ΝΕΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Α΄
Του Πρωτοπρεσβύτερου Θεόδωρου Ζήση,
Ὁμότιμου Καθηγητὴ Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
=====
Εἰσαγωγικὰ
Ἔχουν γραφῆ καὶ λεχθῆ πολλὰ καὶ σημαντικὰ γιὰ τὴν λεγόμενη «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ συνῆλθε στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης ἀπὸ 19-26 Ἰουνίου τοῦ 2016.
Ἡ προετοιμασία της διήρκεσε περισσότερα ἀπὸ πενήντα χρόνια, τὰ ἀποτελέσματα ὅμως καὶ οἱ ἀποφάσεις της διέψευσαν τὶς προσδοκίες τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος καὶ ἐπιβεβαίωσαν τὶς ἀνησυχίες ἐξεχόντων κληρικῶν καὶ θεολόγων, μεταξὺ τῶν ὁποίων οἱ Ἅγιοι Ἰουστῖνος Πόποβιτς καὶ Παΐσιος Ἁγιορείτης, οἱ ὁσιακῆς βιοτῆς Γέροντες Δανιὴλ Κατουνακιώτης καὶ Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ ὁμολογητὴς ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης καὶ ἄλλοι. Οἱ ἀνησυχίες τους συνίσταντο εἰς τὸ ὅτι ἡ μεθοδολογία καὶ ἡ θεματολογία τῆς «Συνόδου» δὲν ἀκολουθοῦσαν τὸν ὀρθόδοξο πατερικὸ δρόμο, τὸ δὲ κίνητρο τῶν ὀργανωτῶν δὲν ἦταν ἡ ἐπίλυση ἐπειγόντων καὶ φλεγόντων ποιμαντικῶν καὶ δογματικῶν προβλημάτων, ἀλλὰ ἡ ὑποστήριξη τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἡ συνοδικὴ εἰσαγωγή του μέσα στὴν Ἐκκλησία. Προέβλεπαν ὅτι ἀπὸ «τοιαύτην σύνοδον» δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ περιμένει τίποτε, παρὰ ἕνα καὶ μόνο· σχίσματα καὶ αἱρέσεις καὶ διάφορες ἄλλες συμφορές, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος, ὁ ὁποῖος ἀπευθυνόμενος παρακλητικὰ πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας ζητοῦσε νὰ μὴ συμμετάσχουν στὴν προετοιμασία τῆς Συνόδου οὔτε στὴν ἴδια τὴν Σύνοδο, «ἐὰν ἀτυχῶς συγκληθῇ»1.
Πρὸ τῆς συγκλήσεως τῆς «Συνόδου» κατεβλήθησαν πολλὲς προσπάθειες καὶ διατυπώθηκαν προτάσεις ἐκ μέρους τοπικῶν ἐκκλησιῶν, τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μεμονωμένων ἱεραρχῶν, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν μὲ διπλῆ κατεύθυνση: νὰ βελτιωθοῦν καὶ διορθωθοῦν ὀρθοδόξως τὰ ἑτοιμασθέντα προσυνοδικὰ κείμενα καὶ ὁ κανονισμὸς λειτουργίας τῆς «Συνόδου», καὶ ἐὰν αὐτὸ χρονικὰ δὲν ἦταν ἐφικτό, νὰ ἀναβληθεῖ ἡ σύγκληση τῆς «Συνόδου», μέχρις ὅτου ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀπαραίτητη ὁμοφωνία, χωρὶς τὴν ὁποία κατὰ τὸν ὁμοφώνως ψηφισθέντα Κανονισμὸ ἡ «Σύνοδος» δὲν μποροῦσε νὰ προχωρήσει, καὶ οἱ ἀποφάσεις ποὺ θὰ ἐλάμβανε στὴν ἀντίθετη περίπτωση θὰ ἦσαν ἄκυρες καὶ μὴ δεσμευτικές.
Ἀτυχῶς μὲ συνοδικὸ πραξικόπημα ἡ «Σύνοδος» συνεκλήθη, μὲ ἀπουσία τεσσάρων ἐκκλησιῶν, καὶ τὰ κείμενα δὲν βελτιώθηκαν σὲ οὐσιώδη θέματα ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὴν ἐπιχειρούμενη συνοδικὴ κατοχύρωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παρὰ μόνον σὲ ἐλάχιστα ἐπουσιώδη καὶ δευτερεύοντα, μὲ συνέπεια νὰ ὑπάρξει ἀναταραχὴ μεταξὺ τῶν πιστῶν, ποὺ ἔφθασε μέχρι τὴν διακοπὴ τῆς μνημόνευσης τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἀπὸ Ἁγιορεῖτες μοναχούς, ἀλλὰ καὶ κάποιων ἐπισκόπων ποὺ ὑπέγραψαν ἤ ὑποστήριξαν τὶς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» ἤ ποὺ δὲν καταδικάζουν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ὅπως αὐτὸ συμβαίνει στὴν Ρουμανία, στὴν Ἑλλάδα, στὴν Ρωσία, ἰδιαίτερα στὴν Μολδαβία.
Ἐμεῖς, ὡς κληρικὸς τῆς ἑνιαίας καὶ ὄχι ὁμοσπονδιακῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ὡς διδάσκαλος τῆς Θεολογίας, ἐπράξαμε πᾶν τὸ δυνατὸν πρὸ τῆς «Συνόδου» καὶ μετὰ τήν «Σύνοδο», ὥστε νὰ ἀποφευχθοῦν αἱρετίζουσες παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἐφθάσαμε καὶ μέχρι τὴν διακοπὴ τῆς μνημόνευσης τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης Ἀνθίμου, ὁ ὁποῖος στὴν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸν Νοέμβριο τοῦ 2016 ἀποδέχθηκε καὶ ἐπήνεσε τὶς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης καὶ διένειμε στὶς ἐνορίες τὸ συνοδικὸ φυλλάδιο «Πρὸς τὸν Λαό», ποὺ παραπλανοῦσε τοὺς πιστοὺς πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἀποδοχῆς τῆς «Συνόδου». Τώρα βρισκόμαστε ὑπὸ δικαστικὴ ἐπισκοπικὴ δίωξη μὲ ἀνυπόστατες καὶ ψευδεῖς κατηγορίες, μολονότι σύμφωνα μὲ τὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου (861), αὐτὸς ποὺ διακόπτει τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ τιμωρεῖται, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ τιμᾶται, διότι ἀποτειχίζεται (=χωρίζεται) ὄχι ἀπὸ ἀληθινὸ ἐπίσκοπο, ἀλλὰ ἀπὸ ψευδεπίσκοπο, καὶ δὲν προκαλεῖ σχίσμα, ἀλλὰ διασώζει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σχίσματα καὶ τὶς αἱρέσεις2. Στὰ πλαίσια λοιπὸν αὐτοῦ τοῦ ἀγῶνος ἐναντίον τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης μὲ σειρὰ ὁμιλιῶν καὶ εἰσηγήσεων σὲ ἡμερίδες, συνέδρια καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις ἔχουμε κρίνει ἐπανειλημμένως τὶς ἀποφάσεις τῆς Κρήτης. Ὅλα αὐτὰ μάλιστα ἔχουν ἀποτελέσει ὑλικὸ τριῶν βιβλίων μας μὲ τοὺς ἑξῆς τίτλους:
1.) Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἤ νὰ ἀνησυχοῦμε; (Θεσσαλονίκη 2016)
2.) Ἡ διακονία μου στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Ἀντωνίου Θεσσαλονίκης. Ἀπάντηση στὸν μητροπολίτη Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 2017) καὶ
3.) Μετὰ τὴν «σύνοδο» τῆς Κρήτης. Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου καὶ ἡ δικαστική μου δίωξη, Θεσσαλονίκη 2017. Εἰς αὐτὰ προστέθηκε ἐσχάτως καὶ τὸ μικρὸ βιβλίο Δὲν εἶναι σχίσμα ἡ Ἀποτείχιση. Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις (Θεσσαλονίκη 2017).
Τὴν καλύτερη πάντως καὶ πιὸ πολύπλευρη ἀποτίμηση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης εὑρίσκει κανεὶς στὸ ὀγκῶδες διπλὸ τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ «Θεοδρομία» τῆς «Ἑταιρείας Ὀρθοδόξων Σπουδῶν» (Ἰούλιος-Δεκέμβριος 2016, σελ. 353-704), ὅπου παρουσιάζονται οἱ μετὰ τὴν «σύνοδο» ἐκτιμήσεις τῶν τεσσάρων ἐκκλησιῶν ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στὶς ἐργασίες της (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας), ἑπτὰ ἀρχιερέων (Καλαβρύτων Ἀμβροσίου, Μαυροβουνίου Ἀμφιλοχίου, Μπάτσκας Εἰρηναίου, Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Πειραιῶς Σεραφείμ, Κυθήρων Σεραφείμ, Γόρτυνος Ἰερεμίου), δεκαοκτὼ κείμενα λοιπῶν κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ δέκα κείμενα λαϊκῶν. Τὸ γενικὸ πνεῦμα ὅλων αὐτῶν τῶν ἀποτιμήσεων εὑρίσκεται στὸν τίτλο τοῦ ἐξωφύλλου τοῦ μνημειώδους αὐτοῦ τεύχους, ὁ ὁποῖος κραυγάζει ὅτι ἡ Σύναξη τῆς Κρήτης δὲν εἶναι «Οὔτε Ἁγία, οὔτε Μεγάλη, οὔτε Σύνοδος». Εἶναι κρίμα ποὺ τὰ σπουδαῖα αὐτὰ κείμενα, ὡς ἑλληνόγλωσσα, δὲν μποροῦν νὰ ἀναγνωσθοῦν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας.
Στὸ ἀνὰ χεῖρας κείμενο θὰ προσπαθήσουμε σύντομα νὰ δείξουμε ὅτι ἡ ἐν λόγῳ σύναξη τῆς Κρήτης εἶναι ξένο καὶ ἀποβλητέο σῶμα, διότι δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν συνοδικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οὔτε ὡς πρὸς τὸν τρόπο συγκλήσεως καὶ λειτουργίας της, οὔτε ὡς πρὸς τὶς ἀποφάσεις της. Διακόπτει τὴν συνοδικὴ διαδοχή, ἡ ὁποία καθιστᾶ τὶς συνόδους μιὰ ἀδιάσπαστη ἁλυσίδα ὅμοιων κατὰ πάντα κρίκων, ἐπειδὴ ἀκολουθεῖ ἡ μεταγενέστερη ὅλες τὶς προηγούμενες, «ἑπομένη τοῖς Ἁγίοις Πατράσι» καί «μὴ μεταίρουσα ὅρια, ἃ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν». Εἶναι τέτοια ἡ συνοχὴ καὶ ἡ συμφωνία τῶν συνόδων μεταξύ τους, ὥστε, ὅπως ὀρθῶς ἐλέχθη, φαίνονται ὡς ἐπὶ μέρους συνεδρίες μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς συνόδου. Ἐφ᾽ ὅσον τὸ αὐτὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπιστατεῖ καὶ φωτίζει τοὺς συνοδικοὺς ἀρχιερεῖς εἰς ὅλες τὶς ἐποχές3, εἶναι εὔλογο καὶ αὐτονόητο ὅτι οἱ ἀποφάσεις θὰ ἔχουν ἑνότητα καὶ συμφωνία, δὲν θὰ συγκρούονται οὔτε θὰ ἀλληλοαναιροῦνται, διότι δὲν εἶναι δυνατὸν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὸν ἑαυτό του. Στὴν ἀντίθετη περίπτωση ἄλλο πνεῦμα, ἀντίθεο, καθοδηγεῖ τὶς ἐργασίες καὶ τὶς ἀποφάσεις4.
No comments:
Post a Comment