Sunday, June 20, 2010

ΜΟΝΟΝ Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ


ΜΟΝΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ


Του Παναγιώτου Ι. Μπούμη,

Ομοτίμου Καθηγητού Παν. Αθηνών

=======================


Παρακολουθήσαμε τον τελευταίο καιρό μέσα από τις στήλες της χριστιανικής εφημερίδας «Ορθόδοξος Τύπος» μία διαμάχη γύρω από το θέμα της θεοπνευστίας των βιβλίων της Αγίας Γραφής και των λειτουργικών κειμένων της Εκκλησίας.


Έτσι από τη μία πλευρά γράφτηκε «για τα δημιουργήματα των αγίων Πατέρων και των άγιων Υμνογράφων»· «εμείς τα ονομάζουμε θεόπνευστα αριστουργήματα» (30-4-2010, σ. 1. Πρβλ. σ. 7). Ακολούθως γίνεται λόγος για μία ενδεχόμενη «καταστροφή του θεόπνευστου κειμένου της μεγάλης εορτής των Θεοφανείων» (30-4-2010, σ. 7). Παρακάτω σημειώνεται: «Στην κριτική Σας, π. Δ. κάνετε μια ευθεία τοποθέτηση. Μόνο η Άγια Γραφή, λέτε, είναι θεόπνευστη. Η θεία Λειτουργία του ιερού Χρυσοστόμου και του Μ. Βασιλείου δεν είναι θεόπνευστες;» (όπ. παρ.). Και προστίθεται: «Μήπως πρέπει να επιμείνουμε ερωτώντες; Σε κάθε ιερά Ακολουθία μόνο το Ευαγγελικό Κείμενο είναι θεόπνευστο, ενώ τα πρότερα αλλά και τα υστέρα τροπάρια είναι ελλειμματικά ως προς τη θεοπνευστία τους; Οι στίχοι της Παλαιάς Διαθήκης ή οι ιεροί Ψαλμοί της μήπως και αυτοί παρουσιάζουν κάποια ελλείμματα θεοπνευστίας, επειδή εγκατασπείρονται μέσα σ' όλο το λατρευτικό Σώμα της κάθε ιεράς Ακολουθίας;» (όπ. παρ.).


Επίσης από την άλλη πλευρά συνοπτικά σε επιστολή γράφεται: «Με το παρόν σύντομο σημείωμα μου ως θεολόγος επιθυμώ να σημειώσω δύο πράγματα από την επιστολή του π. Σ. Σ. Πρώτον· Πολλές φορές ο επιστολογράφος ομιλεί για θεόπνευστη λατρεία και θεόπνευστα λειτουργικά κείμενα. Υποστηρίζει ότι, όπως η Αγία Γραφή, έτσι και τα λειτουργικά κείμενα είνε θεόπνευστα. Άλλα τούτο δεν είναι ορθό. Τα λειτουργικά κείμενα της Ορθοδοξίας είνε βεβαίως άφθαστα αριστουργήματα του λόγου. Εκείνοι, οι όποιοι τα συνέταξαν, ήταν αγιασμένοι και σε πολύ μεγάλο βαθμό φωτισμένοι. Άλλα θεόπνευστοι στο βαθμό των Προφητών και των Αποστόλων δεν ήταν. Αν θέλωμε να ομιλήσωμε με αυστηρώς θεολογική γλώσσα, θεόπνευστη είνε μόνον η Αγία Γραφή και ό,τι από την παράδοσι της Εκκλησίας ανάγεται στους Αποστόλους, αποτελεί δηλαδή την ιερά Παράδοσι. Δεύτερον ...» (14-5-2010, σ. 7). Και επειδή καταλήγει η επιστολή με την προτροπή «Όταν απτώμεθα θεολογικών ζητημάτων, ας είμεθα όλοι ιδιαιτέρως προσεκτικοί», μου δίνει το θάρρος, ή μάλλον με υποχρεώνει, να διατυπώσω τις κατωτέρω παρατηρήσεις για δικαιότερη και αντικειμενικότερη τοποθέτηση των πραγμάτων, ή ίσως και για κάποια προσπάθεια προσεγγίσεως των διαφωνούντων.


1) Οι ευαγγελιστές Μάρκος και Λουκάς, ως γνωστόν, δεν ήταν μεταξύ των δώδεκα αποστόλων και όμως τα Ευαγγέλια τους είναι θεόπνευστα· ή μήπως δεν είναι στον ίδιο βαθμό θεόπνευστα με τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Ιωάννου; Τίθεται το ερώτημα αυτό, γιατί στην εν λόγω επιστολή γράφεται ότι εκείνοι πού συνέταξαν «τα λειτουργικά κείμενα της Ορθοδοξίας» δεν ήταν «θεόπνευστοι στο βαθμό των Προφητών και των Αποστόλων».


2) Εν πάση περιπτώσει δέχεται και η πλευρά αυτή κάποιο βαθμό θεοπνευστίας και στους συγγραφείς των λειτουργικών κειμένων και σ' αυτά τα κείμενα, ή μήπως όχι; Συγχρόνως τίθενται και τα έξης ερωτήματα: Αλήθεια, τί σημαίνει σε κάποιο βαθμό θεοπνευστίας; Ή είναι ένα κείμενο θεόπνευστο ή δεν είναι. Ή μήπως το μισό είναι και το μισό δεν είναι; Και ποιος θα επιχειρήσει τη διάκριση και το διαχωρισμό των προτάσεων ή τμημάτων-περιόδων του κειμένου αυτού σε θεόπνευστες και μη θεόπνευστες;


3) Παρά ταύτα κατά την ταπεινή μας γνώμη υπάρχει διαφορά και πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ θεόπνευστου ανδρός-συγγραφέα και θεοπνεύστου κειμένου ή βιβλίου. Ο Απόστολος Πέτρος γράφει: «Υπό Πνεύματος αγίου φερόμενοι ελάλησαν από Θεού (άγιοι) άνθρωποι» (Β1 Πέτρ. 1,21). Πρβλ. τον α' κανόνα της Έβδομης Οικουμενικής Συνόδου: Οι Απόστολοι, οι Οικουμενικές και οι τοπικές Σύνοδοι και οι άγιοι Πατέρες «εξ ενός γαρ άπαντες και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες ώρισαν τα συμφέροντα», στους θείους και ιερούς κανόνες. Αυτά πού έγραψαν «φερόμενοι υπό του αγίου Πνεύματος» είναι θεόπνευστα ή θεία· είναι όμως όλα τους τα λόγια ή τα έργα θεόπνευστα ή θεία; Μήπως πολλάκις συγχέουμε τα υποκείμενα ή αντικείμενα και γι' αυτό διαφωνούμε;


4) Η όλη αυτή διαμάχη και προβληματική, κατά την ταπεινή μας πάντα γνώμη, οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υφίσταται συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών ως προς την έννοια, το περιεχόμενο και τη χρήση της λέξεως θεοπνευστία. Και το ενδεχόμενο αυτό ενισχύει εκείνο πού έχει επισημανθεί και παλαιότερα. Πρβλ. Γ. Γαλίτη, Θέματα της Μεγάλης Συνόδου. Αθήναι 1θ77. σελ.23: «Εις την σχετικήν διδασκαλίαν περί θεοπνευστίας υπάρχει ασάφεια τις, λόγω και της παρεισδύσεως γνωμών εκ της Δύσεως εις την Ορθόδοξον πατερική θεώρησιν ως προς την έννοιαν και έκτασιν αυτής, όθεν σχετική απόφανσις (υπό της Μ. Συνόδου) επί του θέματος δεν θα ήτο αλυσιτελής». Πρβλ. και Ήλ. Οικονόμου, «Προλεγόμενα εις την ερμηνείαν της Π. Διαθήκης», Δελτίον Βιβλικών Μελετών, τόμ. Γ (1975), τεύχ. 9ο, σελ. 21.


5) Πάντως το γεγονός αυτό ανάγκασε κι εμάς να ασχοληθούμε ενδελεχώς και με το βασικό για την Ορθοδοξία αυτό θέμα της θεοπνευστίας στη μελέτη μας «Οι Κανόνες της Εκκλησίας περί του Κανόνος της Άγιας Γραφής» (Αθήναι 1986). Ιδιαιτέρως μάλιστα κατά την ανάλυση και το σχολιασμό των ιερών κανόνων του Μεγάλου Αθανασίου (σελ. 133 εξ.) και του Αμφιλοχίου Ικονίου (σελ. 181 εξ.) βρεθήκαμε μπροστά σε εξόχως διαφωτιστικά σημεία και στοιχεία.


6) Τούτο μόνο θα αναφέρουμε εδώ, ότι ο όρος θεοπνευστία χρησιμοποιείται και υπό παθητική έννοια και υπό ενεργητική. Υπό την παθητική έννοια η Γραφή πχ. θεωρείται θεόπνευστη ως «υπό του Θεού εμπνευσθείσα», υπό δε την ενεργητική έννοια ως «αποπνέουσα το θείον Πνεύμα» και «εμπνέουσα τούτο εις τους αναγνώστας αυτής» (Παν. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', Αθήναι 1θ5θ, σελ. 108-10θ και Παν. Μπούμη, όπ παρ., σελ. 146 και 183). Με την παθητική σημασία αποδίδουμε μία μόνιμη ιδιότητα στο θεόπνευστο κείμενο, ενώ με την ενεργητική εννοούμε μία περιοδική-παροδική ενέργεια. Ίσως η διάκριση αυτή συμβάλει στην προσέγγιση των δύο πλευρών και στο θέμα υπάρξεως ή μη θεοπνευστίας στα λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας. Μήπως η ασυμφωνία οφείλεται στο ότι πολλάκις δεν μιλάμε στην ίδια βάση, αλλά σε διαφορετική ή εναλλασσόμενη;


7) Τώρα αν, κοντά σ' αυτές τις έννοιες, παθητική ή ενεργητική θεοπνευστία, θέλουμε να δώσουμε και την έννοια του αλάθητου στα εν λόγω κείμενα, θα λέγαμε: Τα κείμενα των κανονισθέντων θεοπνεύστων ή και θείων Αγίων Γραφών είναι οπωσδήποτε αλάθητα. Αντιθέτως τα λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας μπορεί να είναι αλάθητα, χωρίς όμως να έχουμε απόλυτη βεβαιότητα, ώσπου αυτό να επιβεβαιωθεί με την απόφαση μιας αλάθητης Συνόδου, τ.έ. μιας Οικουμενικής Συνόδου.


8) Αλλά και γενικότερα, θα επιμείνουμε κι εμείς εδώ, ότι το χαρακτηρισμό ενός βιβλίου ή κειμένου ως θεοπνεύστου ή θείου (καθώς και το βαθμό ή μάλλον το είδος και την έννοια της θεοπνευστίας του) μόνο ένα αυθεντικό όργανο όπως η Οικουμενική Σύνοδος, είναι αρμόδιο να αποδώσει αυθεντικώς και αλαθήτως, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνεται και από το πλήρωμα, από τη συνείδηση της Εκκλησίας.


ΠΗΓΗ:


«Ορθόδοξος Τύπος»,


Ζωηφόρος,


Ακτίνες


No comments:

Post a Comment