Ο ΜΕΓΑΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΥΡΟΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ
Ε΄
Του Πρωτοπρ. Άγγελου Αγγελακόπουλου
=====
Δ) Ἡ συνάντηση τῶν Ἱεροσολύμων
Μέ τήν ἀναρρίχησή του στόν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ξεκίνησε ἐπίσημες καί μυστικές ἐπαφές μέ τό Βατικανό. «Ὁ Ἀθηναγόρας ἐπί συνεχῆ ἔτη διαπραγματεύεται παρασκηνιακῶς μέ τό Βατικανό τήν συνάντηση του μέ τόν Πάπα. Διαμεσολαβητής εἶναι ὁ Ρουμάνος Ἀρχιμανδρίτης Σκρίμα, διαπρεπής θεολόγος, καί διάφορες προσωπικότητες τοῦ παπικοῦ κόσμου»[16].
Ἡ συνάντηση αὐτή πραγματοποιήθηκε τελικά τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964 στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας Παῦλος ΣΤ΄, κατά τήν διάρκεια τῆς λήξεως τῶν ἐργασιῶν τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, προανήγγειλε τήν προσκυνηματική του ἐπίσκεψη στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ἔσπευσε νά δηλώσει ὅτι θά πάει καί ὁ ἴδιος στά Ἱεροσόλυμα μέ σκοπό νά συναντήσει τόν αἱρεσιάρχη Πάπα. Ἐπιθυμοῦσε δέ στήν συνάντηση αὐτή νά συμμετάσχουν καί οἱ αἱρεσιάρχες τοῦ Προτεσταντισμοῦ, μέ σκοπό μιά παγχριστιανική προσέγγιση, πού θά ὁδηγοῦσε στήν ἕνωση.
«Δέν ἠρκέσθη δέ μόνον εἰς τοῦτο. Ἐπρότεινε ταυτοχρόνως, ἵνα καί οἱ Πατριάρχαι καί Πρόεδροι τῶν ἐκασταχοῦ Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πορευθῶσιν ὅλοι ὁμοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα, συναντηθῶσι μετά τοῦ Πάπα καί διεξαγάγωσι μετά τούτου συζήτησιν περί τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν»[17], σχολιάζει ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Πρόκειται γιά πρωτόγνωρες πραγματικά ἀποφάσεις, πού ἀνέτρεψαν μέσα σέ μιά στιγμή κάθε δεδομένο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἱερούς Κανόνες, Συνοδικότητα, Ἁγιοπατερική Παράδοση, δογματική καί ἐκκλησιαστική συνείδηση καί τόσα ἄλλα. Καί νά σκεφτεῖ κανείς πώς πρόκειται γιά ἀποφάσεις ἑνός καί μόνο ἀνδρός, χωρίς καμμία προηγούμενη πανορθόδοξη ἀπόφαση οὔτε κἄν ἐνημέρωση ἐπ' αὐτῶν! «Αἱ ἄνω ἀπόψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐδημιούργησαν παρά τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀλγεινήν ἐντύπωσιν. Τό ἀποφασιστικόν τοῦτο καί ἀπρόοπτον βῆμα τοῦ Πατριαρχείου, ἔδει νά καταστῆ ἀντικείμενον κοινῆς συσκέψεως καί ἀποφάσεως τῶν κατά τόπους ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»[18], παρατηρεῖ μέ ἀπογοήτευση ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ἡ συνάντηση Πάπα - Πατριάρχη στάθηκε μία ὑποδειγματική ἐφαρμογή προαποφασισμένης οἰκουμενιστικῆς τακτικῆς, πού προαναφέραμε. Ἐπένδυσε συστηματικά στήν δύναμη τῆς εἰκόνας, τοῦ συμβολισμοῦ καί τῶν ἐντυπώσεων. Ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας, ἄλλωστε, διέθετε ἰδιαίτερη εὐχέρεια στήν ἐπικοινωνιακή τακτική καί μέ τίς δηλώσεις του κέρδισε ἀμέσως τόν δημοσιογραφικό κόσμο. «Τέτοιες κουβέντες ἤθελαν οἱ δημοσιογράφοι κι ἔτρεξαν ποιός πρῶτος θά προλάβει νά στείλει τό τηλεγράφημά του. Οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοί, πού ἀκολούθησαν τόν Πάπα, πού δέν ἦταν καθόλου προσιτός καί πού δέν εἶπε οὔτε λέξη, ἄρχισαν κι αὐτοί νά τρέχουν πίσω ἀπό τόν Ἀθηναγόρα»[19].
Ἐπικοινωνιακή τακτική, πολύκροτες δηλώσεις καί μιά ἀκατάσχετη ἀγαπολογία κυριάρχησε στήν πολύκροτη συνάντηση, ἔτσι ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης: «Κι ὅταν εἶδε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, αἱ χεῖρες μας ἤνοιξαν αὐτομάτως. Ὁ ἕνας ἐρρίφθη εἰς τήν ἀγκάλην τοῦ ἄλλου. Ὅταν μᾶς ἠρώτησαν πῶς ἐφιληθήκαμεν, ἀδελφοί, ὕστερα ἀπό 900 χρόνια - Ἐρωτᾶς πῶς; Ἐπήγαμε οἱ δύο μας χέρι μέ χέρι εἰς τό δωμάτιόν του, καί εἴχαμεν μίαν μυστικήν ὁμιλίαν οἱ δύο μας. Τί εἶπαμεν; Ποιός ξέρει τί λέγουν δύο ψυχές, ὅταν ὁμιλοῦν! Ποιός ξέρει τί λέγουν δύο καρδίαι, ὅταν ἀνταλλάσσουν αἰσθήματα»[20]!
Τό μυστικό περιεχόμενο, βεβαίως, τῆς «συνομιλίας τῶν ψυχῶν» Πάπα - Πατριάρχη καί τῶν αἰσθημάτων, πού ἀντήλλαξαν, δέν ἀνακοινώθηκε ποτέ οὔτε στίς Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν οὔτε στό ὀρθόδοξο πλήρωμα. Τό πληροφορούμαστε, ὅμως, σταδιακά ἀπό τότε, καθώς παρακολουθοῦμε τήν προδιαγεγραμμένη καί προαποφασισμένη ἀπό τότε οἰκουμενιστική πορεία πρός τήν «ἕνωση». «Τί εἶπαμεν; Ἐκάμαμε κοινόν πρόγραμμα, μέ ἰσοτιμίαν ἀπόλυτον, ὄχι μέ διαφοράν»[21]. Αὐτό τό «κοινό πρόγραμμα», πού καταρτίστηκε σέ μία μυστική συνάντηση δύο ἀνδρῶν, ἦταν, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς ἀρχικές δηλώσεις καί ἀναφορές, πολύ πιό προχωρημένο ἀπό αὐτό, πού τελικά παρουσιάστηκε.
Ἐπρόκειτο γιά σαφή συμφωνία γιά «ἕνωση στό κοινό ποτήριο», ἀφοῦ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποκαλύπτεται ὅτι αὐτή ἦταν ἡ ἀρχική ἐπιθυμία τῶν δύο μερῶν. «Καί εἶπαμεν ὅτι ἤδη εὑρισκόμεθα εἰς τήν ὁδόν εἰς Ἐμμαούς» συνέχισε ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας «καί πηγαίνομεν νά μᾶς συναντήση ὁ Κύριος ἐν τῷ κοινῷ ἁγίῳ Ποτηρίῳ. Ὁ Πάπας ἀπαντῶν μοῦ προσέφερε Ἅγιον Ποτήριον. Δέν ἤξευρεν ὅτι ἐγώ θά μιλοῦσα δι' Ἅγιον Ποτήριον, οὔτε ἤξερα ὅτι θά μοῦ προσέφερεν Ἅγιον Ποτήριον! Τί εἶναι; Συμβολισμός τοῦ μέλλοντος»[22].
Σχετικά μέ τήν διαμυστηριακή κοινωνία (intercommunion) θά πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἑνότητα στή Θεία Λατρεία μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν σημαίνει, κατά τήν Ὀρθόδοξη θεώρηση, ἔκφραση ἑνότητας τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Μάλιστα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προϋποθέτει τήν ἑνότητα τῆς πίστεως πρίν ἀπό τήν εὐχαριστιακή πράξη. Χωρίς αὐτή τήν ἑνότητα στήν πίστη καί τήν εὐχαριστιακή κοινωνία, ἡ ἑνότητα μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν ἔχει μόνο ἠθικό καί κοινωνικό χαρακτήρα. Ἀντίθετα, οἱ αἱρετικές παρασυναγωγές στό σύνολό τους ἐνδιαφέρονται περισσότερο γιά τήν διαμυστηριακή κοινωνία καί μάλιστα πρίν τήν ἐπίτευξη ἑνότητας στήν πίστη, πράγμα πού ἀπορρίπτει σαφῶς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τούς παραπάνω λόγους[23].
Ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε, κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρουμάνος θεολόγος, λέει ὅτι θά πρέπει νά ἐφαρμόσουμε ὀρθόδοξες θεολογικές προϋποθέσεις στούς διαλόγους, πού διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μέ τίς αἱρέσεις καί τίς θρησκεῖες. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές εἶναι οἱ ἑξῆς: Νά ἐπιτευχθεῖ
α) ἑνότητα στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας˙ δηλ. νά ἀποδεχθοῦν οἱ αἱρετικοί καί ἀλλόθρησκοι τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
β) ἑνότητα στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή, ὅπως αὐτές ἐκφράζονται στήν ἁγία παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν Ἁγία Γραφή, στίς ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, στούς Ἱερούς Κανόνες καί στά συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων καί θεολόγων τῆς Ὀρθοδοξίας, καί
γ) ἑνότητα στή θεία λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας[24].
Παραλλήλως, ὁ κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρώσσος θεολόγος τοῦ 20ου αἰ., π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ἐπισημαίνει: «Σάν μέλος καί ἱερεύς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία βαπτίσθηκα καί ἀνατράφηκα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία. Καί τό πιστεύω αὐτό γιά πολλούς λόγους: Ἕνεκα τῆς προσωπικῆς πεποιθήσεως καί ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης βεβαιώσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού πνέει στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καί ἕνεκα τῶν ὅσων εἶναι δυνατόν νά γνωρίζω ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἀπό τήν καθολική (ὀρθόδοξη) παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶμαι ὑποχρεωμένος, λοιπόν, νά θεωρῶ ὅλες τίς ὑπόλοιπες χριστιανικές «ἐκκλησίες» ὡς ἐλαττωματικές καί σέ πολλές περιπτώσεις μπορῶ νά προσδιορίσω αὐτές τίς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων «ἐκκλησιῶν» μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Γι'αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν, γιά μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τήν παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία. Δέν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακή πεποίθηση˙ ἡ πεποίθησίς μου ἀνήκει ἀποκλειστικά στήν Una Sancta, στή «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν, Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», τήν Ὀρθοδοξίαν»[25].
(Συνεχίζεται)