ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ
ΚΑΙ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΥΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥΣ
Του Παναγιώτη Τελεβάντου
========================
Η αντιπαραβολή δύο κειμένων
1) του Οικουμενιστή Καθηγητή Μάριου Μπέγζου, και
2) του κορυφαίου ορθόδοξου θεολόγου π. Θεόδωρου Ζήση μας βοηθούν να αντιπαραβάλουμε τις θέσεις των Οικουμενιστών και των Ορθόδοξων στο διάλογο με τους αλλόθρησκους και μάλιστα με τους οπαδούς του Ισλάμ.
Η σύγκριση των δύο προσεγγίσεων μας οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα:
1) Οι θέσεις των Οικουμενιστών είναι άσχετες με την Ορθόδοξη παράδοση.
2) Διέπονται από αντι-ιστορικό πνεύμα. Διαστρέφουν τα ιστορικά γεγονότα με γενικεύσεις που τους διευκολύνουν να εξάγουν αυθαίρετα συμπεράσματα, ώστε να δικαιολογούν τους οικουμενιστικούς προσανατολισμούς τους.
3) Οι Οικουμενιστές, ελλείψει επιχειρημάτων, μετέρχονται συστηματικά τη συκοφαντία ότι οι παραδοσιακοί πιστοί είναι εναντίον των διαλόγων με τους αιρετικούς και τους αλλόθρησκους.
4) Ερμηνεύουν την αντίρρηση των παραδοσιακών πιστών για τις συμπροσευχές με τους αιρετικούς και τους αλλόθρησκους και την ένστασή τους για την προβολή της Ορθοδοξίας ως μιας από τις πολλές εκφάνσεις της αλήθειας και ΟΧΙ τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ως άρνηση του διαλόγου. Αν είναι ποτέ δυνατόν να υπάρχει αντίρρηση για την προσπάθεια ιεραποστολής εκ μέρους των Ορθοδόξων! Λες και υπάρχει ορθόδοξος που διαμφισβητεί το ιεραποστολικό έργο του Αποστόλου Παύλου που μετέβη σε όλο σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο για να “καταγγείλει” τον άγνωστο Θεό στους ειδωλολάτρες και τον σταυρωμένο και Αναστάντα Κύριο στις συναγωγές των Ιουδαίων προκινδυνεύοντας καθημερινά ακόμη και τη ζωή του. Το παράδειγμα των Αγίων Αποστόλων ακολούθησαν οι Αγιοι πατέρες, όπως λ.χ. οι Αγιοι Ιωάννης Χρυσόστομος, Ιωάννης Δαμασκηνός, Γρηγόριος Παλαμάς, Κολλυβάδες, Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός και συνεχίζουν τις μέρες μας πολλά ιεραποστολικά κλιμάκια σε όλο τον κόσμο.
Και όμως! Οι Οικουμενιστές, ελλείψει επιχειρημάτων, προβάλλουν πάλιν και πολλάκις το ίδιο συκοφαντικό επιχείρημα ότι δήθεν οι παραδοσιακοί πιστοί έχουν αντίρρηση στη διεξαγωγή διαλόγων αν διεξάγονται μέσα στα ορθόδοξα δογματικά και κανονικά πλαίσια. Και όχι όπως διεξάγονται τώρα που συνιστούν όχημα ματαιοδοξίας, προαγωγός συγκρητισμού και συνεχούς παραβίασης των ιερών κανόνων της Εκκλησίας.
5) Οι Οικουμενιστές βλέπουν τους διαλόγους υπό το πρίσμα του νεοεποχίτικου συγκρητισμού και του κοσμικού πνεύματος που διέπει το σύγχρονο κόσμο που αντιλαμβάνεται τη θρησκεία ως μέσο για την επίτευξη συμφιλίωσης και ανοχής μεταξύ των ανθρώπων και όχι ως προβολή της Ορθοδοξίας ως του Σώματος του Χριστού, το πλήρωμα της Αλήθειας και την Κιβωτό της σωτηρίας.
6) Η προσέγγιση του π. Θεόδωρου Ζήση έχει βαθιές ρίζες στην παράδοση των Αγίων Πατέρων, το βίο και τη διδασκαλία των οποίων ερμηνεύει αυθεντικά.
7) Η ανάλυση του σεβαστού Πρωτοπρεσβύτερου μας προσφέρει τη δυνατότητα να δούμε και κάτι άλλο ουσιαστικό. Μας αποκαλύπτει τα κίνητρα και τις επιδιώξεις των πλείστων που συμμετέχουν στους διαλόγους και τα οποία δεν σχετίζονται με το Χριστό και την Ορθοδοξία. Καταρχήν επειδή διακρίνονται για το συγκρητιστικό τους φρόνημα και επειδή καταπατούν τους ιερούς κανόνες με τις συμπροσευχές με τους αιρετικούς και τους αλλόθρησκους. Παράλληλα επειδή, οι πλείστοι που εκπροσωπούν την Ορθοδοξία στους διαλόγους, προσέρχονται με ταπεινά ελατήρια και ιδιοτελείς επιδιώξεις: Συντελούν στην ανάδειξη μετριοτήτων, γίνονται αρωγοί στην ανέλιξη σε επισκοπικές και ακαδημαικές θέσεις, δίνουν την ευκαιρία για ταξιδάκια αναψυχής, με διαμονή σε υπερπολυτελή ξενοδοχεία, δυνατότητα για ψώνια κοκ.
Η παράθεση των κειμένων των δύο ακαδημαικών θεολόγων των κ. Μάριου Μπέγζου και π. Θεόδωρου Ζήση (που δημοσιεύθηκαν στην ιστοσελίδα “Θρησκευτικά”) θα βοηθήσει τον αναγνώστη να διαπιστώσει τη διαφορά επιπέδου και προσέγγισης των Οικουμενιστών από τη μια και των παραδοσιακών θεολόγων από την άλλη και θα βοηθήσει τουλάχιστον τους απροκατάληπτους αναγνώστες να εξάγουν αβίαστα όλα τα χρήσιμα συμπεράσματα.
Γράφει ο Νεορθόδοξος Καθηγητής Μάριος Μπέγζος, ανάστημα του διαβόητου οικουμενιστή Ν. Νησιώτη για το διαθρησκειακό διάλογο με το Ισλάμ:
“Μέτρο κρίσεως και συγκρίσεως για όλους εμάς τους συγχρόνους ορθοδόξους θεολόγους στον ισλαμοχριστιανικό διάλογο και γενικότερα σε κάθε είδους διαθρησκειακή διαλογική συνάντηση σήμερα είναι τα παραδείγματα που μας κατέλειπαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, σαν τον Ιωάννη Δαμασκηνό και τον Γρηγόριο Παλαμά.
Εάν εκείνοι τόλμησαν το διαθρησκειακό διάλογο, πώς είναι ποτέ δυνατόν να τον αποφύγουμε εμείς σήμερα;
Εάν εκείνοι διεξήγαγαν διαλογικές συζητήσεις υπό την κλαγγή των όπλων σε κατάσταση αιχμαλωσίας των ορθοδόξων λαών και ομηρίας των θεολόγων της εκκλησίας τότε, πώς είναι ποτέ δυνατόν εμείς σήμερα να αποποιηθούμε τον διαθρησκειακό διάλογο ζώντας σε συνθήκες ειρήνης, ασφάλειας και ευημερίας;
Πιστότητα στο πνεύμα των Πατέρων της Εκκλησίας σημαίνει ετοιμότητα γόνιμης μίμησης και δημιουργικής επανάληψης του δικού τους απαράμιλλου παραδείγματος το οποίο ενέχει θέση θεολογικής υποθήκης και μας χρεώνει όλους εμάς τους ορθοδόξους θεολόγους σήμερα να μην παραλείψουμε να διαλεγόμεθα με αλλοθρήσκους, αλλοφύλους και ετεροδόξους καταθέτοντας την ορθόδοξη μαρτυρία ακόμα και υπό τις πλέον δυσμενείς ιστορικές συνθήκες με παρρησία σε πνεύμα κριτικής συμπάθειας.
Ο Γρηγόριος Παλαμάς δεν κάνει απολογία της Ορθοδοξίας ούτε επιχειρεί αντιρρητική ανασκευή του Ισλάμ, αλλά επιδίδεται σε ομολογία της ορθοδόξου πίστεως και προβαίνει σε διάλογο με τους αλλόθρησκους.
Αξίζει να υπογραμμισθεί ο θετικός τόνος του όλου εγχειρήματος και πρέπει να προσεχθεί η απουσία αρνητικής χροιάς. Αντί για την απολογία κατατίθεται ομολογία και μακράν του αντιλόγου προσφέρεται διάλογος. Η μετατόπιση του θεολογικού επικέντρου από την πολεμική απολογία στην ειρηνική ομολογία και η προτίμηση του γόνιμου διαλόγου αντί του άγονου αντιλόγου χαρακτηρίζουν αποφασιστικά και αμετάκλητα την ορθόδοξη παράδοση η οποία «επομένη τοις αγίοις πατράσιν» δεν σχετίζεται ούτε με τον φονταμενταλισμό ούτε με τον φανατισμό.
Οι σημερινοί επικριτές του διαθρησκειακού διαλόγου οφείλουν να αναμετρηθούν με την πατερική κληρονομιά του ισλαμοχριστιανικού διαλόγου της περιωπής ενός Δαμασκηνού και ενός Παλαμά τους οποίους ορθώς και ορθοδόξως ακολουθεί το σεπτό και παλαίφατο κέντρο της Ορθοδοξίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, έχοντας από δεκαετιών την δημιουργική πρωτοβουλία των πάσης φύσεως διαθρησκειακών διαλόγων, διεξάγοντας αυτούς με εντυπωσιακή επιτυχία παρά τις διεθνείς ιστορικές συνθήκες που προβάλλουν προσκόμματα και κωλύματα”.
****************************
Την απάντηση στις οικουμενιστικές θεωρίες δίνει ο κορυφαίος ορθόδοξος θεολόγος π. Θεόδωρος Ζήσης στο άρθρο του "ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ - Άρνησις του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων Μαρτύρων":
“Δεν διενοήθη ούτε επεδίωξε ποτέ ο Άγιος Γρηγόριος (Παλαμάς) να οργανώσει διάλογο και συνάντηση με τους Μουσουλμάνους.
Αναγκάσθηκε να συνομιλήσει μαζί τους υπό τραγικές μάλιστα συνθήκες, χωρίς να διστάσει να ομιλήσει υπέρ της αληθείας, με κίνδυνο μάλιστα της ζωής του.
Αξίζει να αντιπαραβάλει κανείς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξήγαγε τον διάλογο ο αιχμάλωτος στους Αγαρηνούς αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης περιτριγυριζόμενος από αγρίους Μουσουλμάνους, που ήσαν έτοιμοι να κινηθούν εναντίον του, αν έλεγε κάτι προσβλητικό για τον προφήτη και την θρησκεία τους, με την φιέστα της Ασίζης, και τα πολυτελή και άνετα ξενοδοχεία ή ιδρύματα, όπου φιλοξενούνται και σιτίζονται οι διεξάγοντες σήμερα τους διαθρησκειακούς διάλογους.
Η απόλαυση αυτών των παροχών, των διευκολύνσεων, των αναγνωρίσεων της επιστημονικής αξίας και των τιμών, είναι καλό κίνητρο, για να είναι κανείς συνεργάσιμος, διαλλακτικός, «αντικειμενικός», «αμερόληπτος» και όχι απόλυτος και αποκλειστικός.
Μικρών δυνατοτήτων επιστήμονες έχουν ανάγκη προβολής και καταξιώσεως, πλουτισμού των βιογραφικών τους υπομνημάτων, ενώ φιλόδοξοι κληρικοί και θεολόγοι επιδιώκουν περαιτέρω άνοδο και κατάληψη θέσεων στα οικουμενικά συμβούλια και στις επιτροπές.
Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, καταξιωμένος αγωνιστής της Ορθοδοξίας, αφού συνέτριψε τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό και αποκάλυψε τις πλάνες του Παπισμού με μια άκρως αντιοικουμενιστική, “φονταμενταλιστική”, θα έλεγαν πολλοί σήμερα, στάση, εξελέγη για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης το 1347 «τάξει και νόμω πνευματικής αναβάσεως, ου κλέψας την εξουσίαν, ουδ' αρπάσας, ουδέ διώξας την τιμήν, αλλ' υπό της τιμής διωχθείς, ουδ' ανθρωπίνην χάριν, αλλ' εκ Θεού και θείαν δεξάμενος», όπως λέγει ο Άγιος Γρηγόριος θεολόγος, για τον Μ. Βασίλειον (Επιτάφιος εις Μ. Βασίλειον 25-27. ΕΠΕ 6, 17 ε.).
Λόγω της αντιδράσεως του κινήματος των Ζηλωτών δεν κατέστη δυνατή η ενθρόνισή του, παρά μόνον μετά από τρία έτη, τον Δεκέμβριο του 1350. Το τριετές αυτό διάστημα, από της εκλογής μέχρι της ενθρονίσεως, διήλθεν εις το Άγιον Όρος και εις την Λήμνον, την οποία επί διετίαν εποίμανε ως τοποτηρητής. Και μετά την ενθρόνισή του όμως και την παλλαϊκή και ενθουσιώδη υποδοχή των Θεσσαλονικέων δεν ήταν αδιατάρακτη η ποιμαντορία του κυρίως λόγω των δυναστικών διενέξεων μεταξύ των δύο αυτοκρατορικών οικογενειών, των Παλαιολόγων και των Καντακουζηνών.
Σε κάποια μεσολαβητική, ειρηνευτική του αποστολή στην Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο του 1354, το πλοίο, που τον μετέφερε από την νήσο Τένεδο αναγκάσθηκε λόγω θαλασσοταραχής, να προσεγγίσει τις ακτές της ευρωπαϊκής ακτής της Καλλίπολης, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία είχαν διαπεραιωθή από την ασιατική πλευρά οι Τούρκοι, εκμεταλλευόμενοι τον πανικό και την αποδιοργάνωση, που είχε προκαλέσει ο καταστρεπτικός σεισμός της 2ας Μαρτίου του 1354, χωρίς να προβληθεί καμμία αντίσταση από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα.
Εκεί, λοιπόν, συνελήφθη ο Άγιος Γρηγόριος αιχμάλωτος από τους Τούρκους μαζί με την συνοδία του και υπέστη τα πάνδεινα. Ενώ βρίσκεται στα χέρια των Τούρκων, σε επιστολή που στέλνει προς την εαυτού Εκκλησίαν, την Εκκλησία Θεσσαλονίκης, τους χαρακτηρίζει ως «τους πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτους». Εκτιμούσε ότι η αιχμαλωσία του ήταν έργο της Θείας Προνοίας, που απέβλεπε αφ' ενός μεν να κηρύξει το Ευαγγέλιο προς τους αλλόπιστους Μουσουλμάνους και αφ' ετέρου να ενισχύσει τους Χριστιανούς ώστε να αποφύγουν τον εξισλαμισμό λόγω των πιέσεων, που ασκούσαν οι Τούρκοι κατακτηταί. Προοδοποιεί εδώ ο Άγιος Γρηγόριος το έργο των μεγάλων Αγίων της Τουρκοκρατίας, του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και των Κολλυβάδων, διαγράφει την οδό της ομολογίας και της παρρησίας στους αναγκαστικούς διαλόγους με τους κατακτητάς, στους αληθινούς διαθρησκειακούς διαλόγους οι οποίοι εγέννησαν στη συνέχεια το πλήθος των Νεομαρτύρων.
Τί γεννούν και τί παράγουν οι σημερινοί διαθρησκειακοί διάλογοι; Ασφαλώς όχι μάρτυρας και απολογητάς, αλλά χλιαρούς και αδιαφόρους περί την πίστιν αποστάτας της Ορθοδοξίας”.
No comments:
Post a Comment