ΤΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ
Ἀπόκρυψη καὶ παρερμηνεία ἐγγράφων
Β΄
Του π. Θεόδωρου Ζήση
=====
1. Στὸ Οὐκρανικὸ ζήτημα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἔχει δίκαιο. Κίνδυνος νὰ περιπέσουν στὴν αἵρεση τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ οἱ ἑλληνόφωνες Ἐκκλησίες.
Ὁ γράφων ὡς παλαιὸς συνεργάτης καὶ ὑποστηρικτὴς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατιαρχείου στὶς διαφαινόμενες τάσεις ἡγεμονισμοῦ τῆς Μόσχας ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἰδία μὲ τὴν διαμόρφωση τῆς θεωρίας περί «Τρίτης Ρώμης», ἡ ὁποία βέβαια δὲν προεβλήθη οὔτε προβάλλεται ἐπισήμως, καὶ στὰ πλαίσια τῶν ἐρευνητικῶν ἐνδιαφερόντων μου γιὰ τὶς διορθόδοξες σχέσεις καὶ τὴν πορεία τους, ἀσχολήθηκα μὲ τὶς διαχρονικὲς σχέσεις τῶν δύο ἐκκλησιῶν σὲ εἰσηγήσεις ποὺ ἔκανα σὲ δύο διεθνῆ συνέδρια.
Οἱ σχέσεις αὐτὲς βρέθηκαν στὴν ἐπικαιρότητα τὸ 1988 μὲ ἀφορμὴ τὸν ἑορτασμὸ τῶν χιλίων ἐτῶν ἀπὸ τὴν βάπτιση τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου καὶ τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ στὸ Κίεβο (988-1988).
Οἱ σχέσεις αὐτὲς βρέθηκαν στὴν ἐπικαιρότητα τὸ 1988 μὲ ἀφορμὴ τὸν ἑορτασμὸ τῶν χιλίων ἐτῶν ἀπὸ τὴν βάπτιση τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου καὶ τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ στὸ Κίεβο (988-1988).
Ἡ πρώτη μου μελέτη μὲ τίτλο «Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας» ἀνακοινώθηκε ὡς εἰσήγηση στὸ Διεθνὲς Σεμινάριο ποὺ ὀργάνωσε στὴ Γενεύη τὸ Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Μάϊος 1988) μὲ θέμα: «Ρωσία. Χίλια χρόνια χριστιανικοῦ βίου».
Ἡ δεύτερη μελέτη μου μὲ θέμα «Ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ὡς παράγων ἑνότητος τῶν ὑπ᾽ αὐτῆς ἐκχριστιανισθέντων Ρώσων» ἀνακοινώθηκε στὸ συγκληθὲν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας Διεθνὲς Ἱστορικὸ Συνέδριο (Ἰούλιος 1988) στὸ Κίεβο στὰ πλαίσια ἐπίσης τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς χιλιετηρίδος. Ἀμφότερες οἱ μελέτες δημοσιεύθηκαν στὸ βιβλίο μου «Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα»[1], ὅπου ἐπίσης σὲ παράρτημα δημοσιεύονται δεκάδες ἐγγράφων ποὺ ἀφοροῦν στὶς σχέσεις τῶν δύο ἐκκλησιῶν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς χιλιετίας, ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ὁποίων ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ἐξαγάγει ἀσφαλῆ συμπεράσματα καὶ γιὰ τὸ συζητούμενο σήμερα θέμα τῆς αὐτοκεφαλίας στοὺς Ὀρθοδόξους τῆς Οὐκρανίας.
Ἡ δεύτερη μελέτη μου μὲ θέμα «Ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ὡς παράγων ἑνότητος τῶν ὑπ᾽ αὐτῆς ἐκχριστιανισθέντων Ρώσων» ἀνακοινώθηκε στὸ συγκληθὲν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας Διεθνὲς Ἱστορικὸ Συνέδριο (Ἰούλιος 1988) στὸ Κίεβο στὰ πλαίσια ἐπίσης τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς χιλιετηρίδος. Ἀμφότερες οἱ μελέτες δημοσιεύθηκαν στὸ βιβλίο μου «Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα»[1], ὅπου ἐπίσης σὲ παράρτημα δημοσιεύονται δεκάδες ἐγγράφων ποὺ ἀφοροῦν στὶς σχέσεις τῶν δύο ἐκκλησιῶν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς χιλιετίας, ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ὁποίων ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ἐξαγάγει ἀσφαλῆ συμπεράσματα καὶ γιὰ τὸ συζητούμενο σήμερα θέμα τῆς αὐτοκεφαλίας στοὺς Ὀρθοδόξους τῆς Οὐκρανίας.
Προκαλεῖ γι᾽ αὐτὸ ἐντύπωση ἡ ἐκ μέρους τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπιλεκτικὴ ἐπίκληση δύο μόνον ἐγγράφων ὡς ἀποδεικτικῶν στοιχείων, τὰ ὁποῖα μάλιστα παρερμηνεύονται, γιὰ νὰ θεμελιώσουν τὴν θέση ὅτι ἡ Οὐκρανία ἀποτελεῖ κανονικὸ ἔδαφος τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἑπομένως δικαιώνουν τὴν πρωτοβουλία καὶ τὶς ἐνέργειές της, γιὰ τὴν χορήγηση αὐτοκεφαλίας στοὺς Ὀρθοδόξους τῆς Οὐκρανίας, ἀγνοώντας τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καὶ τὸν κανονικὸ μητροπολίτη Κιέβου, οἱ ὁποῖοι δικαιολογημένα ἀντιδροῦν.
Εἶναι χρήσιμο νὰ ἀναφέρω ἀκόμη ὅτι ἡ σύζυγός μου Χριστίνα Μπουλάκη-Ζήση (τώρα μοναχὴ Νεκταρία), ἐπίκουρη καθηγήτρια τῆς «Ἱστορίας τῶν Σλαβικῶν Ἐκκλησιῶν» στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, συνέταξε μονογραφία στὰ πλαίσια καὶ πάλιν τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς χιλιετηρίδος μὲ τίτλο: «Ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Ρώσων»[2], ἀνατρέπουσα τὶς ἐπιστημονικὲς ἀπόψεις ὅσων ἐπεδίωκαν καὶ ἐπιδιώκουν νὰ ἀρνηθοῦν τὸ καλὰ τεκμηριωμένο γεγονὸς ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη ἐξεχριστιάνισε τοὺς Ρώσους καὶ νὰ ἀποδώσουν τὸν ἐκχριστιανισμὸ σὲ ἄλλα χριστιανικὰ κέντρα, ἰδιαίτερα στὴ Ρώμη.
Τὸ βιβλίο αὐτὸ ἐπὶ πολλὰ ἔτη διενέμετο ὡς διδακτικὸ ἐγχειρίδιο στοὺς φοιτητὰς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καὶ μετὰ τὴν συνταξιοδότηση τῆς συγγραφέως.
Τὸ βιβλίο αὐτὸ ἐπὶ πολλὰ ἔτη διενέμετο ὡς διδακτικὸ ἐγχειρίδιο στοὺς φοιτητὰς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καὶ μετὰ τὴν συνταξιοδότηση τῆς συγγραφέως.
Ὡς Ἕλληνας κληρικὸς καὶ ἐπιστήμων θὰ χαιρόμουν ὑπερβολικά, ἂν τὸ ἑλληνικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὸ θέμα τῆς Οὐκρανίας εἶχε τὴν ἱστορία καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες μὲ τὸ μέρος του, ὁπότε θὰ εἶχα ἕνα ἐπὶ πλέον κίνητρο νὰ ὑποστηρίξω ἱστορικὰ καὶ θεολογικὰ τὶς διεκδικήσεις του.
Δυστυχῶς τὸ δίκαιο εἶναι μὲ τὴν πλευρὰ τῆς Μόσχας, καὶ ἑπομένως ἡ ἀδικουμένη πλευρὰ πρέπει νὰ ὑποστηριχθεῖ καὶ νὰ λεχθεῖ ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια, μολονότι εἶναι βέβαιο ὅτι πολλοὶ κρίνοντας ἐθνοφυλετικὰ θὰ μᾶς κατηγορήσουν γιὰ ἀντιπατριωτικὴ καὶ ἀνθελληνικὴ στάση.
Δὲν θὰ ἀντιπροβάλω τὸ ἀρχαιοελληνικό «Φίλος μὲν Πλάτων φιλτάτη δὲ ἡ ἀλήθεια», οὔτε τὸ τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ «Πρέπει νὰ θεωροῦμε ἐθνικὸ ὅ,τι εἶναι ἀληθινό»[3].
Περισσότερο μὲ ἐκφράζει ἡ θέση ὅτι οἱ Χριστιανοὶ πάνω ἀπὸ τὶς ἐπίγειες πατρίδες μας πρέπει νὰ θέτουμε τὴν οὐράνια πατρίδα μας καὶ τὴν ἐπὶ γῆς παρουσία της, τὴν Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ὅλοι εἴμαστε μέλη καὶ πολίτες, ἀνεξαρτήτως φυλετικῆς καὶ ἐθνικῆς καταγωγῆς, Ἕλληνες, Ρῶσοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Γεωργιανοί, Ρουμᾶνοι, Ἄραβες.
Δυστυχῶς τὸ δίκαιο εἶναι μὲ τὴν πλευρὰ τῆς Μόσχας, καὶ ἑπομένως ἡ ἀδικουμένη πλευρὰ πρέπει νὰ ὑποστηριχθεῖ καὶ νὰ λεχθεῖ ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια, μολονότι εἶναι βέβαιο ὅτι πολλοὶ κρίνοντας ἐθνοφυλετικὰ θὰ μᾶς κατηγορήσουν γιὰ ἀντιπατριωτικὴ καὶ ἀνθελληνικὴ στάση.
Δὲν θὰ ἀντιπροβάλω τὸ ἀρχαιοελληνικό «Φίλος μὲν Πλάτων φιλτάτη δὲ ἡ ἀλήθεια», οὔτε τὸ τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ «Πρέπει νὰ θεωροῦμε ἐθνικὸ ὅ,τι εἶναι ἀληθινό»[3].
Περισσότερο μὲ ἐκφράζει ἡ θέση ὅτι οἱ Χριστιανοὶ πάνω ἀπὸ τὶς ἐπίγειες πατρίδες μας πρέπει νὰ θέτουμε τὴν οὐράνια πατρίδα μας καὶ τὴν ἐπὶ γῆς παρουσία της, τὴν Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ὅλοι εἴμαστε μέλη καὶ πολίτες, ἀνεξαρτήτως φυλετικῆς καὶ ἐθνικῆς καταγωγῆς, Ἕλληνες, Ρῶσοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Γεωργιανοί, Ρουμᾶνοι, Ἄραβες.
Ὅλοι εἴμαστε μέλη τοῦ ἑνὸς σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἐν Χριστῷ «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»[4].
Ὅποιος προτάσσει τὸν πατριωτισμὸ καὶ τὸν θέτει ὑπεράνω τῆς ἐκκλησιαστικῆς του ταυτότητος εἰσάγει στὴν Ἐκκλησία τὸν ἐθνοφυλετισμό, ὅπως ἀποφάνθηκε ἡ ἐν Κωνσταντινούπολει Τοπικὴ Σύνοδος τοῦ 1872, ὁ ὁποῖος προσβάλλει τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὑπερφυλετικὴ καὶ ὑπερεθνική της διάσταση.
Δυστυχῶς στὴν πλάνη τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ περιπίπτουν ὅσοι ὑποστηρίζουν ἢ κατακρίνουν πράξεις ἢ ἀποφάσεις ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐθνική τους ταυτότητα καὶ ὄχι μὲ βάση τὴν ἀλήθεια.
Κινδυνεύουμε τώρα οἱ Ἕλληνες, οἱ ἑλληνόφωνες τοπικὲς ἐκκλησίες, ὑποστηρίζοντας λανθασμένες ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, νὰ περιπέσουμε στὴν πλάνη τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ, προσβάλλοντας τὴν καθολικότητα καὶ οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐμεῖς θὰ παρουσιάσουμε τὶς σχέσεις Κωνσταντινούπολης καὶ Μόσχας, ὅπως αὐτὲς προκύπτουν ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ τὰ συνοδικὰ κείμενα.
Ὅποιος προτάσσει τὸν πατριωτισμὸ καὶ τὸν θέτει ὑπεράνω τῆς ἐκκλησιαστικῆς του ταυτότητος εἰσάγει στὴν Ἐκκλησία τὸν ἐθνοφυλετισμό, ὅπως ἀποφάνθηκε ἡ ἐν Κωνσταντινούπολει Τοπικὴ Σύνοδος τοῦ 1872, ὁ ὁποῖος προσβάλλει τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὑπερφυλετικὴ καὶ ὑπερεθνική της διάσταση.
Δυστυχῶς στὴν πλάνη τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ περιπίπτουν ὅσοι ὑποστηρίζουν ἢ κατακρίνουν πράξεις ἢ ἀποφάσεις ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐθνική τους ταυτότητα καὶ ὄχι μὲ βάση τὴν ἀλήθεια.
Κινδυνεύουμε τώρα οἱ Ἕλληνες, οἱ ἑλληνόφωνες τοπικὲς ἐκκλησίες, ὑποστηρίζοντας λανθασμένες ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, νὰ περιπέσουμε στὴν πλάνη τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ, προσβάλλοντας τὴν καθολικότητα καὶ οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐμεῖς θὰ παρουσιάσουμε τὶς σχέσεις Κωνσταντινούπολης καὶ Μόσχας, ὅπως αὐτὲς προκύπτουν ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ τὰ συνοδικὰ κείμενα.
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment