Tuesday, September 21, 2010

"Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ"









ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΖΟΥΣΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ ΜΕΝΤΟΡΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΔΟΞΟΥ ΚΛΗΡΙΚΟΥ π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΘΕΡΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΝΕΟΒΑΡΛΑΑΜΙΤΩΝ

_________




«Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

ΤΟΥ π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ»


Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ



Του Πρωτοπρ. ΜΙΧΑΗΛ ΠΟΜΑΖΑΝΚΣΥ († 1987)

========


Ὁ π. Αλέξανδρος Σμέμαν ἐμμένει στὴν ἰδέα ὅτι μόνον στὴν μετα-Κωνσταντίνειο ἐποχὴ ἔλαβε χώρα ἡ διαίρεσις μεταξὺ κλήρου καὶ ἁπλῶν πιστῶν, ἡ ὁποία δὲν ὑφίστατο στὴν πρώτη Ἐκκλησία, καὶ ἔλαβε χώρα ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ «ρήγματος τῶν μυστηριολογικῶν συλλήψεων».


Ἡ κύρια ἔννοια «τῆς σύναξης τῆς Ἐκκλησίας», λέγει, μετεμορφώθη: «Κατὰ τὴ βυζαντινὴ ἐποχὴ ἡ ἔµφαση µεταφέρθηκε σταδιακὰ...στὴ σηµασία τοῦ κλήρου ὡς λειτουργοῦ τοῦ µυστηρίου» (σ. 148). «Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία ζοῦσε µὲ τὴ συνείδηση ὅτι ἡ ἴδια ἦταν ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἕνα βασίλειο ἱεράτευµα µὲ τὴν ἰδέα τῆς ἐκλογῆς καὶ ποτὲ δὲ χρησιµοποίησε τὴν ἀρχὴ τοῦ καθαγιασµοῦ γιὰ τὴν εἴσοδο στὴν Ἐκκλησία ἢ πολὺ λιγότερο γιὰ τὴ χειροτονία στὶς διάφορες ἐκκλησιαστικὲς τάξεις» (σ. 149).


Ἀπὸ τὸν Δ΄ αἰῶνα καὶ ἑξῆς, συνεχίζει, ἀνευρίσκεται «ἡ ἰδέα τοῦ καθαγιασμοῦ», δηλαδὴ τῆς καθιερώσεως στοὺς ἱεραρχικοὺς βαθμούς. Τώρα οἱ βαπτισμένοι, ἐμφανίζονται ὡς μὴ εἰσέτι ἡγιασμένοι γιὰ τὰ μυστήρια· τώρα, «τὸ πραγµατικὸ µυστήριο “καθιέρωσης” δὲν ἦταν τὸ βάπτισµα ἀλλὰ τὸ µυστήριο τῆς Χειροτονίας (Ἱερωσύνης)...Ἡ λατρεία ἀποµακρύνθηκε ἀπὸ τὸ ἀνίερο ὄχι µόνο “ψυχολογικά”, ἀλλ’ ἐπίσης καὶ στὴν ἐξωτερική της ὀργάνωση.


Ἡ ἁγία τράπεζα καὶ τὸ ἱερὸ ἔγιναν ὁ χῶρος της καὶ ἀπὸ τὴν πρόσβαση στὸ ἱερὸ ἀποκλείστηκαν οἱ ἀµύητοι» (σσ. 150-151)· ὁ χωρισμὸς αὐξήθηκε ἀπὸ τὴν σταδιακὴ ἀνύψωσι τοῦ τέμπλου. Τὸ μυστήριον προϋποθέτει θεουργία, καθιερωμένους ἱερουργούς· ἡ καθιέρωσις τοῦ κλήρου ὁδήγησε μὲ τὴν σειρά του στὴν «ἀποϊεροποίησι» τῶν λαϊκῶν. Ἐξέπεσε ἡ ἀντίληψις περὶ τοῦ συνόλου τῶν Χριστιανῶν ὡς «βασιλείου ἱερατεύματος», ποὺ ἐξεφράζετο στὸν «συµβολισµὸ τῆς βασιλικῆς χρίσης», μετὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει «µύηση, ὡς µία προοδευτικὴ ἀνάβαση τῶν βαθµῶν ἑνὸς ἱεροῦ µυστηρίου» (σσ. 149-150).


Ὁ συγγραφεὺς παραθέτει ἀπὸ τὸν ἅγιον Διονύσιον τὸν Ἀρεοπαγίτη, ποὺ συνιστᾷ νὰ μὴν «ἐξορχοῦνται» τὰ ἅγια μυστήρια «τοῖς ἀμυήτοις», καὶ ἐπίσης παρόμοιες προειδοποιήσεις τῶν ἁγίων Κυρίλλου Ἱεροσολύμων καὶ Μ. Βασιλείου.


Στὴν παρατεθεῖσα ἐδῶ περιγραφὴ τῆς Κωνσταντινείου ἐποχῆς καὶ ἐντεῦθεν, εἶναι προφανὴς ἡ Προτεσταντικὴ διαπραγμάτευσις: ἡ χρυσῆ ἐποχὴ τῆς Χριστιανικῆς ἐλευθερίας καὶ ἡ ἐποχὴ τῶν μεγάλων ἱεραρχῶν, ἡ ἐποχὴ τῆς ἀνθήσεως τῆς Χριστιανικῆς γραμματείας, ἐμφανίζεται ἀπὸ τὴν ἀρνητικὴ πλευρά – σὰν μία ὑποτιθεμένη παρείσφρυσις στὴν Ἐκκλησία παγανιστικῶν στοιχείων – παρὰ ἀπὸ τὴν θετική. Ὅμως, πότε στὴν Ἐκκλησία, ἔλαβαν πράγματι οἱ πιστοὶ τὸν καταδικαστικὸ χαρακτηρισμὸ τοῦ «ἀμυήτου»; Ἀπὸ τὶς Κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων εἶναι ἀπολύτως ξεκάθαρον ὅτι αὐτὸς προειδοποιεῖ νὰ μὴν κοινολογοῦνται τὰ μυστήρια τῆς πίστεως στοὺς ἐθνικούς.


Καὶ ὁ Μ. Βασίλειος γράφει περὶ αὐτοῦ: «Ἃ γὰρ οὐδὲ ἐποπτεύειν ἔξεστι τοῖς ἀµυήτοις, τούτων πῶς ἂν ἦν εἰκὸς τὴν διδασκαλίαν ἐκθριαµβεύειν ἐν γράµµασιν;» (Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, κζ΄ 66). Χρειάζεται νὰ παραθέσουμε τὸ πλῆθος τῶν μαρτυριῶν ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου καὶ ἀπὸ τὰ συγγράμματα τῶν Ἀποστόλων, ὅσον ἀφορᾷ στὴν διαίρεσι μεταξὺ ποιμένων καὶ «ποιμνίου», τὶς προειδοποιήσεις πρὸς τοὺς ποιμένας περὶ τοῦ καθήκοντός τους, τῆς εὐθύνης τους, τῆς ὑποχρεώσεώς τους νὰ δώσουν λόγο γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ τοὺς ἐνεπιστεύθησαν, τὶς αὐστηρὲς ἐπιτιμήσεις τῶν ἀγγέλων τῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες εἶναι καταγεγραμμένες στὴν Ἀποκάλυψι; Δὲν μιλοῦν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ οἱ ποιμαντικὲς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ μίαν εἰδικὴ καθιέρωσι στοὺς ἱεραρχικοὺς βαθμοὺς διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν;


Ὁ π. Αλέξανδρος Σμέμαν ὁμολογεῖ ὅτι το κλείσιμο τοῦ ἱεροῦ ἐχώρισε τὸν κλῆρο ἀπὸ τοὺς πιστούς. Ἐκφράζει ὅμως μίαν ἐσφαλμένη ἀντίληψι περὶ τοῦ ἱεροῦ. Θὰ πρέπῃ κανεὶς νὰ γνωρίζῃ ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸ ἱερὸν καὶ ἡ Ἁγία Τράπεζα χρησιμεύουν μόνον γιὰ τὴν προσφορὰ τῆς Ἀναιμάκτου Θυσίας κατὰ τὴν Λειτουργία.


Οἱ ὑπόλοιπες ἱερὲς Ἀκολουθίες, συμφώνως πρὸς τὸ Τυπικόν, τελοῦνται στὸ μέσον τῆς ἐκκλησίας. Ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν τέλεσι τῆς Λειτουργίας ὁ ἐπίσκοπος εἰσέρχεται στὸ ἱερὸν μόλις στὴν «Μικρὰ Εἴσοδο», προκειμένου νὰ ἀκούσῃ τὸ Εὐαγγέλιον καὶ νὰ τελέσῃ τὸ μυστήριον τῆς Εὐχαριστίας· ὅλες τὶς λοιπὲς ἱερὲς Ἀκολουθίες ὁ ἐπίσκοπος τὶς τελεῖ στὸ μέσον τῆς ἐκκλησίας. Οἱ δεήσεις ἀπαγγέλονται ὑπὸ τοῦ διακόνου σὲ ὅλες τὶς ἀκολουθίες, συμπεριλαμβανομένης τῆς Λειτουργίας, ἐκτὸς τοῦ ἱεροῦ· καὶ τὸ Τυπικὸν συνιστᾷ στοὺς ἱερεῖς, ποὺ τελοῦν Ἑσπερινοὺς καὶ Ὄρθρους ἄνευ διακόνου, νὰ ἀπαγγέλουν τὶς δεήσεις πρὸ τῆς Ὡραίας Πύλης.


Ὅλες οἱ ἀκολουθίες τοῦ Εὐχολογίου καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἐκτὸς τῆς Εὐχαριστίας καὶ τῆς Χειροτονίας, τελοῦνται ἐκτὸς τοῦ ἱεροῦ.


Μόνον γιὰ νὰ τονίσουμε τὴν ἐπισημότητα τῆς ἀκολουθίας στοὺς ἑορταστικοὺς Ἑσπερινοὺς καὶ Ὄρθρους ἐπιτρέπεται νὰ ἀνοίγουμε τὶς θύρες τοῦ ἱεροῦ γιὰ ὀλίγη ὥρα, καὶ τοῦτο μόνον χάριν τῆς ἐξόδου τῶν λειτουργούντων σὲ ἐπίσημες στιγμὲς προκειμένου νὰ ὑπάγουν στὸ μέσον τῆς ἐκκλησίας. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν καθημερινῶν καὶ σαρακοστιανῶν ἀκολουθιῶν τὸ ἱερόν, θὰ μποροῦσε νὰ εἰπῇ κανείς, ἀποκλείεται ἀπὸ τὴν σφαῖρα προσοχῆς τῶν πιστῶν· καὶ ἐὰν ὁ τελῶν τὴν ἀκολουθία ἀποσύρεται στὸ ἱερὸν ἀκόμη καὶ τότε, αὐτὸ συμβαίνει μᾶλλον γιὰ νὰ μὴν ἐφελκύῃ ἄνευ λόγου τὴν προσοχή, καὶ καθόλου πρὸς τονισμὸν τοῦ ἱεραρχικοῦ του κύρους.


Ἡ ἰδέα τῆς ἐμφανίσεως ἀπὸ τοῦ Δ΄ αἰῶνος μιᾶς νέας «ἐκκλησιαστικῆς» εὐσεβείας θὰ πρέπῃ νὰ θεωρηθῇ προφανὴς ὑπερβολή. Οἱ Χριστιανοί, ποὺ εἶχαν γαλουχηθῇ ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες τῆς Ἐκκλησίας μὲ παραστάσεις ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀλλ’ ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὴν Παλαιά, ἰδίως τοῦ Ψαλτηρίου, δὲν μπορεῖ νὰ ἦσαν ἐντελῶς ἀποστασιοποιημένοι ἀπὸ ἕνα αἴσθημα ἰδιαιτέρας εὐλαβείας πρὸς τοὺς τόπους τῆς λατρείας (τὸν Οἶκον τοῦ Κυρίου). Εἶχαν τὸ παράδειγμα τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου, ποὺ ὀνόμασε τὸν Ναὸν τῶν Ἱεροσολύμων «ὁ Οἶκος τοῦ Πατρός Μου»· εἶχαν τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου: «εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός» (Α΄ Κορ. γ΄ 17), καὶ μολονότι ἐν προκειμένῳ, στὸν Ἀπόστολον, ἡ ἰδέα τοῦ ναοῦ μεταφέρεται στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὸ δὲν ἀναιρεῖ τὴν ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου παραδοχὴ τῆς ἁγιότητος τοῦ ὑλικοῦ ναοῦ.


ΠΗΓΗ:


Η άλλη όψις

No comments:

Post a Comment