ΔΕΝ ΘΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΟΥΜΕ ΣΧΙΣΜΑ
Γ΄
Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις
Του Πρωτοπρεσβύτερου Θεόδωρου Ζήση
=====
3. Ἐπίκαιρα ἐρωτήματα καί προβλήματα
Ὑπάρχει λοιπόν καί παραϋπάρχει κατεγνωσμένη αἵρεση στίς ἡμέρες μας, ὁ ἐπάρατος Οἰκουμενισμός, τόν ὁποῖο πολύ σύντομα περιγράψαμε, ἔστω καί ἄν πολλοί προσποιοῦνται ὅτι δέν τόν βλέπουν, γιατί ἡ ἀντιμετώπισή του συνεπάγεται κόπους, θυσίες, συκοφαντίες, διωγμούς, ξεβόλεμα. Μέχρι τήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης τόν Οἰκουμενισμό ἐκήρυσσαν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» μεμονωμένοι κληρικοί καί θεολόγοι, μεταξύ τῶν ὁποίων κορυφαῖοι καί ἐπιφανεῖς οἱ δύο πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρας καί Βαρθολομαῖος. Εἶναι πολλές οἱ αἱρετίζουσες, οἰκουμενιστικές πλάνες καί ρήσεις τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, οἱ ὁποῖες δκαιολογημένα ὁδήγησαν τίς περισσότερες Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί κελλιῶτες μοναχούς, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τόν Ἅγιο Παΐσιο, κατά τήν τριετία 1969-1972,στήν διακοπή τοῦ μνημοσύνου του, ὡς οἰκείου ἐπισκόπου, κατά τόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861).

Σημαντική εἶναι ἡ συλλογή πού δημοσίευσε ἐσχάτως ὁ Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Πῆχος, Καθηγούμενος τῆς Ἱ.Μ. Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας Πάρου μέ τίτλο «Κατάγνωσις ἑτεροδιδασκαλιῶν τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ἐνώπιον τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος»[14]. Ἀρκετοί κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί ἔχουν συγκεντρώσει ἐπίσης πλῆθος πολύ οἰκουμενιστικῶν λεχθέντων καί πραχθέντων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, τά ὁποῖα, ὅταν δημοσιευθοῦν καί σχολιασθοῦν, θά ἐκπλήξουν τούς ἀπληροφόρητους ὑποστηρικτές του.

Ἄν αὐτό εἶχε γίνει, οἱ προοπτικές γιά τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης θά ἦσαν διαφορετικές. Ὁ πατριάρχης θά ἐδίσταζε νά συγκαλέσει τήν «Σύνοδο» ἤ καί θά ἀπέφευγε νά τήν συγκαλέσει, διότι θά ἐμφανιζόταν ὠς ὑπέυθυνος τῆς ἀναταραχῆς στό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα καί οὐσιαστικῶς ὡς κατηγορούμενος, καί ἔτσι ὁ Οἰκουμενισμός θά παρέμενε προσωπική ἐπιλογή καί πλάνη κάποιων κληρικῶν καί θεολόγων. Τώρα, μετά τήν ἀτολμία, τούς δισταγμούς, τίς δῆθεν ποιμαντικές δυσκολίες καί συνέπειες ὁ αἱρετίζων πατριάρχης ἔμεινε στήν πράξη ἄτρωτος καί ἀλώβητος, καί μέ τήν ἐξουσιαστικότητα καί δύναμη πού ἔχει συνεκάλεσε, χωρίς πολλά ἐμπόδια, τήν ψευδοσύνοδο καί, ἐνῶ ἔπρεπε νά ἐμφανισθεῖ ὡς κατηγορούμενος σέ μία ὀρθόδοξη σύνοδο, ἐμφανίσθηκε ὡς κατήγορος ὅσων ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχοντας μάλιστα τώρα μεγαλύτερο θράσος στήν ἄσκηση διωγμῶν καί στήν σπίλωση καί συκοφάντηση τῶν ἀγωνιστῶν, ἐφ΄ ὅσον ὅσα πλανεμένα ἔλεγε καί ἔπραττε, ἔχουν τώρα καί συνοδική κατοχύρωση. Ἐμεῖς δέν εἴμαστε πλέον οἱ ἀμφισβητοῦντες ἁπλῶς τίς προσωπικές του γνῶμες, ὅπως ἔχουμε ὑποχρέωση καί δικαίωμα, ἀλλά εἴμαστε οἱ «ἀπείθαρχοι, οἱ σχισματικοί, οἱ ἀντάρτες, οἱ ἐγωιστές καί ἀλάθητοι, πού δέν δεχόμαστε αὐτά πού ἀποφασίζει ἡ Ἐκκλησία ἐν συνόδῳ», ὅπως ἐπαναλαμβάνουν τά παπαγαλάκια τοῦ Φαναρίου, ἀμαθεῖς καί ἡμιμαθεῖς ἐπίσκοποι καί νεοχειροτόνητοι θεολόγοι, πού ὡς ἄγρια θηρία κατασπαράσσουν τόν λόγο τῆς ἀληθείας, κατά τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου[15]. Ξεχνοῦν ὅτι ἡ ἐγκυρότητα τῆς συγκλήσεως καί λειτουργίας μιᾶς συνόδου δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τό ὅτι συνάγονται πατριάρχες καί ἐπίσκοποι καί συζητοῦν, ἀλλά ἀπό τήν ὀρθότητα τῶν δογμάτων καί τῶν ἀποφάσεων καί ἀπό τήν κατακολούθηση τῶν προηγουμένων συνόδων[16]. Ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται στίς συνόδους τῶν ἐπισκόπων, ὅταν αὐτοί ἀκολουθοῦν τήν ἀλήθεια καί τήν Ὀρθοδοξία. Ὅταν ἀκολουθοῦν καί ὑποστηρίζουν τήν αἵρεση καί τή πλάνη, ἡ Ἐκκλησία ἀπουσιάζει, δέν εὑρίσκεται ἐκεῖ[17]. Εὑρίσκεται ἐκεῖ πού φυλάσσεται καί κηρύσσεται ἡ ἀλήθεια, καί ἑπομένως εἶναι σαφές ποιοί εἶναι ἐντός καί ποιοί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Πολυάριθμες Σύνοδοι στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ἀποκηρύχθηκαν καί καταδικάσθηκαν ὡς ληστρικές, ὡς ψευδοσύνοδοι καί ὡς συνέδρια παρανόμων. Μεταξύ αὐτῶν θά συναριθμηθεῖ καί ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης.

Καί ἐπειδή καί ὁ Οἰκουμενιστές δέν ἀρνοῦνται τό ὑψηλό ἐπίπεδο αὐθεντίας τῆς «Συνόδου», ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὁποίου θεωροῦν τίς ἀποφάσεις της δεσμευτικές γιά ὅλους, εἶναι ὑποχρεωμένοι νά δεχθοῦν ὅτι ἐπάνω σ’ αὐτό τό ὑψηλό ἐπίπεδο τῆς «Συνόδου», «ἐπ΄ ὄρους ὑψηλοῦ καί ἐπῃρμένου», ἐπί παγκοσμίου, πανορθοδόξου ἐπιπέδου, κηρύχθηκε καί ἐπικυρώθηκε ὁλοφάνερα ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ». Ἐξακολουθητικά δέ κηρύσσεται πάλιν καί πολλάκις ἀπό ὅσους ἀποδέχονται καί προβάλλουν τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου». Κατά συνέπειαν, τώρα, δέν εἶναι μόνον ὁ Βαρθολομαῖος πού ὑπόκειται στήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματός του στίς ἱερές ἀκολουθίες, ἀλλά καί ὅσοι ἐπίσκοποι συνήργησαν καί συνεργοῦν στήν ἀποδοχή, διάδοση καί ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεών της.

Ὁ ἔπαινος αὐτός τῆς δικαιολογημένης ἀπόλυτα πράξεως τῶν Ἁγιορειτῶν Κελλιωτῶν, δέν ἄρεσε καί σέ πολλούς παραδοσιακούς κληρικούς καί θεολόγους, ἀκόμη καί σέ μέλη τῆς «Συνάξεώς» μας, διότι ὅ,τι ἐπαινεῖς πρέπει καί σύ νά τό ἐφαρμόσεις· ἀπό τήν θεωρία ὅμως καί τά λόγια μέχρι τήν πράξη ὑπάρχει μεγάλη ἀπόσταση. Μέχρι τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης οἱ δικοί μας ἐπίσκοποι, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στήν πλειονότητά τους δέν ἐνέπιπταν στόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861), γιατί δέν ἐκήρυσσαν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» καί φανερά τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως ἔπρατταν ὁ Βαρθολομαῖος καί οἱ σύν αὐτῷ.

Μεταθέσαμε τίς ἐλπίδες μας καί πάλι στήν ὁλομέλεια τῆς Ἱεραρχίας πού συνῆλθε τόν Νοέμβριο τοῦ 2016, γιά νά διαψευσθοῦμε τρανότατα καί τραγικά. Δέν ἔγινε καμμία ἀποτίμηση τῆς «Συνόδου», οὔτε ψηφοφορία γιά τήν ἀποδοχή ἤ ἀπόρριψή της, ἁπλῶς ἔγινε συζήτηση καί ἐνημέρωση μέ βάση τήν θετικώτατη εἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτου Σερρῶν κ. Θεολόγου, τοῦ ὁποίου τίς θετικές ἐκτιμήσεις καί προτάσεις γιά τήν ποιμαντική ἀξιοποίηση τῶν ἀποφάσεων τῆς «Συνόδου» ὁμοφώνως ἔκαναν ἀποδεκτές ὅλα τά μέλη τῆς Ἱεραρχίας σύμφωνα μέ τό «Ἀνακοινωθέν» τῆς Ἐπιτροπῆς Τύπου. Οὐδείς ἔλεγχος γιά τήν ἀνατροπή, τήν ὑπαναχώρηση, τήν ἐγκατάλειψη τῶν ἀποφάσεων τοῦ Μαΐου. Ἐλάχιστοι ἀρχιερεῖς διαμαρτυρήθηκαν ὅτι τό «Ἀνακοινωθέν» εἶναι ἀνακριβές, ὅτι δέν ἐλήφθη καμμία ἀπόφαση θετική ἤ ἀρνητική, ὅπως οἱ Κυθήρων κ. Σεραφείμ καί Αἰγιαλείας κ. Ἀμβρόσιος. Οἱ διαμαρτυρίες ἔφθασαν εἰς ὦτα μή ἀκουόντων· ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἱεροκρυφίως, χωρίς σχετική συζήτηση καί ψηφοφορία, ἀποδέχθηκε θετικά τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Ὑπάρχει μήπως κανείς πού νά νομίζει καί νά ἰσχυρίζεται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πρέπει νά συναριθμηθεῖ μεταξύ τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν πού ἀπορρίπτουν τήν «Σύνοδο» καί νά αὐξηθοῦν αὐτές εἰς πέντε (5) μέ ἀντίστοιχη μείωση τῶν Ἐκκλησιῶν πού τήν δέχονται σέ ἐννέα (9) ;

Ἑπομένως τώρα, ὅπως εἴπαμε, κατά ἀναγκαστική λογική ἀκολουθία, τόν Οἱκουμενισμό δέν κηρύσσει «γυμνῇ τῆ κεφαλῇ» μόνον ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ἀλλά «ἐπάνω ὄρους κειμένη» καί ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, τό ἀνώτατο ὄργανο διοικήσεως καί διαποιμάνσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ὅλοι οἱ ὑπογράψαντες καί οἱ συμφωνοῦντες μέ τίς ἀποφάσεις της, δηλαδή ἡ συντριπτική πελιοψηφία τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τώρα δέν εἶναι μόνον οἱ Ἁγιορεῖτες πού δικαιοῦνται νά διακόψουν τό μνημόσυνο τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου, δηλαδή τοῦ Βαρθολομαίου, ἀλλά ὅλοι οἱ κληρικοί τῆς ἑλλαδικῆς ἐπικρατείας. Μεταξύ αὐτῶν μάλιστα ἐλπίζαμε, περιμέναμε, προσδοκούσαμε, ἀλλά διαψευσθήκαμε, ὅτι καί κάποιοι ἐπίσκοποι τῆς παλαιᾶς, τῆς «Κάτω Ἑλλάδος», θά διέκοπταν τό μνημόσυνο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὥστε νά μή ψεύδονται ἐνώπιον τοῦ Ἱεροῦ Θυσιαστηρίου λέγοντες κατά τήν Θεία Λειτουργία «τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῆς ὀρθοτομούσης τόν λόγον τῆς ἀληθείας». Πολύ περισσότερο, κατά μείζονα λόγον, αὐτό ἔπρεπε νά πράξουν οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Νέων Χωρῶν, οἱ ὁποῖοι ψεύδονται διπλᾶ, λέγοντες: «Τοῦ Πατριάρχου ἡμῶν Βαρθολομαίου καί τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου, τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς ἀληθείας».

Δέν ἐξαιρεῖται ὁ μητροπολίτης Φλωρίνης κ. Θεόκλητος, τοῦ ὁποίου διέκοψαν τό μνημόσυνο εὐάριθμοι κληρικοί, ἐν πρώτοις διότι καί αὐτός, παρά τίς ἀρχικές ἐπιφυλάξεις γιά τήν συμμετοχή του στήν «Σύνοδο» καί τήν ἄρνησή του νά μετάσχει, τελικῶς ἀποδέχθηκε τίς ἀποφάσεις της καί διένειμε τό φυλλάδιο «Πρός τόν Λαό». Οἱ κληρικοί του καί μεγάλο μέρος τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας του τόν ἤθελαν νά ἀκολουθεῖ τά βήματα τοῦ προκατόχου του ἀγωνιστοῦ ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτη καί νά δώσει πρῶτος αὐτός τό σύνθημα τῆς ὀρθοδόξου ἀντιστάσεως, πολύ περισσότερο, διότι γαλουχηθέντες ἐπί μακρόν μέ τά ὀρθόδοξα φλογερά κηρύγματα τοῦ μακαριστοῦ ἱεράρχη δέν ἀνέχονταν, ἀπό ἀγάπη καί σεβασμό, νά τόν ἀκούουν ὡς ἀρχιερέα τῶν «Νέων Χωρῶν», νά ψεύδεται μνημονεύοντας τόν πατριάρχη Βαρθολομαῖο ὡς «ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς ἀληθείας».
Δέν ἰσχυριζόμαστε ὅτι ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἐξ ἴσου ὑπεύθυνοι γιά τήν ἀποδοχή τῆς ψευδοσυνόδου καί ὅτι ἔλειψαν παντελῶς οἱ ὀρθοδόξου φρονήματος ἀντι-οικουμενιστές ἱεράρχες, οἱ ὁποῖοι γιά διαφόρους λόγους δειλιοῦν καί σιωποῦν ἀδικαιολογήτως. Οὔτε πολύ περισσότερο, ὅτι πρέπει νά προχωρήσουμε σέ γενική ἀκοινωνησία μέ ὅλους τούς ὀρθοδόξους ἐπισκόπους, ἀφοῦ ἀκόμη καί οἱ μή μετασχοῦσες στήν «Σύνοδο» τέσσαρες ἐκκλησίες (Ἀντιοχείας, Ρωσσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας) ἐξακολουθοῦν νά μνημονεύουν διά τῶν Προκαθημένων τους τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο. Ἡ Ἐκκλησία πέρασε στήν ἱστορία της παρόμοιες καταστάσεις μέ εὔθραυστα τά ὅρια καί μή δακρινόμενα μεταξύ ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν ἐπισκόπων, πολλοί ἐκ τῶν ὁποίων μεταμεληθέντες προσχώρησαν στήν ὀρθόδοξη παράταξη, πρό παντός μέ σύγχυση καί ἀγνωσία τοῦ ποιμνίου, τό ὁποῖο δέν πρέπει νά ἀφεθεῖ ἀπροστάτευτο καί ἀκαθοδήγητο στά χέρια τῶν Οἰκουμενιστῶν αἱρετικῶν, νά μή χάσουμε τήν ἐπικοινωνία μαζί του. Γι΄ αὐτό οἱ Πατέρες δέχονται ὅτι ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία δύο εἴδη κυβερνήσεως, ἡ ἀκρίβεια καί ἡ οἰκονομία. Ἀκόμη καί μεγάλοι ζηλωτές Ἅγιοι, ὅπως ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, σέ παρόμοιες κρίσιμες καταστάσεις ἄφηναν προσωρινά «πρός καιρόν» τήν ἀκρίβεια καί ἐφήρμοζαν τήν οἰκονομία, πρός ἀποφυγήν μείζονος κακοῦ[22].
Δέν ἔχει μολυνθῇ ὅλη ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν αἵρεση, καί δέν εἶναι ἄκυρα τά μυστήρια, ἐκεῖ ὅπου μνημονεύονται αἱρετίζοντες ἐπίσκοποι, ὅπως ἰσχυρίζονται κάποιοι ἀδιάκριτα καί διασπαστικά. Ἡ ποιμαντική διάκριση καί φροντίδα πρός τό παρόν καί κατ΄ οἰκονομίαν ἀποτυπώνονται εἰς αὐτά πού συμφωνήσαμε μέ τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες λίγες ἡμέρες πρίν τήν Ἡμερίδα τοῦ Ὡραιοκάστρου πού ἔγινε στίς 4 Ἀπριλίου τοῦ 2017, τήν ὁποία δυστυχῶς ἐκεῖνοι παρέβησαν τήν τελευταία στιγμή, ταχθέντες ἀποκλειστικά ὑπέρ τῆς ἀκριβείας, ὑπέρ τοῦ νά ἐκκλησιάζονται δηλαδή οἱ πιστοί ἀποκλειστικά καί μόνο ἐκεῖ ὅπου οἱ ἱερεῖς ἔχουν διακόψει τό μνημόσυνο, πρᾶγμα πού δημιουργεῖ πολύπλοκα ποιμαντικά, ἐκκλησιολογικά, ἀλλά καί δογματικά προβλήματα, διότι προϋποθέτει ὅτι ὁ αἱρετίζων ἐπίσκοπος καί πρό τῆς συνοδικῆς καταδίκης του ὡς αἱρετικοῦ τελεῖ ἄκυρα καί ἀνυπόστατα μυστήρια.

(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment