ΝΕΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Ε΄
Του Πρωτοπρεσβύτερου Θεόδωρου Ζήση,
Ὁμότιμου Καθηγητὴ Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
=====
β) Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης ἐνομιμοποίησε τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ εἰσήγαγε τὶς αἱρέσεις μέσα στὴν Ἐκκλησία
Ἡ αὐστηρὴ καὶ ἀπόλυτη ἀπαγόρευση ἀπὸ τὸν 72ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῶν μεικτῶν γάμων, τῶν γάμων δηλαδὴ μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, ἐπειδὴ ἀναμειγνύονται τὰ ἄμικτα καὶ ἑνώνονται οἱ λύκοι μὲ τὰ πρόβατα, ἰσχύει μὲ ἀπόλυτη συνέπεια γενικῶς καὶ γιὰ τὶς σχέσεις Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, μὲ τὶς ὁποῖες ἀσχολεῖται τὸ περιβόητο καὶ διαβόητο κείμενο τῆς «Συνόδου» «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», δηλαδὴ πρὸς τὸν κόσμο τῶν αἱρέσεων καὶ τῆς πλάνης. Στὴν προσπάθεια τῶν ὑπευθύνων ἡγετῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ τελέσουν τὸν ἄθεσμο μεικτὸ γάμο μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν ποικίλων αἱρέσεων, παλαιῶν καὶ νέων, νὰ ἐπιτύχουν τὴν κακῶς λεγόμενη «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν», καὶ ἐπειδὴ γνωρίζουν ὅτι αὐτὸς ὁ γάμος ἀπαγορεύεται ρητῶς καὶ κατηγορηματικῶς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν Πατερικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση, ποὺ καταδικάζουν διαχρονικὰ μέχρι σήμερα καὶ ἀναθεματίζουν τὴν αἵρεση, στὴν προσπάθειά τους λοιπὸν αὐτὴ ἐπὶ δεκαετίες τώρα προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν ὅτι οἱ αἱρετικοὶ δὲν εἶναι αἱρετικοί, οἱ αἱρέσεις δὲν εἶναι αἱρέσεις, ἀλλὰ εἶναι ἐκκλησίες, ἑπομένως εἶναι θεμιτὲς οἱ σχέσεις μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἑτεροδόξων αἱρετικῶν.
Εἶναι χαριτωμένο καὶ σχετικὸ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ σύγχρονός μας Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης γιὰ τὸ ἄνοιγμα καὶ τὶς σχέσεις τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα πρὸς τὴν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ: «Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μίαν ἄλλην γυναῖκα μοντέρνα, ποὺ λέγεται Παπικὴ Ἐκκλησία, διότι ἡ Ὀρθόδοξη Μητέρα μας, δὲν τοῦ κάνει καμμίαν ἐντύπωσιν, ἐπειδὴ εἶναι πολὺ σεμνή»14.
Αὐτὲς λοιπὸν τὶς μοιχικὲς σχέσεις μεταξὺ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ποικίλων αἱρέσεων, παλαιῶν καὶ νέων, νομιμοποίησε καὶ ἐθεσμοθέτησε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μεγάλο σκάνδαλο, πρωτοφανὴ ἐκτροπὴ καὶ παρέκκλιση ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, καταστροφὴ καὶ ἀθέτηση τῆς στάσεως ὅλων τῶν συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων ἀπέναντι τῶν αἱρέσεων, ὅπως αὐτὴ διαζωγραφεῖται στὰ συνοδικὰ καὶ πατερικὰ κείμενα καὶ ἐξαίρεται πανηγυρικὰ καὶ λειτουργικὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔπρεπε ἤδη νὰ εἶχαν ξεσηκωθῆ ὅλοι, νὰ ξυπνήσουν ἀπὸ τὸν ἐφησυχασμὸ καὶ τὴν ἀδιαφορία, νὰ ἀποκηρύξουν καὶ νὰ καταδικάσουν τὴν ψευδοσύνοδο, ποὺ εἰσήγαγε τὸν Οἰκουμενισμὸ μέσα στὸν αὔλειο χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μὲ μία βλάσφημη ἀθέτηση τῶν Ἀποστολικῶν καὶ Πατερικῶν Παραδόσεων, ποὺ συνιστᾶ βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὀνόμασε τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες.
Ὅλο τὸ ὑγιὲς ὀρθόδοξο πλήρωμα, σκανδαλισμένο ἀπὸ τὴν ὑπόθαλψη καὶ ἐνίσχυση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ, καθ᾽ ὅλην τὴν διάρκεια τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἔτρεφε τὴν φρούδα ἐλπίδα ὅτι τελικῶς σὲ μία πανορθόδοξη σύνοδο θὰ καταδικαζόταν ἡ μεγάλη αὐτὴ αἵρεση καὶ θὰ ἐπαναλαμβανόταν καὶ ἡ καταδίκη ὅλων τῶν ἄλλων αἱρέσεων ποὺ εἶχαν καταδικάσει οἱ προηγούμενες σύνοδοι, οἰκουμενικὲς καὶ τοπικές, μὲ τὴν στερεότυπη συνοδικὴ ἔκφραση «δεχόμαστε ὅσα οἱ Πατέρες ἐδέχθησαν καὶ καταδικάζουμε ὅσα ἐκεῖνοι κατεδίκασαν»15.
Ἀντιλήφθηκαν ἆραγε οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους ὅτι στὴν Κρήτη ἔγινε συνοδικὸ πραξικόπημα, ὅτι ἀποκοπήκαμε ἀπὸ τὴν Ἀποστολική, Πατερικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση;
Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας σὲ συνοδικὰ κείμενα μεγάλης πανορθόδοξης συνόδου ἀπουσιάζει ἡ λέξη αἵρεση. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό· δὲν περιορίζεται δηλαδὴ τὸ ἐν λόγῳ ἀπαράδεκτο καὶ ἐπικίνδυνο κείμενο νὰ ἀποκρύπτει τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὶς ἄλλες αἱρέσεις, ὅπως πράττει στὸν τίτλο τοῦ κειμένου, ὅπου τὶς ὀνομάζει ἁπλὰ καὶ οὐδέτερα «λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο». Ἀλλὰ μὲ δαιμονικὴ μαεστρία μεταμορφώνει τὸ σκοτάδι σὲ φῶς, ὀνομάζει τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες. Ἡ μόνη θεολογικὴ δογματικὴ μάχη ποὺ δόθηκε στὴν Κρήτη ἦταν ἀκριβῶς ἡ παράγραφος ἕξη (6) τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου, ὅπου στὸ προσυνοδικὸ κείμενο οἱ αἱρέσεις ὀνομάζονταν ἐκκλησίες. Καὶ ἡ μάχη αὐτὴ δυστυχῶς χάθηκε μὲ τὴν ἄτακτη καὶ προδοτικὴ ὑποχώρηση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Ἱερωνύμου καὶ ὅλης τῆς ἀντιπροσωπίας τῶν 24 ἀρχιερέων, πλὴν τοῦ μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου καὶ τῶν ἄλλων ἐπισκόπων τῆς Σερβικῆς καὶ τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας, ποὺ δὲν ὑπέγραψαν τὸ προδοτικὸ αἱρετικὸ κείμενο.
Συγκεκριμένα στὸ προσυνοδικὸ καὶ ὑπὸ ψήφιση κείμενο, στὴν παράγραφο ἕξι (6) ἀναγραφόταν: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς». Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ χρήση τοῦ ὅρου ἐκκλησίες γιὰ τὶς αἱρέσεις, ἐπρότεινε ὁμοφώνως, στὴν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τὸν Μάϊο τοῦ 2016, πρὸ τῆς ψευδοσυνόδου, καὶ μὲ τὴν ἐπισήμανση νὰ μὴν ὑπάρξει ἐπ᾽ αὐτοῦ ὑποχώρηση, τὴν διατύπωση: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καὶ κοινοτήτων μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς». Ἀντικαταστάθηκε τό «ἀναγνωρίζει», ποὺ σημαίνει ἀποδοχή, μὲ τό «γνωρίζει», ποὺ σημαίνει ἁπλὴ πληροφόρηση καὶ γνώση, καὶ τό «ἐκκλησίες», ποὺ σημαίνει ἐκκλησιοποίηση τῶν αἱρέσεων, μὲ τὸ οὐδέτερο καὶ ἀκίνδυνο «κοινοτήτων». Ἀκολούθησε πραγματικὸς σεισμὸς καὶ λυσσώδης ἀντίδραση τῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι ἡ ἀλλαγὴ δύο μόνον λέξεων κατεδάφιζε καὶ κατεκρήμνιζε τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅλη τήν «Σύνοδο», τῆς ὁποίας κύριος στόχος ἦταν ἡ ἐκκλησιαστικοποίηση τῶν αἱρέσεων καὶ ἡ συνοδικὴ ἀναγνώριση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Φαντασθῆτε τὶ θὰ γινόταν ἂν ἀντὶ τῶν οὐδετέρων καὶ διπλωματικῶν ἐκφράσεων «Χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καὶ κοινοτήτων», ἐχρησιμοποιεῖτο ἡ κυριολεκτικὴ ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ φράση «χριστιανικῶν αἱρέσεων καὶ παρασυναγωγῶν» καὶ ἡ γενικὴ διατύπωση ἔπαιρνε τὴν ἀκόλουθη μορφή: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν χριστιανικῶν αἱρέσεων καὶ παρασυναγωγῶν, τὰς ὁποίας ἀπορρίπτει καὶ καταδικάζει».
Οὔτε μὲ τὶς οὐδέτερες καὶ διπλωματικὲς ἐκφράσεις ἱκανοποιοῦνται οἱ Οἰκουμενιστές· θέλουν ἐκπεφρασμένη καὶ σαφῆ ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων. Οἱ ἔντονες πιέσεις ποὺ ἀσκήθηκαν στὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο καὶ στὰ μέλη τῆς ἑλλαδικῆς ἀντιπροσωπίας ὁδήγησαν στὴν ἀθέτηση τῆς ὁμόφωνης συνοδικῆς ἀπόφασης καὶ στὴν προσβολὴ τῆς συνοδικότητας· ἔγινε δεκτὴ μία ἀνόητη καὶ ἀντιφατικὴ διατύπωση, ἡ ὁποία πάντως ἱκανοποιεῖ τοὺς Οἰκουμενιστάς, καὶ προφανῶς ἀπὸ αὐτοὺς προῆλθε, διότι παραμένει ὁ ὅρος ἐκκλησίες γιὰ τὶς αἱρέσεις, καὶ ἐπιτυγχάνεται ἔτσι ὁ βασικὸς στόχος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ἐκκλησιοποίηση τῶν αἱρέσεων καὶ ἡ ἀθέτηση τῆς ἀποκλειστικότητας καὶ μοναδικότητας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ νέα διατύπωση ποὺ ἀποτελεῖ πλέον συνοδικὴ ἀπόφαση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν». Τό «γνωρίζει» ἔγινε «ἀποδέχεται», καὶ ἐπανερχόμαστε στό «ἀναγνωρίζει», τό «ἱστορικὴ ὕπαρξη» ἔγινε «ἱστορικὴ ὀνομασία», παραμένει τό «Ἐκκλησιῶν» καὶ προστίθεται τό «ἑτεροδόξων».
Οἱ «εὐφυεῖς» ἐπινοηταὶ αὐτῆς τῆς διατύπωσης προσπαθοῦν νὰ κοροϊδέψουν καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μόνον τοὺς ἑαυτούς των κοροϊδεύουν, διότι εἶναι ἐμφανὴς ἡ ἀνοησία καὶ ἡ ἀντιφατικότητα, ποὺ δὲν ἱκανοποιεῖ οὔτε τοὺς Ὀρθοδόξους οὔτε τοὺς αἱρετικούς. Ἀντικαθιστώντας τό «ἱστορικὴ ὕπαρξη» μὲ τό «ἱστορικὴ ὀνομασία», νομίζουν ἐσφαλμένα ὅτι δὲν ἀποδέχονται τὴν ὕπαρξη ἀλλὰ μόνο τὴν ὀνομασία τῶν ἑτεροδόξων ἐκκλησιῶν. Ὑπάρχει ὅμως ὀνομασία χωρὶς ὕπαρξη; Ὀνομάζουμε πράγματα ποὺ ὑπάρχουν. Μόνον στὴν αἵρεση τοῦ Nominalismus ὑπάρχουν ὀνόματα χωρὶς πράγματα. Τὸ «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» σημαίνει αἱρετικὲς ἐκκλησίες· αὐτὸ ὅμως εἶναι πλήρως ἀντιφατικὸ καὶ παράλογο. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν αἵρεση· «δυοῖν θάτερον», τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο· ἢ θὰ εἶναι ἐκκλησίες ἢ θὰ εἶναι αἱρέσεις· ἢ τράγος ἢ ἔλαφος, ὄχι τραγέλαφος. Οὔτε οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι ἱκανοποιημένοι μὲ τὸ αἱρετικὲς ἐκκλησίες, οὔτε οἱ αἱρετικοὶ ποὺ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς των ἁπλῶς ἐκκλησίες, ὄχι ἑτερόδοξες καὶ αἱρετικές.
Ἡ ἀπόδοση βέβαια ἐκκλησιαστικότητας στὶς αἱρέσεις δὲν προκύπτει μόνον ἀπὸ τὴν χρήση τοῦ ὅρου «ἐκκλησίες» γιὰ τὶς αἱρέσεις στὴν παράγραφο ἕξι (6) τοῦ κειμένου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πολλὲς ἄλλες παραγράφους καὶ θέσεις. Ἐπισημαίνουμε μόνον τὶς δύο κατὰ τὴ γνώμη μας πιὸ σημαντικές. Ἡ πρώτη ἀφορᾶ στοὺς διμερεῖς θεολογικοὺς διαλόγους, στοὺς ὁποίους ἀναφέρονται οἱ παράγραφοι 9-15. Οἱ Διάλογοι ἐπαινοῦνται, διότι δίδεται δῆθεν «ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς δόξαν Θεοῦ». Ἀποκρύπτεται ἡ ἀρνητικὴ ἀξιολόγηση τῶν διαλόγων ποὺ ὑπῆρχε στὸ σχετικὸ προσυνοδικὸ κείμενο, ποὺ γι᾽ αὐτὸ διεγράφη, καὶ ἐμμέσως ἀναγνωρίζονται τὰ αἱρετίζοντα κείμενα πολλῶν διαλόγων, ὅπως αὐτὰ τοῦ Διαλόγου μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους Μονοφυσίτες, τοὺς ὁποίους ἀναγνωρίζουμε ὡς ἐκκλησίες καὶ τοὺς ἀποκαλοῦμε μάλιστα καὶ Ὀρθοδόξους, ὡς καὶ τὸ ἐπαίσχυντο κείμενο τοῦ Balamand (1993), στὸν Διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, στὸ ὁποῖο ὄχι μόνο ἀθωώνεται ἡ Οὐνία, ἀλλὰ γιὰ πρώτη φορὰ σὲ ἐπίσημο κείμενο Ὀρθόδοξοι ἀρχιερεῖς καὶ θεολόγοι ἀναγνωρίζουν τὸν Παπισμὸ ὡς ἀδελφὴ ἐκκλησία, πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, μὲ ἔγκυρη Ἱερωσύνη, Χάρη στὰ μυστήρια, ἀποστολικὴ διαδοχή, καὶ ἀμοιβαία μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους εὐθύνη γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς δόξαν Θεοῦ;
Χειρότερα εἶναι τὰ λεγόμενα καὶ ἀποφασισθέντα σχετικὰ μὲ τὴν ἀνάγκη συμμετοχῆς μας στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ὅπου καὶ μόνο ἡ συμμετοχή μας καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς ὀνομασίας «Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζουμε ἐκκλησιαστικότητα στὴν πανσπερμία καὶ στὸ πλῆθος τῶν προτεσταντικῶν αἱρέσεων. Ἐξευτελίσαμε τὴν Νύμφη τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, τὴν μόνη Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, καὶ τὴν ὑποβιβάσαμε σὲ μικρὸ κομμάτι, ἀσήμαντο μέρος ἑκατοντάδων «ἐκκλησιῶν», τὴν ἐξισώσαμε μὲ παντοειδεῖς φρικτὲς αἱρέσεις, καὶ αὐτὸ γιὰ πρώτη φορὰ συνοδικῶς. (Βλ. Παράγρ. 16-21 τοῦ συνοδικοῦ κειμένου). Συνυπογράψαμε μάλιστα κοινὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα, ἐπαινεῖ τὸ συνοδικὸ κείμενο. Ἀναφέρεται μάλιστα ὀνομαστικὰ στὴν «Δήλωση τοῦ Τορόντο» (βλ. παράγραφο 19) ποὺ συνυπογράψαμε τὸ 1950, ὅπου, μολονότι γίνονται καὶ κάποιες ὀρθὲς ἐκκλησιολογικὲς διευκρινίσεις, λέγεται μεταξὺ ἄλλων πλανῶν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν περιορίζεται ἐντὸς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἐκτὸς αὐτῆς, καὶ εἶναι πιὸ περιεκτικό, πιὸ σωστό, νὰ ἀνήκει κανεὶς στὴν εὐρύτερη Ἐκκλησία παρὰ στὴν δική του ἐκκλησία: «Οἱ Ἐκκλησίες - μέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ νὰ ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιὸ περιεκτικὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποτελεῖ μέλος τῆς δικῆς του Ἐκκλησίας» (Κεφ. 4, 3). Στὸ κείμενο τῆς Γενικῆς Συνέλευσης τοῦ ΠΣΕ στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας (2006) δεχθήκαμε συνυπογράψαντες ὅτι «Κάθε Ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὄχι ὁλόκληρη. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τὴν Καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες...Ὁ ἕνας χωρὶς τὸν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι» (παράγρ. 6-7). Στὸ δὲ κείμενο τῆς τελευταίας Γενικῆς Συνέλευσης στὸ Πουσὰν τῆς Ν. Κορέας (2013) δηλώσαμε τὴ μετάνοιά μας, γιατὶ δῆθεν οἱ Ἅγιοι Πατέρες ποὺ μᾶς ἔσωσαν ἀπὸ τὶς αἱρέσεις, προκάλεσαν διαιρέσεις συνυπογράφοντας ὅτι «μετανοοῦμε γιὰ τὶς διαιρέσεις μεταξὺ τῶν ἐκκλησιῶν μας καὶ ἐντὸς αὐτῶν», καὶ πολλὰ ἄλλα πλανεμένα καὶ αἱρετικά. Ἀρκοῦν ὅμως αὐτὰ γιὰ νὰ κατοχυρώσουν τὴν θέση ὅτι τὸ ἐπίμαχο συνοδικὸ κείμενο, ἐπαινώντας ἀπαράδεκτα κείμενα τῶν διμερῶν θεολογικῶν διαλόγων καὶ τὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» μὲ τὰ συνυπογραφέντα κείμενα, ἀποδέχεται τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν αἱρέσεων καὶ καθιστᾶ ἔτσι ὅλη τήν «Σύνοδο» αἱρετική16.
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment