ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΓΑΜΟΥ ΤΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ
Β΄
Του Πανοσ. Ἀρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου
=====
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ρητῶς ξεκαθαρίζει τὰ περὶ γάμου τῶν κληρικῶν. Γράφει στὸν Τιμόθεο: «Δεῖ οὖν τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι, μιᾶς γυναικὸς ἄνδρα, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν» (Α´ Τιμ. 3, 2). [Σημ.: Ὅταν οἱ ἐπίσκοποι ἄρχισαν νὰ ἐπιλέγωνται ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν μοναχῶν, ἔπαυσε νὰ ἰσχύη ἡ προτροπὴ τῆς μονογαμίας γι᾽ αὐτούς]. Συνεχίζων ὁ Ἀπόστολος μᾶς λέγει: «Διάκονοι ἔστωσαν μιᾶς γυναικὸς ἄνδρες, τέκνων καλῶς προϊστάμενοι καὶ τῶν ἰδίων οἴκων» (Α´ Τιμ. 3, 12). Κατὰ παρόμοιο τρόπο προτρέπει τὸν Τίτο: «Καταστήσῃς κατὰ πόλιν πρεσβυτέρους, ὡς ἐγώ σοι διεταξάμην, εἴ τίς ἐστιν ἀνέγκλητος, μιᾶς γυναικὸς ἀνήρ, τέκνα ἔχων πιστά, μὴ ἐν κατηγορίᾳ ἀσωτίας ἢ ἀνυπότακτα» (Τίτ. 1, 6).
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, γιὰ νὰ καταδείξουν τὸν ἀπόλυτο σεβασμό τους στὴν ἱερότητα τοῦ μυστήριου τοῦ γάμου τῶν κληρικῶν, μὲ τὸν 13ο κανόνα τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζουν νὰ ἀφορίζεται κι ἂν ἐπιμένει νὰ καθαιρῆται ὁ κληρικός, ὁ ὁποῖος παρεμποδίζει τὴν συνάφειαν τοῦ γάμου (βλ. Σύντ. Καν. 2, 333).
Ὡστόσο, ὅπως καταφαίνεται στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὁ κληρικὸς ὀφείλει νὰ εἶναι μονόγαμος. Οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγὲς σαφῶς ὁρίζουν γιὰ τὸν κληρικὸ νὰ εἶναι «μιᾶς ἄνδρα γεγενημένον γυναικὸς μονογάμου» (ΒΕΠΕΣ 2, 14). Καὶ τοῦτο πρέπει νὰ συμβαίνη γιὰ τὸν λόγο ὅτι ὁ παραλληλισμὸς τῆς ἑνώσεως τῶν δύο στὸ μυστήριο τοῦ γάμου μὲ τὴν σχέση τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν Ἐκκλησία ἐπιβάλλει ἐξ ἀρχῆς τὴν μονογαμία στὸν κλῆρο. Ἐφόσον μία κεφαλὴ ὁ Χριστὸς καὶ ἕνα σῶμα ἡ Ἐκκλησία, ἄρα καὶ ὁ κληρικός, ὡς φυλάσσων τὴν παρακαταθήκη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι τὸ μυστικὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔχη πολλὰ σώματα. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ἐπ᾽αὐτοῦ: «Δοκεῖ μοι παραιτεῖσθαι τὴν διγαμίαν [...] Εἰ μὲν γὰρ δύο Χριστοί, δύο καὶ ἄνδρες, δύο καὶ γυναῖκες. Εἰ δὲ εἷς Χριστός, μία κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ μία σάρξ, ἡ δευτέρα δὲ ἀποπτυέσθω» (PG 36, 292).
Ἡ διγαμία, κατὰ τοὺς ἱεροὺς Πατέρες, ἐνῶ ἐπιτρέπεται κατ᾽ οἰκονομίαν, ἀλλὰ ὄχι χωρὶς ἐπιτίμιο, στοὺς λαϊκούς (βλ. Α´Κορ. 6, 8. 7, 28), ταυτόχρονα ἀποτελεῖ κώλυμα ἱερωσύνης γιὰ τοὺς ὑποψηφίους κληρικούς. Ὁ Ἀπολογητὴς Ἀθηναγόρας εἶναι κατηγορηματικὸς ὡς πρὸς τὴν μονογαμία τοῦ κληρικοῦ, θεωρώντας τὸν δεύτρο γάμο ὡς «εὐπρεπῆ μοιχεία» καὶ ἐπεξηγεῖ: «Ὁ γὰρ ἀποστερῶν ἑαυτὸν τῆς προτέρας γυναικός, καὶ εἰ τέθνηκεν, μοιχός ἐστιν παρακεκαλυμμένος, παραβαίνων μὲν τὴν χεῖρα τοῦ θεοῦ, ὅτι ἐν ἀρχῇ ὁ θεὸς ἕνα ἄνδρα ἔπλασεν καὶ μίαν γυναῖκα, λύων δὲ τὴν σάρκα πρὸς σάρκα κατὰ τὴν ἕνωσιν πρὸς μῖξιν τοῦ γένους κοινωνίαν», (ΒΕΠΕΣ 4, 30820-21). Ἔτσι, ἡ Ἀποστολική σύνοδος μὲ τὸν 17ο κανόνα της σαφέστατα ἀπαγορεύει στὸν ἐλθόντα σὲ δεύτερο γάμο νὰ ἱερωθῆ: «Ὁ δυσὶ γάμοις συμπλακεὶς μετὰ τὸ βάπτισμα, ἢ παλλακὴν κτησάμενος, οὐ δύναται εἶναι ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, ἢ ὅλως τοῦ καταλόγου τοῦ ἱερατικοῦ» (Σύντ. Καν. 2, 33). Ἡ φράση «μετὰ τὸ βάπτισμα» ὑποδηλώνει ὅτι κάθε ἁμαρτία, ἡ ὁποία συνέβη πρὶν τὸ μυστήριο, ἀποπλύνεται μὲ τὴν ἐπιτέλεσή του καὶ ἄρα δὲν κωλύει τὸν «δυσὶ γάμοις συμπλακέντα» νὰ ἱερωθῆ. Διευκρινίζεται, ὡστόσο, ὅτι ἐὰν ἡ τέλεση τοῦ δεύτερου γάμου συνέβη μετὰ τὸ βάπτισμα, τότε ἀποτελεῖ αἰτία ἀποκλεισμοῦ ἀπὸ τὴν χορεία τῶν κληρικῶν. Ὁ Ἀριστηνὸς εἶναι ἀπόλυτος: «Ἀνίερος ἅπας δίγαμος· Ἅπας δίγαμος εἰς ἱερωσύνην ἀπρόσδεκτος» (Βλ. Κ. Κωστοπούλου, Τὰ κωλύοντα τὴν ἱερωσύνην καὶ καθαιροῦντα τοὺς κληρικοὺς παραπτώματα, ἐκδ. Γρηγόρη, σ. 98-102).
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment