Η «ΣΥΝΟΔΟΣ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΕ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΗΝ
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ (1273).
(Ἐπίλοιπα Ἁγίων Πατέρων καὶ Συνόδων)
Ζ΄
Tου Πρωτοπρεσβύτερου Θεόδωρου Ζήση
=====
7.) Στὸ ἴδιο θέμα διαφορετικὴ ἀπάντηση ἀπὸ τὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης
Ὁ συνοδικὸς «Τόμος» ποὺ ἐστάλη ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἰωσὴφ ὡς ἀπάντηση στὸν «Τόμο» τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ εἶναι ἕνα ἀρκετὰ ἐκτενὲς κείμενο ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παρουσιασθεῖ ἐδῶ ἀναλυτικά. Στὸ πρῶτο μέρος ἀναπτύσσει τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ ἀσκεῖται ἡ οἰκονομία, γιὰ τὴν μεγάλη αἵρεση τῶν Λατίνων σχετικὰ μὲ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ γιὰ τὴν παρεξηγημένη ἔννοια τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης. Στὸ δεύτερο μέρος παρατίθενται οἱ λατινόφρονες θέσεις τοῦ αὐτοκρατορικοῦ «Τόμου» καὶ ἀναιροῦνται, ἰδιαίτερα αὐτὲς γιὰ τὴν παραχώρηση στὸν πάπα τοῦ πρωτείου, τοῦ ἐκκλήτου, τῆς μνημόνευσης τοῦ ὀνόματός του· ἐκτενῶς ἀναλύονται τὰ περὶ ἀγάπης καὶ εἰρήνης. Στὸ τρίτο μέρος, πρὸς κατοχύρωση τῶν ὀρθοδόξων θέσεων, παρατίθενται κείμενα συνοδικὰ καὶ πατερικά[7].
Ἐμεῖς ἐνδεικτικὰ καὶ πολὺ σύντομα θὰ παραθέσουμε κάποιες θέσεις γιὰ νὰ φανεῖ μὲ πόση τόλμη, παρρησία, ὀρθόδοξη σαφήνεια καὶ ἀνακρίβεια, χωρὶς διπλωματικὲς ἀσάφειες, ἀντιφάσεις καὶ ἀποκρύψεις, ἐκφράζονται οἱ ὀρθόδοξες σύνοδοι, πρὸς τὶς ὁποῖες δὲν ἔχει καμμία σχέση ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης. Ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα στὰ ὁποῖα ἐκλήθη νὰ ἀπαντήσει ἡ σύνοδος τοῦ 1273 τῆς Κωνσταντινούπολης μὲ ἐρώτημα τοῦ αὐτοκράτορος, εἶναι τὸ ἴδιο θέμα, τὸ κεντρικὸ θέμα τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, δηλαδὴ τὸ ἂν οἱ Λατῖνοι εἶναι αἱρετικοὶ ἢ ὄχι, καὶ ποιές πρέπει νὰ εἶναι οἱ σχέσεις μας μὲ αὐτούς, ὅπως τώρα στὴν Κρήτη τὸ ποιές εἶναι οἱ σχέσεις μας «πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον». Ἀκόμη καὶ στὸν τίτλο ἀποφεύγεται τώρα ἡ λέξη αἵρεση, ἐνῶ μία ὀρθόδοξη διατύπωση, ὅπως γράψαμε καὶ παλαιότερα, θὰ ἀπαιτοῦσε νὰ γραφεῖ: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὰς παλαιὰς καὶ συγχρόνους αἱρέσεις». Δὲν ἦταν ἀρκετὸ πάντως γιὰ τοὺς αἱρετίζοντας Οἰκουμενιστὰς τὸ ὅτι ἀποφευγόταν ἡ λέξη «αἵρεση» καὶ στὸ κείμενο ὀνομάζονταν «χριστιανικὲς κοινότητες», ὅπως ἐπρότεινε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος· ἤθελαν καὶ πέτυχαν νὰ χαρακτηρίζονται οἱ αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες, πρᾶγμα ποὺ χαροποίησε τοὺς κακοδόξους καὶ κατήσχυνε τοὺς Ὀρθοδόξους, ὅπως εἴδαμε ἀπὸ τὴν ἔκφραση τῆς χαρᾶς τοῦ πάπα Φραγκίσκου. Ἂς μάθουν λοιπὸν ὅλοι ὅτι ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ δὲν ἐκφράζουν διαχρονικὰ οὔτε τὴν Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως οὔτε τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Συνόδων καὶ Ἁγίων Πατέρων.
Ὁ ἅγιος πατριάρχης Ἰωσὴφ μὲ τὴν σύνοδό του τοῦ 1273 ἀπαντᾶ εὐθέως καὶ μὲ ἀπολυτότητα στὸ ἐρώτημα τοῦ αὐτοκράτορος σὲ ποιά ἀπὸ τὶς τρεῖς τάξεις ποὺ διακρίνει ὁ Μ. Βασίλειος τοὺς ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας κατατάσσει ἡ σύνοδος τοὺς Λατίνους: στοὺς αἱρετικούς, στοὺς σχισματικοὺς ἢ στοὺς παρασυναγώγους. Ἡ ἀπάντηση ποὺ στηρίζεται ὄχι σὲ προσωπικὲς ἐμπαθεῖς γνῶμες ἀλλὰ στοὺς θεοφόρους Πατέρες καὶ στοὺς θείους κανόνες εἶναι ὁλοφάνερη. Οἱ Λατῖνοι ἀνήκουν στὴν πρώτη τάξη, τῶν αἱρετικῶν, ἄξιοι παντελοῦς ἀποκοπῆς ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας: «Ἐπεὶ γὰρ ἐρώτησις προέβη ἀπαιτοῦσα ἡμᾶς εἰπεῖν ἐν ποίᾳ τάξει ἔχομεν τοὺς Ἰταλοὺς τῶν παρὰ τῷ μεγάλῳ Βασιλείῳ διαιρουμένων τοῦ κοινοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἐν τῇ τῶν αἱρετικῶν, ἐν τῇ τῶν σχισματικῶν, ἢ ἐν τῇ τῶν παρασυναγωγὰς ποιούντων -ταύτας γὰρ τὰς διαφορὰς ἐν τούτοις ὁ μέγας ἐκεῖνος εἶναί φησι-, μηδὲν δὲ “ἀπὸ κοιλίας” φωνεῖν προετράπημεν, ἀλλ᾽ ἐκ τῶν θεοφόρων πατέρων καὶ τῶν θείων κανόνων καὶ νόμων, τοῦτο δὴ καὶ ποιησόμεθα πάντως· καὶ ὅσα οἱ νόμοι καὶ οἱ κανόνες καὶ οἱ θεῖοι πατέρες εἰς τὸ προκείμενον συμβαλλόμενα ἐξεφώνησαν, ταῦτα δὴ καὶ προθήσομεν καὶ δειχθήσεται. Οἴδαμεν γὰρ τοῦτο καὶ προδιαγγέλλομεν ὅτι ἐν τῇ πρώτῃ τάξει τῶν ἄνωθεν ἀπηριθμημένων, τῶν ἀποβάλλεσθαι δὴ παντάπασιν ἀξίων καὶ οἱ Ἰταλοὶ τάττεσθαι καθεστήκασιν ἄξιοι»[8].
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment