Friday, August 18, 2017

ΔΕΝ ΘΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΟΥΜΕ ΣΧΙΣΜΑ Γ΄


ΔΕΝ ΘΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΟΥΜΕ ΣΧΙΣΜΑ
Γ΄

Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις

Του Πρωτοπρεσβύτερου Θεόδωρου Ζήση
=====


3. Ἐπίκαιρα ἐρωτήματα καί προβλήματα

Ὑπάρχει λοιπόν καί παραϋπάρχει κατεγνωσμένη αἵρεση στίς ἡμέρες μας, ὁ ἐπάρατος Οἰκουμενισμός, τόν ὁποῖο πολύ σύντομα περιγράψαμε, ἔστω καί ἄν πολλοί προσποιοῦνται ὅτι δέν τόν βλέπουν, γιατί ἡ ἀντιμετώπισή του συνεπάγεται κόπους, θυσίες, συκοφαντίες, διωγμούς, ξεβόλεμα. Μέχρι τήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης τόν Οἰκουμενισμό ἐκήρυσσαν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» μεμονωμένοι κληρικοί καί θεολόγοι, μεταξύ τῶν ὁποίων κορυφαῖοι καί ἐπιφανεῖς οἱ δύο πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρας καί Βαρθολομαῖος. Εἶναι πολλές οἱ αἱρετίζουσες, οἰκουμενιστικές πλάνες καί ρήσεις τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, οἱ ὁποῖες δκαιολογημένα ὁδήγησαν τίς περισσότερες Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί κελλιῶτες μοναχούς, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τόν Ἅγιο Παΐσιο, κατά τήν τριετία 1969-1972,στήν διακοπή τοῦ μνημοσύνου του, ὡς οἰκείου ἐπισκόπου, κατά τόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861). 

Ἀπείρως περισσότερες εἶναι οἱ οἰκουμενιστικές ἐκτροπές τοῦ πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, συλλογές τῶν ὁποίων κατά καιρούς ἔχουν δημοσιευθῆ σέ καταγγελτικά ἐναντίον του κείμενα, ὅπως π.χ. τό κείμενο τῆς «Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν», μέ τίτλο «Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου», τό ὁποῖο ἐκτός ἀπό τά μέλη τῆς Συνάξεως ὑπέγραψαν ἑκατοντάδες κληρικῶν καί μοναχῶν καί χιλιάδες πιστῶν, ἀλλά πρωτίστως ἐννέα ἀρχιερεῖς, οἱ Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Ἀμβρόσιος, Δρυϊνουπόλεως Ἀνδρέας, Ἀντινόης Παντελεήμων, Πειραιῶς Σεραφείμ, Γλυφάδας Παῦλος, Ζιχνῶν καί Νευροκοπίου Ἱερόθεος, Κυθήρων Σεραφείμ, Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας Κοσμᾶς καί Γόρτυνος Ἱερεμίας[13]

Σημαντική εἶναι ἡ συλλογή πού δημοσίευσε ἐσχάτως ὁ Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Πῆχος, Καθηγούμενος τῆς Ἱ.Μ. Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας Πάρου μέ τίτλο «Κατάγνωσις ἑτεροδιδασκαλιῶν τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ἐνώπιον τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος»[14]. Ἀρκετοί κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί ἔχουν συγκεντρώσει ἐπίσης πλῆθος πολύ οἰκουμενιστικῶν λεχθέντων καί πραχθέντων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, τά ὁποῖα, ὅταν δημοσιευθοῦν καί σχολιασθοῦν, θά ἐκπλήξουν τούς ἀπληροφόρητους ὑποστηρικτές του.

Ἔπρεπε λοιπόν ἡ διακοπή μνημονεύσεως τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου νά εἶχε γίνει ἐδῶ καί πολλά χρόνια ἀπό τά Ἁγιορειτικά Κοινόβια καί τούς Κελλιῶτες ἱερεῖς πού τόν μνημονεύουν καθημερινά στίς ἀκολουθίες ὡς οἰκεῖο ἐπίσκοπο, σύμφωνα μέ τήν κανονική καί πατερική παράδοση, ἀλλά καί τήν ἁγιορειτική, παλαιά καί πρόσφατη. Τό ἴδιο ἔπρεπε νά ἔχουν πράξει καί οἱ ἀρχιερεῖς τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν», ἀκολουθώντας τήν ὁμολογητική, θαρραλέα στάση τῶν τριῶν Ἀρχιερέων τῶν «Νέων Χωρῶν», πού διέκοψαν μαζί μέ τίς Ἁγιορειτικές Μονές κατά τά ἔτη 1969-1972 τό μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα, δηλαδή τῶν μακαριστῶν Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου, Φλωρίνης Αὐγουστίνου καί Παραμυθίας Παύλου.

Ἄν αὐτό εἶχε γίνει, οἱ προοπτικές γιά τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης θά ἦσαν διαφορετικές. Ὁ πατριάρχης θά ἐδίσταζε νά συγκαλέσει τήν «Σύνοδο» ἤ καί θά ἀπέφευγε νά τήν συγκαλέσει, διότι θά ἐμφανιζόταν ὠς ὑπέυθυνος τῆς ἀναταραχῆς στό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα καί οὐσιαστικῶς ὡς κατηγορούμενος, καί ἔτσι ὁ Οἰκουμενισμός θά παρέμενε προσωπική ἐπιλογή καί πλάνη κάποιων κληρικῶν καί θεολόγων. Τώρα, μετά τήν ἀτολμία, τούς δισταγμούς, τίς δῆθεν ποιμαντικές δυσκολίες καί συνέπειες ὁ αἱρετίζων πατριάρχης ἔμεινε στήν πράξη ἄτρωτος καί ἀλώβητος, καί μέ τήν ἐξουσιαστικότητα καί δύναμη πού ἔχει συνεκάλεσε, χωρίς πολλά ἐμπόδια, τήν ψευδοσύνοδο καί, ἐνῶ ἔπρεπε νά ἐμφανισθεῖ ὡς κατηγορούμενος σέ μία ὀρθόδοξη σύνοδο, ἐμφανίσθηκε ὡς κατήγορος ὅσων ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχοντας μάλιστα τώρα μεγαλύτερο θράσος στήν ἄσκηση διωγμῶν καί στήν σπίλωση καί συκοφάντηση τῶν ἀγωνιστῶν, ἐφ΄ ὅσον ὅσα πλανεμένα ἔλεγε καί ἔπραττε, ἔχουν τώρα καί συνοδική κατοχύρωση. Ἐμεῖς δέν εἴμαστε πλέον οἱ ἀμφισβητοῦντες ἁπλῶς τίς προσωπικές του γνῶμες, ὅπως ἔχουμε ὑποχρέωση καί δικαίωμα, ἀλλά εἴμαστε οἱ «ἀπείθαρχοι, οἱ σχισματικοί, οἱ ἀντάρτες, οἱ ἐγωιστές καί ἀλάθητοι, πού δέν δεχόμαστε αὐτά πού ἀποφασίζει ἡ Ἐκκλησία ἐν συνόδῳ», ὅπως ἐπαναλαμβάνουν τά παπαγαλάκια τοῦ Φαναρίου, ἀμαθεῖς καί ἡμιμαθεῖς ἐπίσκοποι καί νεοχειροτόνητοι θεολόγοι, πού ὡς ἄγρια θηρία κατασπαράσσουν τόν λόγο τῆς ἀληθείας, κατά τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου[15]. Ξεχνοῦν ὅτι ἡ ἐγκυρότητα τῆς συγκλήσεως καί λειτουργίας μιᾶς συνόδου δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τό ὅτι συνάγονται πατριάρχες καί ἐπίσκοποι καί συζητοῦν, ἀλλά ἀπό τήν ὀρθότητα τῶν δογμάτων καί τῶν ἀποφάσεων καί ἀπό τήν κατακολούθηση τῶν προηγουμένων συνόδων[16]. Ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται στίς συνόδους τῶν ἐπισκόπων, ὅταν αὐτοί ἀκολουθοῦν τήν ἀλήθεια καί τήν Ὀρθοδοξία. Ὅταν ἀκολουθοῦν καί ὑποστηρίζουν τήν αἵρεση καί τή πλάνη, ἡ Ἐκκλησία ἀπουσιάζει, δέν εὑρίσκεται ἐκεῖ[17]. Εὑρίσκεται ἐκεῖ πού φυλάσσεται καί κηρύσσεται ἡ ἀλήθεια, καί ἑπομένως εἶναι σαφές ποιοί εἶναι ἐντός καί ποιοί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Πολυάριθμες Σύνοδοι στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ἀποκηρύχθηκαν καί καταδικάσθηκαν ὡς ληστρικές, ὡς ψευδοσύνοδοι καί ὡς συνέδρια παρανόμων. Μεταξύ αὐτῶν θά συναριθμηθεῖ καί ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης. 

Δώσαμε, λοιπόν, μέ τήν ἀπραγία, τήν δειλία, τήν ποιμαντική δῆθεν φροντίδα, καί φοβία, τήν δυνατότητα στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί στούς ὁμοφρονές του Προκαθημένους καί ἐπισκόπους νά συγκαλέσουν τήν «Σύνοδο», νά κατοχυρώσουν τόν Οἰκουμενισμό μέ συνοδική βούλα καί συνοδικές ὑπογραφές. Αὐτό κάνει τά πράγματα χειρότερα, πολύ χειρότερα, διότι τώρα ὁ Οἰκουμενισμός κηρύσσεται «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», ὄχι μόνον ἀπό πέντε-δέκα ἤ εἴκοσι πατριάρχες καί ἐπισκόπους, ἀλλά ἀπό ὅσους ἔλαβαν μέρος στήν «Σύνοδο» καί ἐπεκύρωσαν μέ τίς ὐπογραφές τους τίς ἀποφάσεις, ὅπως καί ἀπό ὅσους ἀποδέχονται τίς ἀποφάσεις καί τίς ἀνακοινώνουν στό ποίμνιο, ἀκόμη καί ἀπό ὅσους σιωποῦν καί οὔτε τίς καταδικάζουν οὔτε τίς ἀποδέχονται, ἀλλά «ποιοῦν τήν νῆσσαν», κατά τό λεγόμενον. Ἡ ἐνδεδειγμένη στάση τῶν ἐπισκόπων, ἀπέναντι τῆς «Συνόδου» εἶναι ἕνα ξεκάθαρο «ναί» ἤ ἕνα ξεκάθαρο «ὄχι». Οὔτε «ναί καί ὄχι», ἀλλά οὔτε σιωπή, διότι ἐκτός τοῦ ὅτι ἡ σιωπή σημαίνει συγκατάθεση[18] καί ἀποτελεῖ κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ τό τρίτο εἶδος τῆς ἀθεΐας[19], ἤδη τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως μᾶς λέγει ὅτι στά θέματα τῆς Πίστεως δικαιολογεῖται νά εἶναι κανείς εἴτε ψυχρός εἴτε θερμός· ἀκόμη καί τούς ψυχρούς τούς ἀνέχεται ὁ Θεός, τούς ἀντέχει τό «στομάχι» Του· τούς χλιαρούς, τούς προσαρμοσμένους, τούς διπλωμάτες, τούς «ναί καί ὄχι», δέν τούς ἀντέχει· τούς ἀποβάλλει, τούς ξερνᾶ: «Οἶδά σου τά ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρός εἶ, οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρός ἦς ἤ ζεστός· οὕτως ὅτι χλιαρός εἶ, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου»[20].

Καί ἐπειδή καί ὁ Οἰκουμενιστές δέν ἀρνοῦνται τό ὑψηλό ἐπίπεδο αὐθεντίας τῆς «Συνόδου», ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὁποίου θεωροῦν τίς ἀποφάσεις της δεσμευτικές γιά ὅλους, εἶναι ὑποχρεωμένοι νά δεχθοῦν ὅτι ἐπάνω σ’ αὐτό τό ὑψηλό ἐπίπεδο τῆς «Συνόδου», «ἐπ΄ ὄρους ὑψηλοῦ καί ἐπῃρμένου», ἐπί παγκοσμίου, πανορθοδόξου ἐπιπέδου, κηρύχθηκε καί ἐπικυρώθηκε ὁλοφάνερα ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ». Ἐξακολουθητικά δέ κηρύσσεται πάλιν καί πολλάκις ἀπό ὅσους ἀποδέχονται καί προβάλλουν τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου». Κατά συνέπειαν, τώρα, δέν εἶναι μόνον ὁ Βαρθολομαῖος πού ὑπόκειται στήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματός του στίς ἱερές ἀκολουθίες, ἀλλά καί ὅσοι ἐπίσκοποι συνήργησαν καί συνεργοῦν στήν ἀποδοχή, διάδοση καί ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεών της.

Γιά τόν λόγο αὐτό ἔπραξαν ἄριστα οἱ Ἁγιορεῖτες Κελλιῶτες Μοναχοί, δυστυχῶς ὄχι οἱ μεγάλες Μονές, οἱ ὁποῖοι διορθώνοντας τήν προηγούμενη ἀπραγία καί διστακτικότητα καί διασώζοντας τό κῦρος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὡς κιβωτοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, διέκοψαν σχεδόν ἀμέσως μετά τήν «Σύνοδο» τό μνημόσυνο τοῦ πρωτεργάτη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς συνοδικῆς του ἐπικύρωσης ἀρχι-οικουμενιστῆ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου. Ἡ «Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν» σέ κείμενό της μέ τίτλο «Ἀνοικτή Ἐπιστολή - Ὁμολογία γιά τή “Σύνοδο” τῆς Κρήτης», πού ὑπογράφτηκε ἀπό πολλούς πού συμφωνοῦσαν κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς, ἐστήριξε καί ἐπῄνεσε τούς Ἁγιορεῖτες Κελλιῶτες γιά τήν ἐνέργειά τους αὐτή, ἐπειδή, ὅπως γράφαμε, «ἐκεῖ ἄμεσος ἐπίσκοπός των εἶναι ὁ πρωτεργάτης κάι κήρυξ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, “γυμνῇ τῇ κεφαλῇ”, Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα δέν θέλουν νά μνημονεύεται στίς ἱερές ἀκολουθίες. Διαπράττουν μεγάλο κανονικό καί ἐκκλησιολογικό λάθος ὅσοι, ἀντί νά ἐπαινοῦν, καταδιώκουν τούς μοναχούς πού τηροῦν τήν πατερική, ἱεροκανονική καί ἁγιορειτική Παράδοση»[21].

Ὁ ἔπαινος αὐτός τῆς δικαιολογημένης ἀπόλυτα πράξεως τῶν Ἁγιορειτῶν Κελλιωτῶν, δέν ἄρεσε καί σέ πολλούς παραδοσιακούς κληρικούς καί θεολόγους, ἀκόμη καί σέ μέλη τῆς «Συνάξεώς» μας, διότι ὅ,τι ἐπαινεῖς πρέπει καί σύ νά τό ἐφαρμόσεις· ἀπό τήν θεωρία ὅμως καί τά λόγια μέχρι τήν πράξη ὑπάρχει μεγάλη ἀπόσταση. Μέχρι τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης οἱ δικοί μας ἐπίσκοποι, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στήν πλειονότητά τους δέν ἐνέπιπταν στόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861), γιατί δέν ἐκήρυσσαν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» καί φανερά τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως ἔπρατταν ὁ Βαρθολομαῖος καί οἱ σύν αὐτῷ. 

Φάνηκε μάλιστα μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου τοῦ 2016, πρό τῆς «Συνόδου», ὅτι οἱ ὁμόφωνες προτάσεις τῶν Ἱεραρχῶν ἦσαν ἱκανές νά ἀποδομήσουν τόν οἰκουμενιστικό χαρακτῆρα τῆς «Συνόδου» καί νά ἀναπαύσουν τίς συνειδήσεις τῶν Ὀρθοδόξων. Δυστυχῶς, ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ εἰκοσιτετραμελής (24) ἀντιπροσωπία στήν «Σύνοδο» δέν φάνηκαν ἀντάξιοι τῶν ἀποφάσεων τῆς ὁλομελείας, οὔτε τῶν προσδοκιῶν τοῦ πληρώματος· ὑπανεχώρησαν στά οὐσιώδη καί ἱκανοποιήθηκαν μέ ἐλάχιστες ἀλλαγές στά ἐπουσιώδη, οἱ ὁποῖες δέν τραυμάτισαν θανάσιμα τό σῶμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τοῦ προκάλεσαν ἁπλῶς κάποιες ἀνώδυνες ἀμυχές, ἐπιφανειακά γρατσουνίσματα.

Μεταθέσαμε τίς ἐλπίδες μας καί πάλι στήν ὁλομέλεια τῆς Ἱεραρχίας πού συνῆλθε τόν Νοέμβριο τοῦ 2016, γιά νά διαψευσθοῦμε τρανότατα καί τραγικά. Δέν ἔγινε καμμία ἀποτίμηση τῆς «Συνόδου», οὔτε ψηφοφορία γιά τήν ἀποδοχή ἤ ἀπόρριψή της, ἁπλῶς ἔγινε συζήτηση καί ἐνημέρωση μέ βάση τήν θετικώτατη εἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτου Σερρῶν κ. Θεολόγου, τοῦ ὁποίου τίς θετικές ἐκτιμήσεις καί προτάσεις γιά τήν ποιμαντική ἀξιοποίηση τῶν ἀποφάσεων τῆς «Συνόδου» ὁμοφώνως ἔκαναν ἀποδεκτές ὅλα τά μέλη τῆς Ἱεραρχίας σύμφωνα μέ τό «Ἀνακοινωθέν» τῆς Ἐπιτροπῆς Τύπου. Οὐδείς ἔλεγχος γιά τήν ἀνατροπή, τήν ὑπαναχώρηση, τήν ἐγκατάλειψη τῶν ἀποφάσεων τοῦ Μαΐου. Ἐλάχιστοι ἀρχιερεῖς διαμαρτυρήθηκαν ὅτι τό «Ἀνακοινωθέν» εἶναι ἀνακριβές, ὅτι δέν ἐλήφθη καμμία ἀπόφαση θετική ἤ ἀρνητική, ὅπως οἱ Κυθήρων κ. Σεραφείμ καί Αἰγιαλείας κ. Ἀμβρόσιος. Οἱ διαμαρτυρίες ἔφθασαν εἰς ὦτα μή ἀκουόντων· ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἱεροκρυφίως, χωρίς σχετική συζήτηση καί ψηφοφορία, ἀποδέχθηκε θετικά τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Ὑπάρχει μήπως κανείς πού νά νομίζει καί νά ἰσχυρίζεται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πρέπει νά συναριθμηθεῖ μεταξύ τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν πού ἀπορρίπτουν τήν «Σύνοδο» καί νά αὐξηθοῦν αὐτές εἰς πέντε (5) μέ ἀντίστοιχη μείωση τῶν Ἐκκλησιῶν πού τήν δέχονται σέ ἐννέα (9) ;

Καί δέν φθάνει πού οὐσιαστικά ἔγινε ὑφαρπαγή τῆς θετικῆς στάσης τῆς Ἱεραρχίας ἔναντι τῆς «Συνόδου», ἀκολούθησε τό γνωστό κείμενο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «Πρός τόν Λαό», μέ τίτλο «Γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης», μνημεῖο ψεύδους καί παραπληροφόρησης, μέ φερόμενο συντάκτη τόν συνοδικό Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κ. Ἰωήλ, ἄν δέν ἀλλοιώθηκε μετά τήν σύνταξή του, χωρίς πάντως νά διαμαρτυρηθεῖ ὁ συντάξας, ὅπου «ἡλίου φαεινότερον» γίνεται ἀποδεκτή ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, ἁπλῶς παραπληροφοροῦν καί κοροϊδεύουν τόν Λαό, γιά νά μειώσουν τίς ἀντιδράσεις. Δέν θά ἀσχοληθοῦμε μέ τό κείμενο αὐτό· τό ἔχουν κάνει ἤδη πολλοί, ἀλλά καί ἐμεῖς σέ μάθημά μας στό «Ἀρχονταρίκι» τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, πού μεταδόθηκε καί στό διαδίκτυο, ἑτοιμάζουμε δέ τώρα καί τήν γραπτή διευρυμένη μορφή τῆς κριτικῆς του. Ἐστάλη τό συνοδικό κείμενο στίς μητροπόλεις μέ τήν ἐντολή νά ἀναγνωσθεῖ στούς ναούς, τέλη Ἰανουαρίου τοῦ 2017· ἀναγνώσθηκε καί διανεμήθηκε, ὄχι σέ ὅλες τίς μητροπόλεις, ἀρχές Φεβρουαρίου.

Ἑπομένως τώρα, ὅπως εἴπαμε, κατά ἀναγκαστική λογική ἀκολουθία, τόν Οἱκουμενισμό δέν κηρύσσει «γυμνῇ τῆ κεφαλῇ» μόνον ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ἀλλά «ἐπάνω ὄρους κειμένη» καί ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, τό ἀνώτατο ὄργανο διοικήσεως καί διαποιμάνσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ὅλοι οἱ ὑπογράψαντες καί οἱ συμφωνοῦντες μέ τίς ἀποφάσεις της, δηλαδή ἡ συντριπτική πελιοψηφία τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τώρα δέν εἶναι μόνον οἱ Ἁγιορεῖτες πού δικαιοῦνται νά διακόψουν τό μνημόσυνο τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου, δηλαδή τοῦ Βαρθολομαίου, ἀλλά ὅλοι οἱ κληρικοί τῆς ἑλλαδικῆς ἐπικρατείας. Μεταξύ αὐτῶν μάλιστα ἐλπίζαμε, περιμέναμε, προσδοκούσαμε, ἀλλά διαψευσθήκαμε, ὅτι καί κάποιοι ἐπίσκοποι τῆς παλαιᾶς, τῆς «Κάτω Ἑλλάδος», θά διέκοπταν τό μνημόσυνο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὥστε νά μή ψεύδονται ἐνώπιον τοῦ Ἱεροῦ Θυσιαστηρίου λέγοντες κατά τήν Θεία Λειτουργία «τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῆς ὀρθοτομούσης τόν λόγον τῆς ἀληθείας». Πολύ περισσότερο, κατά μείζονα λόγον, αὐτό ἔπρεπε νά πράξουν οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Νέων Χωρῶν, οἱ ὁποῖοι ψεύδονται διπλᾶ, λέγοντες: «Τοῦ Πατριάρχου ἡμῶν Βαρθολομαίου καί τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου, τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς ἀληθείας».

Ἐφαρμόζοντας λοιπόν τόν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861) ὁρισμένοι κληρικοί διακόψαμε τήν μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τῶν οἰκείων ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι μετασχόντες τῆς ψευδοσυνόδου, ὅπως οἱ Σιδηροκάστρου κ. Μακάριος καί Λαγκαδᾶ κ. Ἰωάννης, ἤ ὑποστηρίξαντες φανερά τήν «Σύνοδο», ὅπως ὁ Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμος καί διανείμαντες τό φυλλάδιο «Πρός τόν Λαό», ἐκήρυξαν καί αὐτοί «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. 

Δέν ἐξαιρεῖται ὁ μητροπολίτης Φλωρίνης κ. Θεόκλητος, τοῦ ὁποίου διέκοψαν τό μνημόσυνο εὐάριθμοι κληρικοί, ἐν πρώτοις διότι καί αὐτός, παρά τίς ἀρχικές ἐπιφυλάξεις γιά τήν συμμετοχή του στήν «Σύνοδο» καί τήν ἄρνησή του νά μετάσχει, τελικῶς ἀποδέχθηκε τίς ἀποφάσεις της καί διένειμε τό φυλλάδιο «Πρός τόν Λαό». Οἱ κληρικοί του καί μεγάλο μέρος τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας του τόν ἤθελαν νά ἀκολουθεῖ τά βήματα τοῦ προκατόχου του ἀγωνιστοῦ ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτη καί νά δώσει πρῶτος αὐτός τό σύνθημα τῆς ὀρθοδόξου ἀντιστάσεως, πολύ περισσότερο, διότι γαλουχηθέντες ἐπί μακρόν μέ τά ὀρθόδοξα φλογερά κηρύγματα τοῦ μακαριστοῦ ἱεράρχη δέν ἀνέχονταν, ἀπό ἀγάπη καί σεβασμό, νά τόν ἀκούουν ὡς ἀρχιερέα τῶν «Νέων Χωρῶν», νά ψεύδεται μνημονεύοντας τόν πατριάρχη Βαρθολομαῖο ὡς «ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς ἀληθείας».

Δέν ἰσχυριζόμαστε ὅτι ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἐξ ἴσου ὑπεύθυνοι γιά τήν ἀποδοχή τῆς ψευδοσυνόδου καί ὅτι ἔλειψαν παντελῶς οἱ ὀρθοδόξου φρονήματος ἀντι-οικουμενιστές ἱεράρχες, οἱ ὁποῖοι γιά διαφόρους λόγους δειλιοῦν καί σιωποῦν ἀδικαιολογήτως. Οὔτε πολύ περισσότερο, ὅτι πρέπει νά προχωρήσουμε σέ γενική ἀκοινωνησία μέ ὅλους τούς ὀρθοδόξους ἐπισκόπους, ἀφοῦ ἀκόμη καί οἱ μή μετασχοῦσες στήν «Σύνοδο» τέσσαρες ἐκκλησίες (Ἀντιοχείας, Ρωσσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας) ἐξακολουθοῦν νά μνημονεύουν διά τῶν Προκαθημένων τους τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο. Ἡ Ἐκκλησία πέρασε στήν ἱστορία της παρόμοιες καταστάσεις μέ εὔθραυστα τά ὅρια καί μή δακρινόμενα μεταξύ ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν ἐπισκόπων, πολλοί ἐκ τῶν ὁποίων μεταμεληθέντες προσχώρησαν στήν ὀρθόδοξη παράταξη, πρό παντός μέ σύγχυση καί ἀγνωσία τοῦ ποιμνίου, τό ὁποῖο δέν πρέπει νά ἀφεθεῖ ἀπροστάτευτο καί ἀκαθοδήγητο στά χέρια τῶν Οἰκουμενιστῶν αἱρετικῶν, νά μή χάσουμε τήν ἐπικοινωνία μαζί του. Γι΄ αὐτό οἱ Πατέρες δέχονται ὅτι ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία δύο εἴδη κυβερνήσεως, ἡ ἀκρίβεια καί ἡ οἰκονομία. Ἀκόμη καί μεγάλοι ζηλωτές Ἅγιοι, ὅπως ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, σέ παρόμοιες κρίσιμες καταστάσεις ἄφηναν προσωρινά «πρός καιρόν» τήν ἀκρίβεια καί ἐφήρμοζαν τήν οἰκονομία, πρός ἀποφυγήν μείζονος κακοῦ[22].


Δέν ἔχει μολυνθῇ ὅλη ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν αἵρεση, καί δέν εἶναι ἄκυρα τά μυστήρια, ἐκεῖ ὅπου μνημονεύονται αἱρετίζοντες ἐπίσκοποι, ὅπως ἰσχυρίζονται κάποιοι ἀδιάκριτα καί διασπαστικά. Ἡ ποιμαντική διάκριση καί φροντίδα πρός τό παρόν καί κατ΄ οἰκονομίαν ἀποτυπώνονται εἰς αὐτά πού συμφωνήσαμε μέ τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες λίγες ἡμέρες πρίν τήν Ἡμερίδα τοῦ Ὡραιοκάστρου πού ἔγινε στίς 4 Ἀπριλίου τοῦ 2017, τήν ὁποία δυστυχῶς ἐκεῖνοι παρέβησαν τήν τελευταία στιγμή, ταχθέντες ἀποκλειστικά ὑπέρ τῆς ἀκριβείας, ὑπέρ τοῦ νά ἐκκλησιάζονται δηλαδή οἱ πιστοί ἀποκλειστικά καί μόνο ἐκεῖ ὅπου οἱ ἱερεῖς ἔχουν διακόψει τό μνημόσυνο, πρᾶγμα πού δημιουργεῖ πολύπλοκα ποιμαντικά, ἐκκλησιολογικά, ἀλλά καί δογματικά προβλήματα, διότι προϋποθέτει ὅτι ὁ αἱρετίζων ἐπίσκοπος καί πρό τῆς συνοδικῆς καταδίκης του ὡς αἱρετικοῦ τελεῖ ἄκυρα καί ἀνυπόστατα μυστήρια. 

Δέν θά ἐπιχειρηματολογήσουμε τώρα ὑπέρ τοῦ ἀντιθέτου· ἀρκεῖ μόνον νά ποῦμε ὅτι ἐπί αἰῶνες ἡ Ἀνατολή βρισκόταν σέ κοινωνία μέ τήν Δύση, ἐνῶ ἐκεῖ ὑπῆρχε ἡ αἵρεση τοῦ Filioque, καί τό πιό ἁπλό, ὅτι τά μυστήρια ὅσων διακόψαμε τό μνημόσυνο τῶν ἐπισκόπων δέν ἦσαν ἄκυρα τήν προηγούμενη Κυριακή πού μνημονεύαμε τούς ἐπισκόπους. Λέγει μήπως κάτι τέτοιο ὁ 15ος κανών, ὅτι δηλαδή διακόπτουμε τό μνημόσυνο, διότι, ὅταν μνημονεύουμε, τά μυστήρια εἶναι ἄκυρα; Ἠ συμφωνία πού κάναμε μέ τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἡ ὁποία δυστυχῶς ἀθετήθηκε, γι΄ αὐτό καί ἐμεῖς δέν λάβαμε μέρος στήν Ἡμερίδα τοῦ Ὡραιοκάστρου (4 Ἀπριλίου τοῦ 2017), ἔλεγε τά ἑξῆς: «Συνιστᾶται στούς πιστούς νά ἀποφεύγουν νά ἐκκλησιάζονται ὅπου λειτουργοῦν ἤ μνημονεύονται φανεροί αἱρετικοί οἰκουμενιστές, ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς. Νά προτιμοῦν νά πηγαίνουν ἐκεῖ πού λειτουργοῦν ὀρθόδοξοι στό φρόνημα ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς, ἔστω καί ἄν γιά κάποιους λόγους δέν ἔχουν κόψει τό μνημόσυνο, καί αὐτό κατ’ οἰκονομίαν. Τό ἄριστο καί ἐπαινούμενο κατά τήν κανονική ἀκρίβεια εἶναι νά ἐκκλησιάζονται ἐκεῖ πού δέν μνημονεύονται οἱ αἱρετίζοντες, ἐκεῖ δηλαδή πού οἱ ἱερεῖς ἔχουν προχωρήσει σέ διακοπή μνημοσύνου».

(Συνεχίζεται)

No comments:

Post a Comment