Tuesday, November 22, 2016

ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ: ''ΟΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΥΝΟΔΟ ΔΕΝ ΕΚΠΛΗΡΩΘΗΚΑΝ” ΣΤ΄


ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ: ''ΟΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΥΝΟΔΟ ΔΕΝ ΕΚΠΛΗΡΩΘΗΚΑΝ”
ΣΤ΄
=====

Οἱ ἄκαρποι διάλογοι συντελοῦν στό νά ἀμβλύνεται ἡ δογματική εὐαισθησία τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων πού μετέχουν σέ αὐτούς, καθώς καί τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος.

Τί σημαίνει ἑπομένως ὅτι οἱ διάλογοι συνεχίζονται; Σχετικά μέ τό μεῖζον θέμα τῆς Οὐνίας π.χ. Ἀρκεῖ ἡ ἁπλή (καί ἐπαινετή) παράθεσις τῆς λέξεως «οὐνία» (παραγρ. 23) μεταξύ τῶν μορφῶν ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ, ὅταν ἡ Οὐνια εἶναι τό κατ' ἐξοχήν ἐκκλησιολογικό πρόβλημα πού ἔπρεπε νά λυθῆ πρίν ἀπό τήν ἔναρξι τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου; Πῶς θά ἑρμηνεύεται πλέον τό πρόβλημα τῆς Οὐνίας, ὡς πρακτικός ἀνταγωνισμός ἤ ὡς ἐκκλησιολογική ἐκτροπή πού ἀκυρώνει τήν σωτηρία;

5) Οἱ παραγρ. 4, 5 καί 6 καθιερώνουν τήν συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς διαχριστιανικούς διάλογους καί στήν Οἰκουμενική Κίνησι μέ τήν διαβεβαίωσι ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος συμμετοχή εἰς τήν κίνησιν πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἕν τῇ Μίᾳ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ... ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως ἐντός νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν» (παραγρ. 4).

Τό ἐρώτημα εἶναι μέ ποιές ἐκκλησιολογικές ἀρχές ἔχουμε διασφαλίσει τήν συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στούς σημερινούς διαχριστιανικούς διάλογους, ὥστε αὐτή νά εἶναι συνεπής πρός τήν ἀποστολική πίστι καί παράδοσι. Καί στίς σημερινές ἱστορικές συνθῆκες, ὅπως καί στίς παλαιότερες (Λατινοκρατία τοῦ 13ου αἰῶνος, Propaganda Fidei τοῦ 16ου-18ου αἰῶνος), τό ἀσφαλές κριτήριο Ὀρθοδόξου διαλόγου εἶναι νά διατηρῆται ἀναλλοίωτη ἡ ἐκκλησιολογική ταυτότης τῶν Ὀρθοδόξων.

Κάποτε ἐπρόκειτο γιά ἄρνησι νά ὑποταχθοῦμε στήν ἐξουσία τοῦ Πάπα. Κατόπιν ἐπρόκειτο γιά ἄρνησι τῆς Οὐνίας, δηλαδή νά μνημονεύουμε τόν Πάπα ὡς Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα πρόκειται γιά ἄρνησι νά «ἀλληλοαναγνωρισθοῦμε ὡς Ἐκκλησίες», ὅπως θέλει ἡ Οἰκουμενική Κίνησις τοῦ 20ου αἰῶνος.

Δέν διακηρύσσεται σαφῶς στό συνοδικό κείμενο, ὅτι οὐδεμία ἄλλη χριστιανική κοινότης εἶναι Ἐκκλησία μέ τήν δογματική ἔννοια τοῦ ὄρου, παρά μόνον ἡ Ὀρθόδοξος. Δέν ἐπετεύχθη οὔτε προσυνοδικῶς οὔτε στήν Σύνοδο νά περιληφθῆ στήν παραγρ. 1 τοῦ 6ου κειμένου ἡ ἔννοια τῆς μοναδικότητος τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἀπουσία ὅμως τῆς ἔννοιας αὐτῆς συνιστᾶ πολύ σημαντική ἔλλειψι. Ἡ μετακίνησις τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησιολογίας ἀπό τήν ἀντίληψι τῆς «ἀποκλειστικότητος» (πρό τῆς Β' Βατικανῆς) στήν σύγχρονη ἀντίληψι τοῦ Συντάγματος Lumen Gentium, ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολική «substitit» εἰς τήν Μίαν Ἁγίαν (ἀνήκει, ἐνυπάρχει, ὄχι εἶναι ἡ Ἐκκλησία), ὑποδηλώνει ἕνα κίνδυνο πού πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀποφύγουμε τονίζοντας τήν ἔννοια τῆς μοναδικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς ὅλης καί μόνης Ἐκκλησίας.

Οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στά οἰκουμενικά συνέδρια, ὅταν κατέθεταν κοινή Δήλωσι, ἐτόνιζαν τήν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς ὅλης καί μόνης Μίας Ἁγίας. Π.χ. στήν Λούνδη τό 1952: «Αὕτη εἶναι ἡ ὅλη καί μόνη Ἐκκλησία, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐντολοδόχος τῶν Ἀποστόλων. Οὕτως αὕτη μόνη δύναται νά καθορίζη τήν πίστιν. Καί εἴμεθα βέβαιοι ὅτι τοῦτο εἶναι ἀπόδειξις τῆς μοναδικότητας της». Καί ὁ ἴδιος ὁ Παναγιώτατος ἐδήλωσε στόν πάνσεπτο Ἱερό Ναό τοῦ Πρωτάτου τήν 21η Ὀκτωβρίου 2008: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι αὐτή μόνη ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία».

6) Εἶναι προφανής ἡ ἀναντιστοιχία ἀνάμεσα στήν διακήρυξι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία... οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» (παραγρ. 1), καί στά πεπραγμένα τῶν θεολογικῶν διαλόγων. Ἀπό τήν ἐποχή πού πρωτοσυντάχθηκε αὐτή ἡ διατύπωσις (Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, 1986) μέχρι σήμερα, καί παρότι εἶχε τονισθῆ ἀπό τότε ὅτι ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δίδεται «ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καί πίστεώς της», ἔχουν γίνει θεολογικές συμφωνίες, οἱ ὁποῖες δέν ἑδράζονται στήν ἀποστολική πίστι καί παράδοσι.

Τέτοιες εἶναι π.χ. ἡ συμφωνία τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων ἐπί τῆς Χριστολογίας (1989, 1990)- ἡ συμφωνία ἐπί τῆς ἐκκλησιολογίας στό Μπαλαμάντ (1993), ἡ ὁποία συνόψιζε τίς συμφωνίες τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν στό Μόναχο (1982), στό Μπάρι (1986), στό Νέο Βάλαμο (1988), ποῦ ἀφοροῦσαν τόν ἐκκλησιαστικό χαρακτήρα ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν (ἀποστολική πίοτι, ἀποστολική διαδοχή, αὐθεντικά μυστήρια) καί ἡ συμφωνία στήν Ραβέννα (2007) γιά τήν ὕπαρξι δῆθεν πρωτείου ἑνός ἐπισκόπου ἐπί παγκοσμίου ἐπιπέδου, ἡ ὁποία εὐτυχῶς ἀκόμη δέν ἔχει εὐδοκιμήσει.


(Συνεχίζεται)

No comments:

Post a Comment