείνουµε στό ΠΣΕ ὡς παρατηρητές, ἀλλά αὐτή ἦταν ἡ µοναδική πρόταση.
Παρά ταῦτα στό κείµενο αὐτό ἡ φράση ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στό ΠΣΕ συµβάλλουν «δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῶν µέσων εἰς τήν µαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καί τήν προαγωγήν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» διορθώθηκε µέ τήν φράση συµβάλλουν «δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῶν µέσων διά τήν προώθησιν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί τῆς συνεργασίας ἐπί τῶν µειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων καί προβληµάτων». Αὐτό σηµαίνει ὅτι ὁ λόγος συµµετοχῆς τῆς Ἐκκλησίας µας στό ΠΣΕ εἶναι µόνον γιά κοινωνικούς λόγους καί ὄχι γιά τήν µαρτυρία τῆς ἀληθείας καί τήν προαγωγή τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν.
Στό κείµενο µέ τίτλο «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσµῳ», γινόταν λόγος γιά τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί γιά τήν κοινωνία τῶν προσώπων. Παράλληλα ὅµως διαρκῶς γινόταν λόγος καί γιά τόν ἄνθρωπο. Ὁπότε, χάριν θεολογικῶν λόγων καί ἑνοποιήσεως τοῦ κειµένου ἀντικαταστάθηκε ἡ φράση «ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» µέ τήν φράση «ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου».
Στό κείµενο µέ τίτλο «Τό αὐτόνοµον καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ» προσετέθη µία παράγραφος: «Ἐκκλησιαστικαί Ἐπαρχίαι δι' ἅς ἐξεδόθη Πατριαρχικός Τόµος ἤ Πρᾶξις, δέν δύνανται ἵνα αἰτήσωνται τήν χορήγησιν αὐταῖς αὐτονοµίας, διατηρουµένου ἀπαρασαλεύτου τοῦ ὑφισταµένου ἐκκλησιαστικοῦ καθεστῶτος αὐτῶν».
Σέ µιά ἄλλη παράγραφο τοῦ ἰδίου κειµένου, στό ὁποῖο γινόταν λόγος γιά τήν χορήγηση τῆς Αὐτονοµίας σέ µιά Ἐπαρχία ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία προστέθηκε ἡ φράση «ὁµοφώνως».
Αὐτές ἦταν οἱ βασικές προτάσεις βελτιώσεως τῶν κειµένων ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Θά ἤθελα νά διατυπώσω δύο σκέψεις.
Πρῶτον, µέσα ἀπό αὐτές τίς προσθῆκες καί τίς ἀλλαγές διαφαίνεται µιά παραδοσιακή ἐκκλησιολογία, µέσα στίς δυνατότητες τίς ὁποῖες εἶχε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας µας νά κάνη αὐτό τό ἔργο. Οἱ ἀποφάσεις αὐτές κατά βάσιν ἦταν ὁµόφωνες καί κανείς δέν µπορεῖ νά ἰσχυρισθῆ ὅτι στήν Ἱεραρχία οἱ «συντηρητικοί» Ἱεράρχες ἐπιβλήθηκαν ἐπί «τῶν προοδευτικῶν» Ἱεραρχῶν!!!
Ὑπῆρξαν βέβαια καί προτάσεις νά ἀποσυρθῆ τελείως τό κείµενο «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» γιά περαιτέρω ἐπεξεργασία, ἀλλά δέν ἔγινε ἀποδεκτό ἀπό τήν Ἱεραρχία.
∆εύτερον, οἱ ἀποφάσεις αὐτές εἶναι δεσµευτικές γιά τήν Ἐκκλησία µας, διότι ἔγιναν ἀποδεκτές κατά βάσιν ὁµοφώνως. Αὐτό σηµαίνει ὅτι ἡ ἀντιπροσωπεία µας στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο πρέπει νά τίς ὑποστηρίξη γιά νά περάσουν στό κείµενο καί δέν ἔχει δυνατότητα ὑπαναχώρησης.
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment