Η «ΣΥΝΟΔΟΣ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΕ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ (1273).
(Ἐπίλοιπα Ἁγίων Πατέρων καὶ Συνόδων)
Γ΄
Tου Πρωτοπρεσβύτερου Θεόδωρου Ζήση
=====
3.) Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης γιὰ πρώτη φορὰ ἀντιτίθεται στὴν συνοδικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση.
Ὁ πατριάρχης Ἰωσὴφ καὶ ἡ σύνοδος ἔστειλαν ὡς ἀπάντηση τὸν δικό τους συνοδικό «Τόμο», ἕνα ἐξαιρετικὸ θεολογικὸ κείμενο, ὅπου ἀκραιφνέστατα ἐκφράζεται ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, χωρὶς τὴν παραμικρὴ παρέκκλιση ἀπὸ τὴν προηγούμενη συνοδικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση, ἡ ὁποία συνεχίσθηκε ἀλώβητη καὶ στὴν συνέχεια καὶ ἔφθασε μέσῳ τῆς ἀπορρίψεως τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας στὶς συνόδους τῆς Τουρκοκρατίας μέχρι καὶ τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰῶνος.
Ἡ συνολικὴ αὐτὴ πατερικὴ καὶ συνοδικὴ παράδοση αἰώνων χαρακτηρίζει ἀνενδοίαστα καὶ ἀπερίφραστα τοὺς Λατίνους – Παπικοὺς ὡς αἱρετικούς, ὅπως καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν προελθόντας Προτεστάντες, ποὺ κληρονόμησαν πολλὲς παπικὲς αἱρέσεις καὶ προσέθεσαν πολὺ περισσότερες δικές τους. Κατὰ συνέπειαν ὡς πρὸς τὶς σχέσεις πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ποὺ τώρα ὀνομάζονται «λοιπὸς χριστιανικὸς κόσμος», ἡ συνοδικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση εἶναι ἀναντίρρητη καὶ ὑποχρεωτική· ἀπαγορεύει τὴν μετ᾽ αὐτῶν κοινωνία (συμπροσευχὲς κ.ἄ.) καὶ σὲ ὅσους τὴν παραβαίνουν ἐπιβάλλει τὶς ποινὲς τῆς καθαιρέσεως γιὰ τοὺς κληρικοὺς καὶ τοῦ ἀφορισμοῦ γιὰ τοὺς λαϊκούς.
Ὅσοι ὀνειρεύονται αὐτὸν τὸν καιρὸ καὶ προτείνουν καθαιρέσεις καὶ ἀφορισμοὺς ἂς ψάξουν νὰ τὰ ἐφαρμόσουν στοὺς ἐκθεμελιωτὰς τῆς σταθερῆς συνοδικῆς καὶ κανονικῆς αὐτῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία καταρρακώθηκε καὶ ἐπίσημα στὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης. Εἶναι ἡ πρώτη σύνοδος καθ᾽ ὅλην τὴν δεύτερη χιλιετία καὶ μετ᾽ αὐτήν, ποὺ ὄχι μόνον ἀποφεύγει νὰ ὀνομάσει καὶ νὰ καταδικάσει τὶς αἱρέσεις, ἀλλὰ τὶς ὀνομάζει καὶ ἐκκλησίες. Ἐπὶ πλέον ἀντὶ νὰ ἀπαγορεύει τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἐπαινεῖ τὴν συμμετοχὴ καὶ συμπερίληψή μας στὸ προτεσταντικὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλαδὴ σὲ ἕνα «Παγκόσμιο Συμβούλιο Αἱρέσεων». Ἐπαινεῖ ἀκόμη καὶ τοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁποίους παρήγαγαν κείμενα ποὺ δικαιολογοῦν καὶ ἀθωώνουν τὶς αἱρέσεις. Μνημονεύουμε μόνον τὸν Διάλογο μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους – Μονοφυσίτες, ποὺ τοὺς ἀναγνωρίσαμε ὡς Ὀρθοδόξους[2], καὶ τὸν Διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς (Balamand 1993) στὸν ὁποῖο ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἀθωώσαμε καὶ δικαιολογήσαμε τὴν Οὐνία, δεχθήκαμε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι οἱ αἱρετικοὶ Λατῖνοι τοῦ Παπισμοῦ ἀποτελοῦν μαζὶ μὲ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἔχουν ἀποστολικὴ διαδοχή, Χάρη καὶ Μυστήρια, ἔγκυρο Βάπτισμα, ὥστε νὰ ἀπαγορεύεται ὁ ἀναβαπτισμός, καὶ εἶναι συνυπεύθυνοι γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου[3]. Ποιοί; Οἱ αἱρετικοὶ Λατῖνοι ποὺ ὁδήγησαν καὶ ὁδηγοῦν ἑκατομμύρια ἀνθρώπων, ὁλόκληρους λαούς, ὁλόκληρες χῶρες καὶ ἠπείρους στὸν ἀποχριστιανισμὸ καὶ στὴν πνευματικὴ καταστροφή;
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment