Thursday, August 31, 2017

Η "ΣΥΝΟΔΟΣ" ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΗ ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ΄


«Σύνοδος» τῆς Κρήτης καί ἡ ἀναδυόμενη Νέα Ἐκκλησιολογία: Μία Ὀρθόδοξη Ἀνάλυση

ΙΑ΄

Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Πέτρου Heers
======

4. Ἀντορθόδοξη καί συνοδικά καταδικασμένη ὡς Αἵρεση
   
Κατ’ ἀρχάς, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μητροπολίτης Ἱερόθεος, ἴσως, μέ τήν ἀποδοχή τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» γιά τίς ἑτερόδοξες ὁμολογίες, μιά σπουδαία διάκριση ἀπωλέσθηκε γιά τους συμμετέχοντες ἱεράρχες. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὅρισε μέ σαφήνεια τό ζήτημα αὐτό στό Συνοδικό Τόμο τῆς Ἐννάτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ 1351. Γράφει ἐκεῖ:

“ἕτερόν ἐστιν ἡ ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀντιλογία καὶ ἕτερον ἡ τῆς πίστεως ὁμολογία, καὶ ἐπὶ μὲν τῆς ἀντιλογίας οὐκ ἀνάγκη περὶ τὰς λέξεις ἀκριβολογεῖσθαι τὸν ἀντιλέγοντα, ὡς καὶ ὁ μέγας φησὶ Βασίλειος, ἐπὶ δὲ τῆς ὁμολογίας ἀκρίβεια διὰ πάντων τηρεῖται καὶ ζητεῖται."
     
Δηλαδή, κάποιος θά μποροῦσε νά χρησιμοποιήσει κάθε ἐπιχείρημα γιά νά ἀπαντήσει σέ κάτι, ἐνῷ ἡ ὁμολογία [τῆς πίστεως] θά πρέπει νά εἶναι σύντομη καί δογματικά ἀκριβής.
   
Ἑπομένως σ΄ αὐτό τό πλαίσιο, στή Σύνοδο, χάριν τῆς δογματικῆς ἀκριβείας ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» γιά τούς ἑτεροδόξους εἶναι ξεκάθαρα ἀπαράδεκτη.
    
Μποροῦμε μόνο νά ἐλπίζουμε, μαζί μέ τόν Μητροπολίτη Ἱερόθεο, ὅτι οἱ Ἱεράρχες στην Κρήτη «ἐξαπατήθηκαν» ἀπό ἐκείνους πού ἰσχυρίζονταν -χωρίς νά κάνουν ἐκτεταμένες ἀναφορές- ὅτι κατά τή διάρκεια τῆς δευτέρας χιλιετίας οἱ Ὀρθόδοξοι χαρακτήριζαν αἱρετικές ὁμάδες ὡς Ἐκκλησίες. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μόνο ἀπό τόν 20ο αἰώνα καί μετά, ἡ Δυτική Χριστιανοσύνη χαρακτηρίστηκε ὡς ἐκκλησία, ὅταν ἡ Ὀρθοδοξη ὁρολογία και θεολογία διαφοροποιήθηκε ἀπό τήν ὁρολογία καί θεολογία τοῦ παρελθόντος, εἰδικά μέ, καί μετά τήν Ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1920 «Πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ». Τό μόνο πού χρειάζεται νά κάνει κάποιος εἶναι νά ἀνακαλέσει στή μνήμη του ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς παρομοίαζε τή Λατινική αἵρεση μέ τον Ἀρειανισμό, καί τούς Λατίνους μέ πειθήνια ὄργανα τοῦ πονηροῦ.
    
Ὁ ὅρος Ἐκκλησία δέν χρησιμοποιεῖται ἁπλῶς σάν μιά περιγραφή ἤ σάν παρομοίωση. Δείχνει τό ἀληθινό Σῶμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται με αὐτό τό ἴδιο τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἐπειδή ὡς Κεφαλή Αὐτός εἶναι ἕνας, καί τό Σῶμα του εἶναι ἕνα. Ὅπως ἔγραψε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος:

«... καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, το πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» ( Ἐφ. 1, 22-23).

«Ἕν σῶμα καί ἕν πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα· εἷς Θεός καί πατήρ πάντων, ὁ ἐπί πάντων, καί ἐν πᾶσιν ἡμῖν» (Ἐφ. 4, 4-6).
     
Ἄν καί καί ἔχει ὑποστηριχθεῖ ὅτι ἡ προσβλητική φράση πού ἀναφέρεται στίς «ἐκκλησίες», ἰδιαιτέρως στήν τελευταία της μορφή, εἶναι συμβατή μέ τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καί τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι αὐτή εἶναι συμβατή μᾶλλον μέ τή νέα «περιεκτική» ἐκκλησιολογία. Καθώς ἰσχυρίστηκε ὁ Μητροπολίτης Ἱερόθεος: «ἐνῷ ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ἀκίνδυνη, εἶναι ἀντορθόδοξη».
    
Γιατί «ἀντορθόδοξη»; Ἐν πρώτοις εἶναι ἀδύνατο νά μιλήσει κάποιος γιά «ἁπλῆ» «ἀποδοχή τῆς ἱστορικῆς ὀνομασίας», τῶν «ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν», διότι δέν ὑπάρχει ὄνομα χωρίς ὕπαρξη. Ἀλλιῶς ἐκφράζεται ἕνας ἐκκλησιολογικός νομιναλισμός.
    
Δεύτερον, κάθε ἄλλο παρά ἀφουγκραζόμαστε τόν Ἀπόστολο Παῦλο, «τό στόμα τοῦ Χριστοῦ», ἀφοῦ ἡ φράση «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορική ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» ὅταν κατανοηθεῖ στό πλαίσιο της, μᾶς θυμίζει μία ἀπό τίς θεωρίες περί ἀοράτου ἐκκλησίας τοῦ Καλβίνου καί τοῦ Ζβιγκλίου, αὐτό πού ὁ Βλαντίμιρ Λόσκυ ἀποκαλοῦσε «Νεστοριανή ἐκκλησιολογία». Αὐτή ἡ ἐκκλησιολογία ὑποθέτει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι διαιρεμένη σέ δύο μέρη, ἀόρατο καί ὁρατό, ἀκριβῶς ὅπως ὁ Νεστόριος φανταζόταν τήν θεία καί ἀνθρώπινη φύση στο Χριστό νά εἶναι χωρισμένες. Ἀπό αὐτή τήν ἰδέα ἔχουν ξεπηδήσει καί ἄλλες αἱρετικές θεωρίες, ὅπως ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματική θεολογία καί ἡ ἐκκλησιολογική περιεκτικότητα. Αὐτή ἡ περί ἀοράτου ἐκκλησίας θεωρία, στήν πραγματικότητα ἔχει ἤδη ἀπορριφθεῖ ἐν Συνόδῳ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
    
Ἡ ἰδέα ὅτι μιά ἐκκλησία μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ὡς ἑτερόδοξη (αἱρετική) καταδικάσθηκε ἀπό τίς Συνόδους τοῦ 17ου αἰώνα μέ ἀφορμή τήν οὕτως καλουμένη «Ὁμολογία τοῦ Λουκάρεως», γραμμένη, ὑποτίθεται, καί υἱοθετημένη ἀπό τόν Κύριλλο Λούκαρη, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ καταδικασθεῖσα φράση ἦταν: «Αληθές γαρ και βέβαιόν εστιν, εν τη οδώ δύνασθαι αμαρτάνειν την Εκκλησίαν και αντί της αληθείας το ψεύδος εκλέγεσθαι...», δηλ. εἶναι ἀληθές καί βέβαιο ὅτι ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά ἁμαρτήσει καί νά υἱοθετήσει τό ψεῦδος ἀντί τῆς ἀληθείας. Ἀντιθέτως οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας κατεδίκασαν τότε αὐτή τήν ἀπιστία πρός τόν Χριστό δηλώνοντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά σφάλλει.
     
Αὐτή ἡ συνοδική διδασκαλία εἶναι πολύ σημαντική καί πρέπει νά τονισθεῖ πάλι στίς ἡμέρες μας, γιατί ἔρχεται νά θεραπεύσει τήν ψευδαίσθηση τῶν οὐμανιστῶν ἐκείνων, πού βρίσκονται ἀνάμεσά μας καί ἔχουν ἀπωλέσει τήν πίστη τους στόν Χριστό καί στήν συνέχιση τῆς Ἐνσαρκώσεως. Εἶναι αὐτή ἡ ἀπιστία πού ἐλλοχεύει πίσω ἀπό τήν ἀπροθυμία πολλῶν νά ἐνστερνισθοῦν τό «σκάνδαλο τοῦ συγκεκριμένου», τό σκάνδαλο τῆς Ἐνσαρκώσεως καί νά δηλώσουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, ὅπως ὁ Χριστός εἶναι Ἕνας καί ὅτι εἶναι σέ ἕνα συγκεκριμένο χρόνο καί τόπο πού συνεχίζεται ἡ Ἐνσάρκωση καί ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Αὐτή ἡ ἀπιστία ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἐγκατάλειψη τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς προαπαιτούμενο τῆς ἐκκλησιαστικότητος καί δέν εἶναι ἁπλῶς μιά κρίση πεποιθήσεων, ἀλλά, ὅπως ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἔγραψε πρίν 50 χρόνια, σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι «ἔχουν ἐγκαταλείψει τόν Χριστό».
    
Φυσικά, οἱ σύγχρονες μορφές πού παίρνουν οἱ θεωρίες περί «ἀοράτου ἐκκλησίας», εἶναι διαφοροποιημένες ἀπό ἐκεῖνες τοῦ 16ου αἰῶνος, ἀλλά ὄχι τόσο πολύ. Ἄς προσέξουμε πάλι τήν ἐπίμαχη φράση στό πλαίσιο της καί θά δοῦμε τίς ὁμοιότητες πιό καθαρά. Το κείμενο λέει:
     
"Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, ἀλλά πιστεύει ὅτι οἱ πρός αὐτάς σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας και ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ΄ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων,χάριτος, ἱερωσύνης και ἀποστολικῆς διαδοχῆς" (παράγραφος 6).
      
Τό κείμενο ἀρχίζει δηλώνοντας ὅτι σύμφωνα μέ τήν ὀντολογική φύση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότητά της δέν μπορεῖ νά διαταραχθεῖ. Ἐδῶ ὑπονοεῖται ἡ ἀόρατη, ἑνωμένη Ἐκκλησία πού εἶναι στούς οὐρανούς. Αὐτό εἶναι τό νόημα τῆς «ὀντολογικῆς». Αὐτή ἡ φράση ἀκολουθεῖται ἀμέσως ἀπό τίς λέξεις «παρά ταῦτα...» καί γίνεται ἀναφορά στην διασπασμένη, ὁρατή ὄψη τῆς Ἔκκλησίας μέ τήν ἀποδοχή τῶν ἄλλων «Ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν».

(Συνεχίζεται)

No comments:

Post a Comment