ΑΠΟΚΗΡΥΤΤΟΥΜΕ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ ΥΠΟ ΟΛΕΣ ΤΟΥ ΤΙΣ ΜΟΡΦΕΣ
Από την “Ομολογία πίστεως” των πατέρων της Ρουμανικής Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου του Αγίου Όρους
=====
Ἀποκηρύττουμε ὡς παναίρεση καὶ ἀπορρίπτουμε δημόσια τὸν Οἰκουμενισμὸ ὑπὸ ὅλες τὶς μορφές του:

2.) Τὴν αἵρεση, κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία ἀποτελεί μόνο ἕνα μέρος τῆς Ἐκκλησίας,
3.) Τὴν αἵρεση, κατὰ τὴν ὁποία ὅλες οι χριστιανικὲς ὁμολογίες εἶναι κλάδοι τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας,
4.) Τὴν αἵρεση, κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι μία Ἐκκλησία μεταξὺ πολλῶν ἄλλων «οἰκογενειῶν Ἐκκλησιῶν», οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν μαζὶ τὴν Μία Ἐκκλησία,
5.) Τὴν αἵρεση, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀπολεσθεῖ. Ἡ Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, εἶναι Μία καὶ Μοναδική, ἐπειδὴ ἡ Κεφαλή της εἶναι Μία, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται διὰ τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, τῆς λατρείας καὶ τῆς διοικήσεως καὶ διὰ τῆς ὑπακοῆς τῶν πιστῶν στὴν ἱεραρχία της, ἐφ' ὅσον ἡ ἱεραρχία διατηρεῖ τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως.

7.) Τὴν αἵρεση, κατὰ τὴν ὁποία ὑπάρχει μία «ἀόρατη ἑνότητα» τῆς Ἐκκλησίας, μέσω τῆς κοινῆς πίστεως στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς Κύριο καὶ Σωτήρα, καὶ ὅτι αὐτήν (τὴν «ἀόρατη ἑνότητα») θὰ ἀκολουθήσει μία «ὁρατὴ ἑνότητα», ἡ ὁποία θὰ ἐκπληρωθεῖ διὰ τῆς ἑνώσεως τῶν «ὁμολογιῶν» (ἑνότης ἐν τῇ ποικιλίᾳ τῶν δογμάτων καὶ παραδόσεων).
8.) Τὴν αἵρεση, κατὰ τὴν ὁποία ἀρκεῖ νὰ πιστεύει κανεὶς στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ στὸν Κύριο Ἰησοῦ, ὡς Θεὸ καὶ Σωτήρα, γιὰ νὰ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία. Δηλ. ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς σύναξη ὅλων τῶν χριστιανικῶν «ὁμολογιῶν».

10.) Τὴν αἵρεση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ δὲν ὑπάρχει καμία δογματικὴ διαφορά, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ μόνη διαφορὰ εἶναι τὸ παγκόσμιο πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ «πάπα» Ρώμης ἐπὶ τῆς Καθόλου Ἐκκλησίας.



14.) Τὴν αἵρεση, κατὰ τὴν ὁποία ἡ αἵρεση τοῦ Filioque (ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό») εἶναι μόνο μία ἁπλὴ παρεξήγηση ὅρων, καὶ ὄχι μία ἀλλοίωση τοῦ δόγματος τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ὁποῖο μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς διὰ τοῦ σεσαρκωμένου Υἱοῦ του, τοῦ Ἰησοῦ Χριστού.
15.) Τὴν λεγομένη «ἄρση τῶν ἀναθεμάτων» μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν μονοφυσιτῶν, μονοθελητῶν καὶ μονοενεργητῶν, τὰ ὁποῖα ἀπήγγειλαν οἱ Ἅγιες καὶ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. Σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἕνα δογματικὸ ἀνάθεμα δὲν ἀκυρώνεται κατὰ μαγικὸ τρόπο, ἂν δὲν ἐκλείψουν πρῶτα οἱ λόγοι τοῦ ἀναθεματισμοῦ.

17.) Τὴν αἵρεση, κατὰ τὴν ὁποία δὲν εἶναι δυνατὸν οἱ Ἅγιοι καὶ Θεοφόροι Πατέρες νὰ εἶναι ἐπίκαιροι στὶς ἡμέρες μας, ἡ ὁποία (αἵρεση) ἀρνεῖται στὴν οὐσία τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἁγίους καὶ Θεοφόρους Πατέρες τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί, ἀκολούθως, τὴν ἴδια τὴν συνέχεια τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας ὡς Θεανθρωπίνου θεσμοῦ.
18.) Τὴν αἵρεση, ἡ ὁποία ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν γνωρίζουμε ποιά εἶναι τὰ ὅρια μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς αἱρέσεως, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὅλη ἡ ἀνθρωπότης εἶναι ἐνσωματωμένη σὲ μία «ἀόρατη Ἐκκλησία». Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἱστορική, ὁρατὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατέχει τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ διατηρεῖ τὴν Ὀρθὴ Πίστη, δηλ. τὰ δόγματα, τὰ ὁποῖα διατυπώθηκαν στὶς Ἅγιες καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, καὶ τὰ ἀναθέματα, ποὺ ὁριοθετοῦν τὴν δογματικὴ Ἀλήθεια ἀπὸ τὸ αἱρετικὸ ψέμα, καὶ τὴν μεταδίδει ἕως συντελείας τῶν αἰώνων. Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη.
19.) Τὴν αἵρεση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἐνσωματώνονται κατὰ κάποιο τρόπο στὴν Ἐκκλησία.

21.) Τὴν μετατροπὴ τῆς οἰκονομίας σὲ δόγμα καὶ κανόνα. Σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ οἰκονομία εἶναι ἡ πρὸς καιρὸν παρέκκλιση ἀπὸ τὴν ἀκρίβεια, τὸν κανόνα τῆς πίστεως, λόγω τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν σὲ ἐξαιρετικὲς περιστάσεις, ἔχοντας ὡς σκοπὸ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἀνθρώπων στὴν ὀρθὴ πίστη, παρὰ τὰ ἀντικειμενικὰ ἐμπόδια. Ἡ οἰκονομία ἐφαρμόζεται μόνο σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις, προκειμένου νὰ ἐκπληρωθεῖ ἕνας καλὸς σκοπὸς σὲ δυσμενεῖς καταστάσεις. Ἐφόσον, ὅμως, ἐκλείψουν οἱ ἐξαιρετικὲς περιστάσεις, ἡ συνέχιση τῆς ἐφαρμογῆς τῆς οἰκονομίας διασαλεύει καὶ καταστρατηγεῖ τὴν κανονικὴ τάξη, καὶ μ' αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν συνιστᾶ σοφὴ προσαρμογή, ἀλλὰ περιφρόνηση τῶν ἱερῶν θεσμῶν, καὶ ἑπομένως ὁδηγεῖ στὴν περιφρόνηση τῆς Ὀρθοδοξίας.
22.) Τοὺς λεγομένους «μικτοὺς γάμους» μεταξὺ ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων, ἐπειδὴ δὲν δύνανται νὰ ἑνωθοῦν τὰ ἀντίθετα, δεδομένου ὅτι ἡ βασικὴ προϋπόθεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου εἶναι ἡ κοινὴ ὀρθόδοξη πίστη τῶν ὑποψήφιων νεονύμφων, οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν νὰ εἶναι βαπτισμένοι κλπ. Τὸ μυστήριο τοῦ Γάμου εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἑνώσεως βάσει τῆς ὀρθῆς πίστεως. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἰσχύσει τὸ μυστήριο μόνο γιὰ ἕνα μέλος τοῦ ζευγαριοῦ, δηλ. γιὰ τὸ ὀρθόδοξο. Γι' αὐτὸν τὸν λόγο, ὁ μικτὸς γάμος καθίσταται ἄκυρος καὶ ἀνυπόστατος καὶ συνάμα συνιστᾶ συμπροσευχὴ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους.

24.) Τὴν αἵρεση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἑκάστοτε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶναι πρῶτος ἄνευ ἴσου. Αὐτὴ ἡ αἵρεση ἔχει ὡς βάση τὴν αἵρεση, ποὺ ἀρνεῖται τὴν ἰσότητα τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.
No comments:
Post a Comment