ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΘΗΣ
Του κ. Χριστόδουλου Βασιλειάδη
===============
Ο Κώστας Στάθης υπήρξε ίσως η μεγαλύτερη προσωπικότητα στον χώρο της ζωγραφικής στον 20 αιώνα. Είναι βέβαιο ότι θεωρείται πλέον ο πατέρας της ζωγραφικής στην Κύπρο. Τα έργα του συγκρίνονται με έργα του Βαν Γκογκ, Πικασσό και άλλων μεγάλων καλλιτεχνών στο διεθνές στερέωμα. Πιο κάτω παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το άρθρο του κυρίου Νικηφόρου Ορφανού, με τίτλο "Κώστας Στάθης, ο άγνωστος ζωγράφος της Κύπρου (1913-1987), Μια πραγματική αποκάλυψη".
Ο Κώστας Στάθης γεννήθηκε το 1913 στο χωριό Ασκάς της Πιτσιλιάς και εκεί έζησε τα παιδικά του χρόνια σε καιρούς δύσκολους και σκληρούς, όπου η φτώχια αποτελούσε τη μεγαλύτερη μάστιγα των ορεινών χωριών. Όμως ήταν παιδί χαρούμενο που αγαπούσε ιδιαίτερα τις φυσικές ομορφιές του χωριού του και πολλές φορές αποστασιοποιείτο από τους συνομήλικούς του. Περιπλανιόταν στα λιθόστρωτα δρομάκια του χωριού, στα περιβόλια, στις ποταμοσιές, στις απόκρημνες πλαγιές. Αγαπούσε τα δέντρα και τους θάμνους. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα μεγάλωσε ο ζωγράφος Κώστας Στάθης, αφομοιώνοντας τον καιρό, το χρώμα, το τοπίο, τις μυρωδιές, το φως και τους ανθρώπους της Πιτσιλιάς, που αγάπησε και έκλεισε στην καρδιά του, στη σκέψη και τον ψυχισμό του. Μετά την αποφοίτηση του από το Δημοτικό Σχολείο του Ασκά, εγγράφεται στο Παγκύπριο Γυμνάσιο στη Λευκωσία στο οποίο φοιτά από το 1929 μέχρι το 1935. Από δημοσιεύματα του 1934 και 1935 φαίνεται ότι ο Κώστας Στάθης φανέρωσε το ταλέντο του στη ζωγραφική από τα μαθητικά χρόνια, έχοντας ως καθηγητές τέχνης τον Ανδρέα Θυμόπουλο, τον Ιωάννη Κισσονέργη και τον Αδαμάντιο Διαμαντή, οι οποίοι τον καθοδηγούσαν και τον ενθάρρυναν. Ο ποιητής Τεύκρος Ανθίας έγραψε με την ευκαιρία της διοργάνωσης ατομικής έκθεσης του ζωγράφου για ένα αληθινό ταλέντο και μια καλλιτεχνική ιδιοφυΐα.
Μετά την αποφοίτησή του από το Παγκύπριο Γυμνάσιο, μεταβαίνει το 1936 με υποτροφία στην Αθήνα για σπουδές στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκεί φοιτούσε και ο δεύτερος εξάδελφος του Τηλέμαχος Κάνθος, 3 χρόνια μεγαλύτερός του, με τον οποίο τον συνέδεε στενή φιλία. Για κάποιο διάστημα φοίτησαν μαζί στο εργαστήρι του χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνού. Όσοι τον γνώριζαν στην Αθήνα μιλούσαν για το ανεπανάληπτο ταλέντο του, την εφευρετικότητά του, την ελεύθερη σκέψη του και την πρωτοτυπία του. Αναμείχθηκε με τους καλλιτεχνικούς κύκλους της Αθήνας και έλαβε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις. Το 1941, κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, σε συνθήκες κατοχής αναγκάζεται να διακόψει τις σπουδές του, χωρίς να πάρει το πτυχίο του, και να επιστρέψει στην Κύπρο μέσω Κωνσταντινούπολης – Μερσίνας.
Εργάστηκε για λίγο στο Γραφείο Δημοσίων Πληροφοριών σχεδιάζοντας αφίσες και για δυο σχολικές χρονιές ως καθηγητής Τέχνης στο Ινστιτούτο Μελκονιάν στη Λευκωσία. Ο ζωγράφος όμως, άτομο ανήσυχο και δημιουργικό εγκαταλείπει την εκπαίδευση το 1943 και προχωρεί στη δημιουργία ενός πρωτοποριακού υφαντουργείου, έχοντας σχετική πείρα που απέκτησε στην Αθήνα. Το υφαντουργείο στεγάστηκε σ’ ένα επιβλητικό νεοκλασικό αρχοντικό σε ύψωμα στους Άγιους Ομολογητές, όπου ο ζωγράφος διατηρούσε επίσης το καλλιτεχνικό του εργαστήρι. Εκτός από τα περίφημα κυπριακά υφαντά, έφτιαχνε κασμήρια, λινά και διακοσμητικά χαλιά με δικά του σχέδια που γίνονταν ανάρπαστα. Παράλληλα συνέχισε να ζωγραφίζει αδιάκοπα. Οργανώνει ατομικές εκθέσεις και λαμβάνει μέρος σε ομαδικές.
Και ενώ ο ζωγράφος ακολουθούσε μια δυναμική δημιουργική πορεία που υποσχόταν πολλά, άρχισε να μελαγχολεί, να κλείνεται στον εαυτό του, να χάνεται στην κατάθλιψη και την απομόνωση, σκεπτικός και κατηφής διαρκώς. Τέλη του 1947 κλείνει το υφαντουργείο και η ψυχική του υγεία επιδεινώνεται το 1948. Το 1949 μεταβαίνει στην Αθήνα με τον πατέρα του για θεραπεία. Επιστρέφουν στην Κύπρο τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου χωρίς αξιόλογα αποτελέσματα.
Από το 1950 μέχρι το 1985 αποσύρεται στη γενέτειρά του Ασκά και εκεί συνεχίζει να ζωγραφίζει για 35 χρόνια μέσα στη δίνη της κλονισμένης υγείας του. Ο Κώστας Στάθης έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στο γενέθλιο χώρο, στο χωριό Ασκάς, που στάθηκε η κυριότερη πηγή έμπνευσής του. Στο συνολικό έργο του κυριαρχεί το τοπίο και οι άνθρωποι του χωριού του, μα πάνω απ’ όλα το ανεξίτηλο φως του. Η υγεία του σταδιακά από το 1985 χειροτερεύει και το 1987 πεθαίνει από αγγειοκαρδιακά προβλήματα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
No comments:
Post a Comment