Sunday, August 20, 2017

Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΟΥ Η ΜΑΜΜΗ ΜΟΥ


Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΟΥ Η ΜΑΜΜΗ ΜΟΥ

Του Πανοσ. Αρχιμανδρίτη Γρηγόριου,
Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Δοχειαρίου
====== 

Καταγότανε από τις σκλαβωμένες πατρίδες, την Αίνο και τ᾽ Αιβαλί. Όταν εγκατασταθήκανε στην Πάρο, στις μεγάλες μέρες τραγουδούσανε: «Παναγιά μου από την Αίνο, μήνυσέ μου ίντα θα γένω. Παναγιά μου από την Πάρο, μήνυσέ μου ποιάν θα πάρω».

Αυτή η γιαγιά με εδίδαξε με την ζωή της και τον λόγο της το πατρώον σέβας. «Η νηστεία είναι, παιδί μου, η βάσις κάθε σωματικής ασκήσεως.» Όλες τις Σαρακοστές άλαδο η γιαγιά και ολόκληρο το σπίτι. 

Μ᾽ έμαθε ν᾽ ανάβω το καντήλι, να θυμιάζω, να ανάπτω κερί μπροστά στα εικονίσματα και να προσεύχωμαι στον όρθρο και στο δείλι. 

Μου υπέδειξε τις μετάνοιες σαν προσευχή που την δέχεται ο Θεός. 

Με δίδαξε ότι αν τρεις Κυριακές δεν ακούσουμε τον εξάψαλμο, σταματάμε να είμαστε χριστιανοί. «Σήκω, παιδί μου, ο παπάς πέρασε, ανέβηκε στην Παναγία· μη ξεχνάς ότι και την προηγούμενη Κυριακή τον χάσαμε τον εξάψαλμο.» 

Μ᾽ έμαθε να τον ακούω όρθιος και σεβίζων, υποκλινόμενος. Την ώρα που διαβαζότανε το Ευαγγέλιο έβαζε κερί στο μανάλι, γιατί πίστευε ότι το Ευαγγέλιο είναι η διαθήκη που άφησε ο Χριστός στον κόσμο, και στην σύνταξη και ανάγνωση των διαθηκών, που γινότανε πάντοτε το εσπέρας, όλοι βαστούσαν κερί, για να βλέπη ο συντάκτης. 

Μ᾽ έμαθε πως το «Δόξα Πατρί» είναι η μεγαλύτερη δοξολογία και ιστάμενος όρθιος να σταυροσημειούμαι. 

Μ᾽ έμαθε την Μεγάλη Σαρακοστή, εισερχόμενος στον ναό, να κάνω τρεις μετάνοιες, για τον προηγιασμένο Άρτο που βρίσκεται στην αγία Τράπεζα.

Μου υπέδειξε, περνώντας μπροστά από κάθε εκκλησία, να σταυροσημειούμαι και να επικαλούμαι τον Άγιο της εκκλησιάς. 

Όπου και να βρίσκωμαι, την ημέρα των Θεοφανείων να την τιμώ όπως την Κυριακή του Πάσχα. 

Μου διηγήθηκε ότι πολλοί ευλαβείς άνθρωποι είδαν τα ξημερώματα της εορτής της Μεταμορφώσεως το άκτιστον φως. 

Μου υπέδειξε την Κυριακή να μη γονατίζω, γιατί οι άγιοι Κολλυβάδες τους δίδαξαν ότι η Κυριακή είναι Πάσχα. 

Μ᾽ έμαθε το πρόσφορο το καλοζυμωμένο να το προσφέρω στην εκκλησία όχι με γυμνά τα χέρια, αλλά σε άσπρη καθαρή πετσέτα. 

Μ᾽ έμαθε όταν φτιάχνω τα κόλλυβα, να ᾽χω κερί και λιβάνι. 

Μου υπέδειξε στο Ιερό που διακονώ, ποτέ τα ενδύματά μου να μην αγγίξουνε την αγία Τράπεζα, γιατί -όπως έλεγε- είναι ο θρόνος του Θεού.

Με κράτησε να μην αφήσω την εκκλησιαστική σχολή, αλλά να συνεχίσω, γιατί τους λογισμούς μου να σπουδάσω γιατρός, τους έκρινε σαν αφορμή να απομακρυνθώ από την Εκκλησία. 

Μ᾽ έμαθε να μην είμαι φιλόδικος. Αν και χήρα πενήντα πέντε χρόνια, δέχθηκε κάθε αδικία, χωρίς να καταφεύγη στο δικαστήριο των ανθρώπων· όλα τα άφηνε στο δικαστήριο του Θεού. 

Μου πιπίλισε κυριολεκτικά το μυαλό μου να προσέχω το σκάνδαλο, γιατί έχει δύο όψεις: σκανδαλίζεσαι και σκανδαλίζεις.

Η πτωχή αυτή γιαγιά, με τις τρύπιες συρτές παντόφλες και την κάλτσα την ξώφτερνη, είχε πάντοτε την ποδιά της ανασηκωμένη, γεμάτη δοσίματα.

Στην μεγάλη πείνα βοήθησε πολλούς ανθρώπους και πολλά παιδιά μεγάλωσαν από τα χέρια της. Η αγνή της ζωή, παρά τα πολλά χρόνια της χηρείας, ήταν στην κοινωνία του χωριού παροιμιώδης. 

Φίλεργη, λέγοντας πάντοτε τον στίχο: «Η νύχτα κι η αυγή μ᾽ έβγαλε καματερή». Αυτάρκης, οικονόμα και ταπεινή. Μ᾽ έμαθε να ζω από τον κόπο των χεριών μου και όχι να απλώνω χέρι. Το ᾽ξερε κι αυτό: «Καλύτερα, παιδί μου, να δίνης παρά να παίρνης».

Μέσα σ᾽ αυτό το κλίμα τράνεψα. 

No comments:

Post a Comment