Thursday, September 30, 2010

Η EX NUNC ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΙΜΙΟΥ ΥΠΟ ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΤΙΚΟΥΣ ΟΡΟΥΣ





ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΚΑΙ ΙΕΡΑΝ ΣΥΝΟΔΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ









ΜΕΡΟΣ Γ'

____________



Η EX NUNC ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΙΜΙΟΥ

ΥΠΟ ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΤΙΚΟΥΣ ΟΡΟΥΣ



Του Μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος Νικόδημου

=========


Η παρουσιασθείσα ενώπιον της Συνελεύσεως της Ιεραρχίας εισήγησις του Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσοστόμου πραξικοπηματία του 1994, ως σας είναι γνωστόν, ετέθη εις ψηφοφορίαν υπό του Προέδρου, Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου. Και, τυχούσα εγκρίσεως υπό της πλειοψηφίας του Σώματος (ελευθέρως ή κατόπιν μυστικής διαφωτίσεως!!!), εδημοσιεύθη εις τον τύπον. Επαγγέλλεται, ότι ανακαλείται το «επιτίμιον της ακοινωνησίας», το επιβληθέν εις εμέ προ δεκαεπτά ολοκλήρων ετών, εφόσον και όταν εγώ δηλώσω, ότι αποδέχομαι πλήρως την κατάστασιν την οποίαν, οι παλαιότεροι Συνοδικοί, αλλά και σεις εσχάτως, εν βιαία εξάψει και αλογίστω παραβιάσει των Ιερών Κανόνων και εν προκλητική καταφρονήσει των Καταστατικών Διατάξεων, των ρυθμιζουσών το Νομικόν πλαίσιον διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, εδημιουργήσατε εις την Ιεράν Μητρόπολιν Αττικής και Μεγαρίδος. Η ιδιότυπος διατύπωσις της αποφάσεώς σας, προδίδει την σκοπιμότητα, να εκμαιεύσετε εξ εμού αυτό το οποίον ομολογείτε, επί τέλους, ότι ως εκ των Ιερών Κανόνων το έχετε ανάγκην, ήτοι την αναγνώρισιν και την αποδοχήν όλων των αντικανονικών και παρανόμων διεργασιών και ρυθμίσεων, τας οποίας επινοήσατε και εδρομολογήσατε κατά την μακράν ταύτην περίοδον, να με αναγκάσετε, δηλονότι, υποκύπτων, να αποδεχθώ το φορτίον της ενοχής, το οποίον υποσημαίνετε με την χρήσιν του χαρακτηρισμού «επιτίμιον» και, επιπροσθέτως, να επιτύχετε την οριστικήν απόρριψίν μου εις τον κάλαθον των αχρήστων.


Σας ερωτώ αδελφικώς. Και σας παρακαλώ να ενημερώσετε, τόσον εμέ, ο οποίος υφίσταμαι επί δεκαεπτά έτη τας συνεπείας της, εν σκοπίμω παραχαράξει των Ιερών Κανόνων και των θεσμίων της Εκκλησίας μας, επιβολής ανυπάρκτου ποινής, όσον και το εκκλησιαστικόν πλήρωμα, το οποίον συνεχώς διεγείρεται, επαναστατεί και σας καταλογίζει ευθύνας:


Είναι το «επιτίμιον της ακοινωνησίας» ποινή, ισοδύναμος με τας ποινάς της «εκπτώσεως από του Μητροπολιτικού θρόνου» η της «καθαιρέσεως», αι οποίαι επιβάλλονται κατόπιν πλήρους και τελείας δίκης, ώστε να απομακρύνεται ο καταδικασθείς και να θεωρήται πλέον κενή η Μητροπολιτική του έδρα; Υπάρχει Ιερός Κανών, ο οποίος να επιβάλλη την αποπομπήν Μητροπολίτου, η να παρέχη εις την Συνοδικήν διοίκησιν την ευχέρειαν εκλογής και καταστάσεως άλλου Μητροπολίτου εις την δι’ «επιτιμίου» κενωθείσαν Ιεράν Μητρόπολιν;


Διακατέχεσθε από τόσην στέρησιν θεολογικής και εκκλησιολογικής παιδείας η από τόσον πάθος, ώστε να πρωτοτυπήτε, διολισθαίνοντες εις τοιαύτην και τοσαύτην εκτροπήν, εκτιμώντες την προσωρινήν διακοπήν λειτουργικής κοινωνίας των Επισκόπων, εις περίπτωσιν κατά την οποίαν τους αποστασιοποιεί η οιαδήποτε διοικητική ένστασις, ως οριστικήν παύσιν του Μητροπολίτου;


Αδελφοί μου, ποίαν μαρτυρίαν συνειδήσεως και ποίον χρέος πιστότητος αποθέτετε εις το Πανάγιον Θυσιαστήριον, όταν προσφέρετε την Αναίμακτον Θυσίαν; Την επικίνδυνον αμάθειαν; Το κομβοσχοίνιον των αντικανονικοτήτων και των παρανομιών; Την φόρτισιν της εμπαθείας και της εχθρότητος; Τα πλέγματα της σκοτεινής διαπλοκής; Την ικανότητα αναρριχητικής επιδόσεως και προσεγγίσεως των υψηλών αξιωμάτων; Η παρουσία, όλων μας, ενώπιον του φρικτού Θυσιαστηρίου είναι προσφορά και, συνάμα, απόδοσις λόγου. Δεν καταξιώνεται η διαπλοκή. Δεν εγγράφεται, εν τιμή, η παραβίασις της Κανονικής Τάξεως.


Φυλλομετρήσετε, παρακαλώ, την δισχιλιετή εκκλησιατικήν ιστορίαν μας. Και ομολογήσετε, ευθαρσώς, εάν κατωρθώσατε να εύρητε έστω και μίαν μόνην περίπτωσιν, τοιούτου άθλου, ως ο υπό του Δωδώνης Χρυσοστόμου επινοηθείς και επιδιωχθείς. Εάν συναντήσατε Σύνοδον, η οποία, με μόνην την πρόσκαιρον διακοπήν της επισκοπικής κοινωνίας, εξώρισε τον Κανονικόν Μητροπολίτην από την θέσιν του και εγκατέστησεν εις αυτήν άλλον η (το χειρότερον), άλλους.


Πρόσφατον, κραυγαλέον παράδειγμα, το οποίον ελέγχει, ως ξένην προς την Ιεροκανονικήν Τάξιν και ανατρέπει, ως όλως ασύμβατον προς την μακραίωνα Εκκλησιαστικήν Παράδοσιν, την Υμετέραν τόλμην να μεταλλάξετε και να μετονομάσετε την πρόσκαιρον αναστολήν της λειτουργικής κοινωνίας εις βαρυτάτην ποινήν, είναι η επιβολή της «ακοινωνησίας» εις τον μακαριστόν Αρχιεπίσκοπον Χριστόδουλον, από τον Πατριάρχην Βαρθολομαίον. Δεν ανοίγω τον φάκελλον της ευθύνης, η οποία εδρομολόγησε την πρόσκαιρον εκείνην διακοπήν των σχέσεων των δύο ηγετικών στελεχών της Εκκλησίας μας. Μένω, όμως, εις το ατυχές γεγονός και εις τας συνεπείας του, υπενθυμίζων εις Υμάς και υπογραμμίζων μετ ἐμφάσεως, ότι ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ουδόλως εθίγη εις την άσκησιν των καθηκόντων του. Συνέχισεν ακωλύτως την διακονίαν του και προήδρευσεν ακόμη και Συνόδου Ιεραρχίας, χωρίς να προβληθή εξ Υμών η εκ του Πατριαρχικού θρόνου η παραμικρά ένστασις.


Σεις κραυγάζετε, ότι ο Νικόδημος είναι ακοινώνητος. Και, με την κραυγήν σας αυτήν, επεμβαίνετε δυναστικώς εις την καταταλαιπωρηθείσαν Ιεράν Μητρόπολιν Αττικής και Μεγαρίδος και επιχειρείτε αλλαγάς, διά τας οποίας δεν σας εξουσιοδοτούν οι Ιεροί Κανόνες. Και όχι μόνον εξαφανίζετε από τον χάρτην την Ιεράν Μητρόπολιν Αττικής και Μεγαρίδος, αλλά διακομίζετε και ανθρώπινον υλικόν, νοσταλγούν την αρχιερατικήν δόξαν, διά να πληρώσετε τους δημιουργηθέντας εξ υμών κενούς λάκκους.


Και μετά από όλας αυτάς τας αντικανονικάς περεμβάσεις σας (θα μου επιτρέψετε να το καταθέσω με παρρησίαν) ευρίσκετε το θάρρος να απαιτήτε από εμέ, να αποδεχθώ τα πεπραγμένα σας, να αναγνωρίσω, ως πράξεις ευθυγραμμισμένας με τας προδιαγραφάς των Ιερών Κανόνων, τας απαραδέκτους αυθαιρεσίας σας, ώστε να αποδειχθώ υπάκουος εις τας εντολάς σας και να εξασφαλίσω τι; Την άρσιν του ανυπάρκτου και πλαστού επιτιμίου. Και σεις να αποσείσετε το βάρος της ενοχής και να μειώσετε τον θόρυβον της κατακραυγής, διά της πλασματικής αρχειοθετήσεως του βαρύτατου φακέλλου της αντικανονικότητος και της παρανομίας.


Εάν είχατε πραγματικήν αφορμήν προβληματισμού εναντίον μου και εάν διεκρίνατε εις την επισκοπικήν μου διακονίαν παραβιάσεις των Ιερών Κανόνων η συμπεριφοράς, αι οποίαι εκθέτουν την επισκοπικήν αξίαν, θα ημπορούσατε να διακόψετε «προς καιρόν» την επικοινωνίαν μαζί μου, αλλά, αμέσως μετά, είχατε την υποχρέωσιν να καταθέσετε εις την Ιεράν Σύνοδον εμπεριστατωμένην καταγγελίαν εναντίον μου και να με παραπέμψετε εις Κανονικόν Συνοδικόν Δικαστήριον.


Διατί, επί τόσα έτη, δεν με εδικάσατε, άγιοι αδελφοί; Διατί δεν εμεθοδεύσατε ανακρίσεις; Διατί δεν με εκαλέσατε να απολογηθώ; Διατί δεν ενθρονισθήκατε εις τας καθέδρας των δικαστών, διά να κρίνετε τας πράξεις μου, να προσμετρήσετε τας ενοχάς μου και να μου απαγγείλετε-άνευ της ελαχίστης προσωποληψίας-την δικαίαν ετυμηγορίαν σας;


Επί τριανταεπτά έτη με καταδικάζετε, χωρίς να με δικάζετε. Μου κλέπτετε τας δικαιοδοσίας, τας οποίας μου απονέμουν οι Ιεροί Κανόνες και δεν αισθάνεσθε την υποχρέωσιν να αιτιολογήσετε την αυθαιρεσίαν σας. Συνοδεύετε το όνομά μου με την περιφρονητικήν ένδειξιν, «ακοινώνητος» και δίδετε την εντύπωσιν, ότι με την υποτίμησιν αυτήν επιδιώκετε την αναβάθμισιν του ιδικού σας κύρους.


Το Συνοδικόν σας χρέος είναι μονόδρομος. Η θα με δικάσετε, εντίμως και Κανονικώς, η θα σταματήσετε να στηρίζεσθε εις την ράβδον του ανυπάρκτου επιτιμίου της ακοινωνησίας, διά να εξοντώσετε τον αδελφόν και συλλειτουργόν σας.


ΠΗΓΗ:


Πυλώνας εκκλησιαστικών ειδήσεων ΑΜΗΝ.

No comments:

Post a Comment