ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ
ΣΤ΄
Του Πρωτοπρ. Άγγελου Αγγελακόπουλου
=====
Τὸ οὐσιαστικὸ «ἀποτείχισις» παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «ἀποτειχίζω», τὸ ὁποῖο σύμφωνα μὲ τὰ Λεξικὰ καί τό Μέγα Λεξικὸ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσας τῶν Liddell - Scott, σημαίνει «ὀχυρώνω, ἀποκλείω διὰ τείχους, ἐγείρω μεσότοιχον». Ἑπομένως, καὶ ἡ λέξη «ἀποτείχισις» σημαίνει «ἀποκλεισμὸς διὰ τείχους, ὀχύρωσις». Τὸ δὲ τεῖχος, ποὺ ὑψώνει κανεὶς, γιὰ νὰ ἀμυνθεῖ, καλεῖται ἀποτείχισμα. Ἀποτείχισις δέν σημαίνει τὸ νὰ βγεῖ κάποιος ἐκτός τοῦ τείχους, ἐν προκειμένω τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐσφαλμένα πιστεύουν οἱ περισσότεροι. Ὁ ἀποτειχισθείς κληρικός, ἕνεκα τῆς φανερῆς αἱρέσεως τοῦ ἐπισκόπου του, φτιάχνει ἕνα τεῖχος ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο, μέχρι νὰ ἔρθει Ὀρθόδοξη Σύνοδος, νὰ καθαιρέσει τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο, ἐὰν δὲν μετανοήσει.
Εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ χρήση τῆς λέξεως «ἀποτείχιση» προϋποθέτει ὅτι ὑπάρχει κάποιος κίνδυνος, κάποιος ἐχθρός, γιὰ τὴν προφύλαξη ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὑψώνει κανεὶς ἕνα τεῖχος. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ἡ ἔννοια αὐτὴ τῆς ἀποτειχίσεως φραστικὰ εἰσάγεται ἀπὸ τὸν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου (861), ὅπου εἶναι σαφέστατο καὶ ἡλίου φαεινότερο ποιός εἶναι ὁ κίνδυνος ποὺ ἐπιβάλλει τὴν ἀποτείχιση. Αὐτὸς εἶναι ἡ αἵρεση καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι.
Στὴν περίπτωση, λοιπόν, αὐτή παρέχεται ἡ δυνατότητα στόν κληρικό καὶ «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως» νὰ ἀποτειχισθεῖ, νὰ ὑψώσει τεῖχος ἄμυνας, νὰ ἀποκλείσει τὴν αἵρεση, νὰ ὀχυρωθεῖ. Δεν ὑπάρχει, λοιπὸν, καμμία ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἀποτείχιση εἶναι ἀποτείχιση ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τοὺς ψευδεπισκόπους καὶ ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀληθινοὺς ἐπισκόπους. Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου δεν βγάζει ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας οὔτε ὁδηγεῖ σὲ σχίσμα.
Σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς Κανόνες καί τήν ὁμόφωνη ἁγιοπατερική διδασκαλία ἡ πρό συνοδικῆς κρίσεως διακοπή τοῦ μνημοσύνου καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἀπό τούς ἐκκλησιαστικῶς προϊσταμένους ἐπιτρέπεται μόνο ὅταν ὑπάρχουν δογματικοί λόγοι, δηλαδή κηρύσσεται «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δημόσια, μέ παρρησία, χωρίς ντροπή καί ἀνερυθριάστως στήν Ἐκκλησία κάποια αἵρεση. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι εἶχαν ἐπιτρέψει τήν διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας γιά λόγους «εὐσεβείας καί δικαιοσύνης». Ἡ λέξη «δικαιοσύνη» φυσικά μποροῦσε εὔκολα νά παρερμηνευθεῖ, μέ ἀποτέλεσμα νά συμβοῦν διάφορα σχίσματα γιά «ἰάσιμα» ζητήματα, καί ὄχι ἕνεκα δογματικῶν λόγων. Τελικά, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς ΑΒ΄ Συνόδου (861) ἐπί Ἁγίου Φωτίου νομοθέτησαν τρεῖς ἀλλεπάλληλους κανόνες (ιγ΄, ιδ΄ καί ιε΄), διά τῶν ὁποίων ἀπαγόρευαν αὐστηρά τήν πρό συνοδικῆς κρίσεως διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τούς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ὑπέπεσαν σέ ὁποιοδήποτε «ἔγκλημα», παρεκτός διακηρύξεως κάποιας αἱρέσεως. Μέ τόν τρόπο αὐτό οἱ Πατέρες ἑρμήνευσαν τόν λα΄ Ἀποστολικό Κανόνα καί ἐξέφρασαν τό Ὀρθόδοξο φρόνημα, τό ὁποῖο κατά καιρούς διακηρυσσόταν μέ πλήρη ὁμοφωνία ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες.
Ἑπομένως, διακοπή μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου γίνεται μόνον, ὅταν ὑπάρχει αἵρεση, μόνο γιά δογματικά ἐγκλήματα, καί ὄχι γιά ἠθικά (π.χ. πορνεία, ἱεροσυλία κ.ἄ.). Ἀπαγορεύεται ἡ διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἄνευ λόγων πίστεως. Βέβαια, ὁ 31ος Ἀποστολικός Κανών δίνει τό δικαίωμα ἀκόμη καί γιά θέματα δικαιοσύνης νά παύει ὁ ἱερεύς τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου του. Τόν τελευταῖο Κανόνα ἐφήρμοσε ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης στήν γνωστή περίπτωση τῆς μοιχειανικῆς ἔριδος, καί μέ βάση αὐτόν διέκοψε τήν μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου Κων/λεως Ἰωσήφ. Πολύ ὀρθά ἔπραξε ὁ Ὅσιος, διότι στήν ἐποχή του ὑπῆρχε καί ἴσχυε μόνο ὁ 31ος Ἀποστολικός Κανών. Ὁ Ὅσιος γεννήθηκε τό 759 καί ἐκοιμήθη τό 826. Δέν εἶχε συγκληθεῖ ἀκόμη ἡ ΑΒ΄ Σύνοδος, γιά νά ἐκδώσει τόν 15ο Κανόνα της. Αὐτή συγκλήθηκε μετά ἀπό 35 χρόνια, τό 861. Ὁ Ὅσιος ἐφήρμοσε τήν ἀκρίβεια τοῦ πράγματος. Ὅμως, σύγχρονος τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου ἦταν καί ὁ ἅγιος Νικηφόρος μετέπειτα Πατριάρχης Κων/λεως, ὁ ὁποῖος ἐφήρμοσε τήν οἰκονομία τοῦ πράγματος καί δέν διέκοψε τήν μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ, ἀλλά εἶχε κοινωνία μαζί του. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι στό θέμα τῆς διακοπῆς μνημοσύνου γιά θέματα δικαιοσύνης την ἐποχή ἐκείνη ἐφαρμόστηκαν καί ἡ ἀκρίβεια καί ἡ οἰκονομία, πού εἶναι τά δύο κουπιά, μέ τά ὁποία προχωρᾶ τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία πάντως κανέναν ἀπό τούς δύο δέν ἐκάκισε, οὔτε τούς ἐπέβαλε ἐπιτίμια, ἀλλά ἀνεκήρυξε καί τούς δύο ὡς ἁγίους της. Σήμερα, πάντως, ἰσχύει ἡ πάγια θέση τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ὅτι διακοπή μνημοσύνου ἐπιτρέπεται ἀποκλειστικά καί μόνο γιά θέματα αἱρέσεως.
Θά πρέπει νά εἰπωθεῖ ὅτι κατ’ἀκρίβειαν ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως τῶν ὀνομάτων τῶν οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων θά ἔπρεπε νά εἶναι γεγονός ἐδῶ καί καιρό, ἐξαιτίας τῆς κοινωνίας μέ τήν αἵρεση, μέσῳ τῶν συνεχῶν καί πυκνουμένων συμπροσευχῶν καί ἡμισυλλειτούργων. Κόκκινη γραμμή γιά τήν ἐφαρμογή τῆς διακοπῆς μνημονεύσεως εἶναι ἡ αἵρεση. Ἕνεκεν, ὅμως, τῆς ἀγνοίας, τῆς ἀμαθείας, τῆς ὀλιγωρίας, τῆς ἀπροθυμίας καί τοῦ φόβου, μέχρι τώρα ἐφαρμόζεται ἡ οἰκονομία κατ’ ἄκραν ἀνοχήν. Ἡ κόκκινη γραμμή, πού μέχρι πρότινος εἶχε τεθεῖ, ἡ σταγόνα, πού θά ξεχείλιζε τό ποτήρι γιά τήν ἐφαρμογή τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τῶν ὀνομάτων τῶν οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων ἄνευ ἄλλης ἀναβολῆς, ἦταν τό κοινό συλλείτουργο καί τό κοινό ποτήριο Πάπα καί Πατριάρχη, δηλ. ἡ διαμυστηριακή κοινωνία, ἡ intercommunion. Σήμερα, ὅμως, μετά τήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου καί τήν ἀποδοχή της ἀπό πλείστους ὅσους Ἐπισκόπους ἡ κόκκινη γραμμή γιά τήν ἐφαρμογή τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τῶν ὀνομάτων τῶν οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων ἔχει μετατεθεῖ καί κατεβεῖ καί εἶναι ἡ συνοδική ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητος στούς αἱρετικούς, ἑτεροδόξους, πρᾶγμα πού ἔκανε ἡ Κολυμπάρια ψευδοσύνοδος. Ἡ μή καταδίκη τῶν αἱρέσεων εἶναι τό κακούργημα τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης.
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment