Λάβαμε και δημοσιεύουμε - όπως πάντα με πολλή χαρά και άπειρη ευγνωμοσύνη - ηλεκτρονική επιστολή του κ. Πολυνείκη Θεοδωρόπουλου, κατά σάρκα αδελφού του οσιακής βιοτής αείμνηστου Γέροντα Επιφάνιου Θεοδωρόπουλου.
Παρακαλώ τους αναγνώστες να προσέξουν το σεβασμό που έδειχνε ο μακαριστός Γέροντας για τις αποφάσεις των άλλων, έστω και αν διαφωνούσε μαζί τους, την προθυμία του να μετέλθει “οικονομία” για να αποτραπούν χειρότερα κακά, αλλά και το υπερπερίσσευμα της αγάπης του για τον κατά σάρκα νεώτερο αδελφό του μια αγάπη που αισθάνονταν κοντά στον π. Επιφάνιο όχι μόνον οι κατά σάρκαν συγγενείς του αλλά κάθε ψυχή.
Ευχαριστούμε με όλη μας την καρδιά τον κ. Πολυνείκη Θεοδωρόπουλο για τη μεγάλη τιμή που μας κάνει να μας στέλλει τις αναμνήσεις του για περιστατικά που έζησε κοντά στον Αγιο Γέροντα.
Π.Μ.Τ.
*****
ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΣΕ ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΟ ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΣΥΓΓΕΝΗ ΤΟΥ
Του κ. Πολυνείκη Θεοδωρόπουλου
=========
Έτος 1964.
Έχει ήδη «περάσει» ένας και πλέον χρόνος από την κοίμηση της μητέρας μας και ο πατέρας μας δειλά-δειλά, αναφέρεται στην επιθυμία του να ξαναπαντρευτεί.
Μετά από λίγους μήνες αναζητήσεώς του βρίσκεται η κατάλληλη γυναίκα. Από την πρώτη συνάντησή τους του ξεθαρίζει τη θέση της με απόλυτη ειλικρίνεια, λέγοντάς του πως δέχεται να προχωρήσει μαζί του σε γάμο, αρκεί να τακτοποιήσει τις ευθύνες που έχει έναντι της οικογενείας του.
Ο υποφαινόμενος βρίσκεται στην τρυφερή ηλικία των δεκαέξι ετών και η ανατροφή του αποτελεί το υπ’αριθμόν ένα πρόβλημα για τη σύναψη του γάμου.
Είναι περίοδος καλοκαιριού και τα σχολεία έχουν διακοπές. Ο π. Επιφάνιος ζητά από τη θεία Αλεξάνδρα «ν’ ανέβουμε» στην Αθήνα, όπου εδώ και μερικά χρόνια διέμενε ο ίδιος, προκειμένου να συζητήσουμε και ει δυνατόν να επιλύσουμε το ζήτημα που έχει παρουσιασθεί, ικανοποιώντας παράλληλα και την έντονη επιθυμία του πατέρα μας για δεύτερο γάμο.
Στο σημείο αυτό, καλό είναι ν’αναφερθώ στη θέση του π. Επιφανίου σχετικά με το να ξαναπαντρευτεί ο πατέρας μας.
Ως άνθρωπος ιδιαίτερης ποιότητος φρονούσε ότι καλό θα ήταν ο πατέρας μας να παραμείνει πιστός στη μνήμη της γυναίκας του και μητέρας μας, ασχολούμενος παράλληλα με έργα ευποιίας και πνευματικής προαγωγής, αλλά αφού διαπίστωσε ότι ο πατέρας ήταν ανένδοτος σχετικά με το δεύτερο γάμο του, προτιμούσε – σεβόμενος απόλυτα την ελευθερία του και αυτό το «πέρασε» και στα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας μας – τον πατέρα μας νυμφευμένο, παρά να διάγει άλλη ζωή, μακράν των εντολών της Εκκλησίας.
Τον επισκεφθήκαμε μαζί με τη θεία Αλεξάνδρα, στο διαμέρισμα της οδού Μακεδονίας 24, το οποίο πρόσφατα είχε νοικιάσει.
Μετά τα απαραίτητα καλοσωρίσματα ξεκίνησε αμέσως ν’ αναφέρεται στο παραπάνω θέμα και απευθυνόμενος σε μένα μου είπε: ‘‘Άκου, αδελφέ μου, διακαώς επιθυμούσα η θεία μας Αλεξάνδρα να έλθει μόνιμα κοντά μου και πιστεύω ότι η ποθητή μέρα έφθασε’’ και συνέχισε ‘‘η θεία θ’ αποτελέσει το ακρογωνιαίο και πολύτιμο θεμέλιο της ιδιότυπης οικογενείας, που σκέπτομαι να δημιουργήσω με τη βοήθεια του Θεού στην πολυκατοικία όπου διαμένω’’, εννοώντας προφανώς τους πολλούς φοιτητές που κατέκλυσαν αρκετά σύντομα, σχεδόν όλα τα υπόλοιπα διαμερίσματα συνθέτοντας έτσι ένα οικοτροφείο.
‘‘Σχετικά με σένα, Πολυνείκη μου, μπορείς να έλθεις να συγκατοικήσουμε. Σου υπόσχομαι ότι θα ικανοποιήσω – με τη δύναμη του Θεού – όλες τις απαραίτητες ανάγκες για την άνετη διαβίωσή σου, μα κυρίως θα σου προσφέρουμε η θεία κι εγώ αγάπη και στοργή, που τόσο έχεις ανάγκη, μετά το μεγάλο πόνο που ένοιωσες – και λόγω ηλικίας – με την εκδημία της μητέρας μας’’ και συνέχισε ‘‘θα σεβαστώ απόλυτα την προσωπικότητά σου, αλλά πάντοτε να θυμάσαι ότι ο αδελφός σου είναι κληρικός και δεν δύναται να ικανοποιεί επιθυμίες σου, όπως π.χ. παρακολούθηση κινηματογραφικών και θεατρικών παραστάσεων, εξόδους σε ταβέρνες κλπ.’’ κι έκλεισε τη συζήτηση λέγοντάς μου ‘‘η τελική απόφαση αδελφέ μου είναι δική σου’’.
Ήταν τόσο πειστικός ο λόγος του και τόσο καθαρό το βλέμμα του που αυτοστιγμεί απάντησα ‘‘σ’ ευχαριστώ, αδελφέ μου, για την αγάπη σου’’ και πρόσθεσα ‘‘θα μείνω κοντά σας’’ και σκύβοντας φίλησα μ’ ευγνωμοσύνη το χέρι του.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι το μεγαλείο του ανδρός λαμβάνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις αν σκεφθεί κανείς ότι τα έσοδά του ήσαν πενιχρότατα.
Ως κληρικός ουδέποτε έλαβε μία δραχμή ούτε ως μισθόν, ούτε ως «τυχηρόν».
Τα λιγοστά έσοδά του προήρχοντο εκ των συγγραφικών του δικαιωμάτων από τα μεγάλης κυκλοφορίας βιβλία του και βεβαίως σ’ αυτά θα προσετίθετο και η μικρή σύνταξη της θείας μας Αλεξάνδρας.
No comments:
Post a Comment