Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΛΑΙΚΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΖΟΝΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Ζ΄
Ἐπίλογος
Τοῦ Μοναχοῦ Σεραφείμ
=====
Μέ τήν παραπάνω κατάθεση τῶν γνωμῶν διακεκριμένων ἐπιστημόνων τοῦ παρελθόντος ὡς πρός τήν ἀντίδραση τοῦ εὐσεβοῦς ὀρθοδόξου λαοῦ σέ ἐνδεχόμενα θεολογικά ἀτοπήματα τῶν Ποιμένων του, νομίζουμε ὅτι καθίσταται σαφής ἡ ἱστορικῶς τεκμηριωμένη πρακτική τῆς λαϊκῆς ὁμολογιακῆς ἀντιδράσεως κατά πρόσωπον μιᾶς ἀναφυομένης αἱρέσεως. Ἡ ὀρθότητά της μαρτυρεῖται ἄλλωστε καί στά πατερικά συγγράμματα (ἰδίως τά ἱστορικοῦ περιεχομένου), ἀλλά καί στούς ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σαφέστατη αὐτή πρακτική, ὅπως συνοψίζεται στίς παραπάνω γνῶμες τῶν πανεπιστημιακῶν καθηγητῶν, θά μποροῦσε νά συμπυκνωθῆ στά ἑξῆς:
(α) Κατ΄ ἐξοχήν διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τό δικαίωμα αὐτό τῆς διδασκαλίας ἀπό τόν Χριστό.
(β) Ἡ διδασκαλία τῶν Ἐπισκόπων περιορίζεται στό νά ἐκφράζει τήν ἐμπειρία τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, δηλαδή τήν ἔγγραφη καί ἄγραφη Ἀποστολική Παράδοση, ἡ ὁποία εἶναι βιωματικό φρόνημα καί ὄχι νεκρό διανοητικό γράμμα· ἡ ἐπισκοπική διδασκαλία ἀποτελεῖ διακονία τοῦ λαοῦ.
(γ) Οἱ σωστοί Ἐπίσκοποι δέν εὑρίσκονται σέ ἀντιπαράθεση, ἀλλά σέ συνεργασία μέ τούς λαϊκούς, τούς ὁποίους προσπαθοῦν νά δραστηριοποιοῦν ἱεραποστολικῶς.
(δ) Ὁ πιστός λαός, ὁ ὁποῖος δικαιωματικῶς ἐκφράζεται μέσῳ τοῦ Ἐπισκόπου του, ἔχει τό δικαίωμα, ἤ μᾶλλον τό καθῆκον νά παρακολουθεῖ καί κρίνει τήν ἐπισκοπική διδασκαλία. Πολλές φορές ὁ ἁπλός λαός διαγινώσκει σέ ἀναξίους Κληρικούς ἐσφαλμένες προτεραιότητες, συμβιβασμούς, καιρικές σκοπιμότητες καί ἐπιτηδευμένους συλλογισμούς.
(ε) Ἡ ἐκ μέρους τῶν λαϊκῶν παρακολούθηση τῆς πορείας τῶν αἱρέσεων καί ἡ αὐτοδύναμη ἐπιβεβαίωση ἤ ἀπόρριψη τῆς ἐπισκοπικῆς διδασκαλίας εἶναι σημεῖο ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος καί ἐξάσκηση κυριαρχικῶν του δικαιωμάτων· τό ἀντίθετο εἶναι σημεῖο νεκρώσεως.
(στ) Ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα τῆς ἀνυπακοῆς στόν παρεκκλίνοντα Ἐπίσκοπο, ἀκόμη καί τῆς καθαιρέσεώς του.
(ζ) Ἡ ἐπανάσταση αὐτή κατά τοῦ παρεκκλίνοντος Ἐπισκόπου πηγάζει ἀπό τό σεβασμό καί ὄχι ἀπό ἀσέβεια πρός τήν ἱερότητα τῆς θεοδώρητης ἐπισκοπικῆς ἐξουσίας, τήν ὁποίαν ὁ αἱρετίζων Ἐπίσκοπος ἀναξίως ἐκπροσωπεῖ· ἀποτελεῖ δέ ἡ ἐπανάσταση αὐτή ἐκδήλωση τοῦ θιγομένου διαχρονικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος.
(η) Ἡ ἐκ μέρους τῶν λαϊκῶν παραμέληση τῆς προφυλάξεως τῶν ἀδελφῶν-πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς ἱεροκανονικές παραβάσεις καί ἰδίως τίς αἱρέσεις καθιστᾷ τούς ἀμελεῖς αὐτούς λαϊκούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας.
(θ) Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία μαρτυρεῖ γιά τό ὅτι πολλές φορές τήν προσβαλλόμενη ἐκκλησιαστική Πίστη καί ἱεροκανονική τάξη διέσωσαν λαϊκοί ἀντιτιθέμενοι σέ ἀναξίους Κληρικούς.
Οἱ γνῶμες πού παραθέσαμε δέν ἐξαντλοῦν ὅλο τό εὖρος τῶν θεολογικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν τάσεων ἐντός τῆς πρόσφατης ἀκαδημαϊκῆς Θεολογίας· ὡστόσο, εἶναι θαυμαστή ἡ σύμπνοια πού τίς διακρίνει· ἰσχυροποιοῦνται λοιπόν σέ μέγιστο βαθμό μέσῳ τῆς ἀντιπαραβολῆς καί τοῦ συνδυασμοῦ τους ἀποδεικνύοντας καί τό ἑξῆς: Ἡ ἀντίδραση τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ στήν ἐκκλησιαστική ἡγεσία, ὅταν θίγεται ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδίως τά δόγματα, δέν ἀποτελεῖ ἔκφανση εὐσεβιστικοῦ λαϊκισμοῦ ἤπεριθωριακοῦ ζηλωτισμοῦ, ἀλλά ἀκραιφνοῦς καί θεοφιλοῦς ἐκκλησιολογικῆς ὀρθοφροσύνης καί ἐκκλησιαστικῆς ὑγείας.
Δέν θά μποροῦσε νά βρεθῆ καταλληλότερη ἀπό ἐδῶ θέση γιά μιά σχετική ρήση τοῦ μακαριστοῦ Κυπρίου ἐκκλησιαστικοῦ ἱστορικοῦ π. Παύλου Ἐγγλεζάκη, ἀναφερομένου στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου στό μεθόριο 19ου καί 20οῦ αἰῶνος: «Τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ὑπῆρξε λοιπόν αὐτή πού θά τήν ἤθελαν οἱ κομψοί σοφιστές τοῦ τότε ἤ τοῦ σήμερα, δέν εἶναι ἀναγκαστικά ἤ πάντα ἐναντίον της. Ἡ Ἐκκλησία, στήν ἐσωτερική της πολιτεία, ἦταν συντηρητική, δότι ἦταν ἡ Ἐκκλησία τοῦ λαοῦ, ἄρα τῶν χωρικῶν [...] Στό μέτρο πού ὁ Ἰησοῦς ταύτισε τόν ἑαυτό του μέ τούς ἐλάχιστους τοῦ κόσμου τούτου, ἡ πραγματική ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἡ ἱστορία τῶν μεγάλων καί τῶν ἰσχυρῶν, ἀλλά τῶν ἀδύνατων καί τῶν μικρῶν. Ὁ θεολογικός ἱστορικός στοχασμός [...] δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό τί ἔκαμαν οἱ κατά κόσμον μεγάλοι, ἔστω καί ἄν αὐτοί λέγονται ἀρχιεπίσκοποι, οὔτε γιά τό τί ἔκαμαν οἱ καθώς πρέπει μεσαῖοι, ἀλλά ἐξετάζει ποιοί, σάν τόν Θεό, ἦταν φτωχοί γιά ἕνα σύστημα, δηλαδή ἔξω ἀπό αὐτό, χωρίς ἀξία, ἄχρηστοι, καί ἄρα διαθέσιμοι, καί τί ἔκαναν γι’ αὐτούς οἱ μαθητές τοῦ Ἰησοῦ. Διότι ἐκεῖνος σώζεται πού στά πρόσωπα αὐτῶν τῶν φτωχῶν βλέπει τόν Ἰησοῦ καί τόν ὑπηρετεῖ. Αὐτό εἶναι, σύμφωνα με τό εἰκοστό πέμπτο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου κατά τόν Ματθαῖο, τό οὐσιαστικό κριτήριο τῆς ἀληθινῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας» [33].
Εἴθε νά ἀναλογισθοῦν οἱ ἐκκλησιαστικοί μας ταγοί τό βάρος τοῦ σκανδαλισμοῦ τῶν Πιστῶν ἀπό τήν ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ δόγματος στό Κολυμπάρι καί νά πράξουν ἐν μεταμελείᾳ τά δέοντα!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[33]. Βενέδικτος Εγγλεζάκης (Ἀρχιμανδρίτης Παῦλος), «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἀπό τό 1878 μέχρι τό 1955», στό Εἴκοσι μελέται διά τήν Ἐκκλησίαν Κύπρου (4ος ἕως 20ός αἰών), ἐκδ. Ἵδρυμα Α. Γ. Λεβέντη – ΜΙΕΤ, Ἀθῆναι 1996, σσ. 616.617.
No comments:
Post a Comment