Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΛΑΙΚΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΖΟΝΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Τοῦ Μοναχοῦ Σεραφείμ
=====
Οἱ πρόσφατες ἐξελίξεις στήν κατά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησία, ἐξ αἰτίας τῆς κακοδόξου Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, ἡ ὁποία ἐμπέδωσε τά δόγματα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀναδεικνύουν καί πάλιτό θέμα τῆς συμμετοχῆς τῶν λαϊκῶν Χριστιανῶν στήν προάσπιση τῶν ὑγιῶν ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων.
Τό θέμα εἶναι βεβαίως εὐρύτατο, καί ἡ πλήρης ἀνάπτυξή του ἀπαιτεῖ λιπαρή γνώση τῆς Ἐκκλησιολογίας, τῆς Ἱστορίας τῶν Δογμάτων, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας ἐν γένει, καθώς καί τῆς Πατερικῆς Θεολογίας. Ἐδῶ ἐπιχειροῦμε μιά πρώτη ἁπλῆ προσέγγιση.
Πολλοί ἐκ τῶν ἁμαρτησάντων Ἐπισκόπων, ἀλλά καί ὅσοι «οὐ μόνον αὐτά ποιοῦσιν, ἀλλά καί συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσιν»[1], ἀναγκαστικῶς προσφεύγουν στό (ἀναμφισβήτητα μοναδικῆς σημασίας) κῦρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος, γιά νά δικαιολογήσουν τά ἀδικαιολόγητα· ὑπαινίσσονται μάλιστα καί κάποιου εἴδους «ἀλάθητον» γιά τόν ἑαυτό τους καί τίς Συνόδους πού συγκροτοῦν. Ἐδῶ θά μποροῦσε κάποιος νά ὑπενθυμίσει, ὅτι καί στόν Παπισμό γενεσιουργός αἰτία πολλῶν ἐπί μέρους αἱρέσεων καί ἄλλων συμφορῶν ὑπῆρξε τό δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα: ποιός μπορεῖ νά ἀντισταθῆ ἐπαρκῶς στά αἱρετικά φρονήματα ἑνός θρησκευτικοῦ πλανητάρχη, ἐπί αἰῶνες ἐπενδεδυμένου μέ κοσμική ἐξουσία ἀλλά καί μία ... «θεϊκή» αἴγλη «ἀλαθήτων» ἐμπνεύσεων (ὁ ὁποῖος κάποτε, πρίν ξεπέσει, ὑπῆρχε Ὀρθόδοξος Πατριάρχης τῆς Ἰταλικῆς Ρώμης);
Στήν ἴδια τήν Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου αὐτός ὁ μή ὑγιής «ἐπισκοπο-κεντρισμός», ὁ ὁποῖος στοχεύει στό νά στερήσει ἀπό τούς ἁπλούς πιστούς, ἀπό τούς λαϊκούς Χριστιανούς, τό δικαίωμα νά κρίνουν τά σχετικά μέ τήν Ὀρθοδοξία, βρῆκε τήν ἔκφρασή του στήν παράγραφο §22 τοῦ 6ου Κειμένου, τοῦ τιτλοφορουμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» ·ἐκεῖ γράφεται ὅτι «...ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων (κανών 6 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου)» [2].
Ὅπως συνάγεται ἀπό τήν μαρτυρία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προσπάθησε νά μετριάσει αὐτόν τόν «ἐπισκοπο-μονισμό» (τήν ἀπόδοση ἐκκλησιολογικοῦ βάρους ἀποκλειστικῶς στούς Ἐπισκόπους), μέ τήν ἀπάλειψη ἀπό τήν ὡς ἄνω φράση τῆς λέξεως «μόνον», καθώς καί μέ τήν προσθήκη τῶν Κανόνων 14ου καί 15ου τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861), ὁ ὁποῖοι προσδιορίζουν τίς προϋποθέσεις τῆς ἀντιδράσεως τῶν πιστῶν στούς Ἐπισκόπους· ὅμως ἡ πρότασή της δυστυχῶς ἀπορρίφθηκε[3].
Γιά νά φανεῖ πώς καί στό σημεῖο αὐτό ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἐξέπεσε ὄχι μόνον ἀπό τήν ἁγιοπατερική διαχρονική ὁμοφωνία, ἀλλά καί ἀπό τήν πρόσφατη ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογική γραμμή, τήν ἐντός τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ὑπενθυμίζουμε ὅτι πρό τριάκοντα ἕξι ἐτῶν (1981) στόν διάλογο μέ τούς Παλαιοκαθολικούς (οἱ ὁποῖοι ἀποσκίρτησαν ἀπό τήν Ρώμη στίς δεκαετίες 1870-1880, ἐπειδή δέν δέχονταν τό ἀλάθητο καί τήν λοιπή μοναρχία τοῦ Πάπα), εἶχαν προκριθῆ ἄλλες ἐκκλησιολογικές σταθερές. Στό κοινό κείμενο Ὀρθοδόξων καί Παλαιοκαθολικῶν τοῦ 1981 δηλωνόταν ὅτι ἀνωτάτη αὐθεντία στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος (καί ὄχι γενικῶς «τό Συνοδικόν Σύστημα»), καί μέ τήν δικλίδα, ὅτι πρέπει ἡ ἀπόφαση μιᾶς Γενικῆς Συνόδου νά συμφωνεῖ μέ τό φρόνημα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, ὥστε νά χαρακτηρίζεται Οἰκουμενική[4]. Τώρα, στό Κολυμπάρι, οἱ προϋποθέσεις αὐτές ἐπίτηδες ἐξαλείφθηκαν, πρός δόξαν τῶν δικῶν μας, τῶν ἀνατολικῶν, «μοναρχῶν» καί προεστώτων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὥστε νά φιμωθῆ ἡ ἀντίδραση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος καί νά ἐπαρκέσουν οἱ ἀποφάσεις τῶν «ὑψηλά ἱσταμένων (καί δῆθεν ἀλαθήτων)».
Ὁ γράφων δέν προσδοκᾶ ὅτι τό ἄρθρο θά πείσει κάποιον ἀπό τούς συγκεκριμένους αἱρετίζοντες Ἐπισκόπους νά ἐνωτίζονται τήν φωνή τοῦ δικαίως ἀντιδρῶντος Ποιμνίου τους· διότι δυστυχῶς «εἰ Μωϋσέως καί τῶν Προφητῶν οὐκ ἀκούουσι» (καί τῶν θεοπνεύστων Κανόνων καί Ἁγίων Πατέρων... ), «οὐδ’ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται» [5]. Παραθέτουμε λοιπόν, χάριν τῶν πιστῶν, τίς διαπιστώσεις παλαιοτέρων ἀκαδημαϊκῶν ἐπιστημόνων γιά τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση τῶν ἁπλῶν πιστῶν νά ἀγωνίζονται ὑπέρ τῆς διαφυλάξεως τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἀκόμη καί ἐναντίον Πατριαρχῶν καί Συνόδων. Δέν ἀσχολούμεθα μέ τό θέμα σφαιρικῶς, ὅπως ἔχει γίνει μέ ἐπάρκεια σέ ἄλλες μελέτες[6], ἀλλά μόνον μέ τήν πανεπιστημιακή θεολογία καί ἱστοριογραφία, ὥστε νά ἀπογυμνωθῆ - καί μόνον μέ βάση τά νεώτερα κείμενα - ἡ ἀδιαφορία ἤ ἡ ἀμάθεια ἤ ἡ πονηρία τῶν αἱρετιζόντων στήν ἐπιχειρούμενη ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας φρονήματος καί τῆς συμπαγοῦς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας.
Εὐχόμεθα σέ ὅσους Ἐπισκόπους συναίνεσαν διά τῆς ψήφου ἤ ἔστω τοῦ λόγου τους στίς αἱρέσεις τοῦ Κολυμπαρίου μέ διαφόρους τρόπους, νά μετανοήσουν εἰλικρινῶς. Καί ὁ ἅγιος Ἰουβενάλιος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων, στή λῃστρική Σύνοδο τῆς Ἐφέσου (τήν «ἐν Ἐφέσῳ Δευτέραν») τοῦ ἔτους 449 συντάχθηκε μέ τούς εὐτυχιανούς Μονοφυσῖτες ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ ἁγίου Φλαβιανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, μετέπειτα φονευθέντος, ἀλλά στήν ἀκολουθήσασα Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος τοῦ 451, δύο ἔτη ἀργότερα, ἔλαβε τό μέρος τῶν Ὀρθοδόξων (καί τελικῶς ἁγίασε).
(Συνεχίζεται)
ΣHΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1]. Ρωμ. 1, 3
[3]. Μητρ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου, «Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο καί ἡ κατάληξή τους», Θεοδρομία 18 (2016) 426-428.433. Βλ. τό ἴδιο κείμενο καί ἐδῶ: https://www.scribd.com/document/325254627/ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ-ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ-Ι-Σ-Ι-ΓΙΑ-ΑΜΣΟΕ-ΚΑΙ-ΚΑΤΑΛΗΞΗ-ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ-ΑΚΤΙΝΕΣ#from_embed , ὅπως ἐπίσης καί ἐδῶhttp://www.parembasis.gr/index.php/el/mitropolitis-3/ni-various-articles/4618-2016-09-25
[4]. Πρόκειται γιά τό β΄ κείμενο τῆς 4ης Συνδιασκέψεως τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς στό Ζαγκόρσκ τῆς Μόσχας (15-22 Σεπτεμβρίου 1981), ὑπό τόν τίτλο «Τό ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας». Βλ.Ἐπίσκεψις 259 (1981) 12: «Ἀνώτατον ὄργανον τῆς Ἐκκλησίας διά τήν ἀλάθητον διακήρυξιν τῆς πίστεώς της εἶναι μόνον ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος [...] Αὐτή ἀποφαινομένη ὑπό τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχει τό ἀλάθητον αὐτῆς ὡς ἐκ τῆς συμφωνίας αὐτῆς μεθ’ ὁλοκλήρου τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἄνευ τῆς συμφωνίας ταύτης οὐδεμία σύναξις εἶναι Οἰκουμενική Σύνοδος» (ἐλήφθη ἀπό τό Γρ. Λιαντας, Διορθόδοξος Διακονία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ἡ συμβολή τῶν δύο Ἐκκλησιῶν στούς διμερεῖς θεολογικούς διαλόγους μέ τή Ρωμαιοκαθολιή Ἐκκλησία καί τήν Ἐκκλησία τῶν Παλαιοκαθολικῶν, ἐκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 106ἑ.).
[5]. Λουκ. 16, 31
[6]. Ι. Μ. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, «Ἐπιτρέπεται οἱ λαϊκοί νά ἀναμειγνύονται σέ θέματα πίστεως;», Θεοδρομία ΙΒ΄ 3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2010) 368-380. Βλ. καίhttp://www.impantokratoros.gr/769A2154.el.aspx
No comments:
Post a Comment