ΤΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ
ΣΤ΄
Του Σεβ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου
=====
6. Τό «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό» τοῦ Βαπτίσματος
Συνέχεια τοῦ προηγουμένου εἶναι ὅτι πολλοί ἰσχυρίζονται ὅτι τό Βάπτισμα τῶν Ἑτεροδόξων εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό», δηλαδή δέν ταυτίζονται τά χαρισματικά μέ τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ παλαιότεροι Ἀρχιερεῖς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου χρησιμοποιοῦσαν τήν κανονική τάξη περί τοῦ κατ’ ἀκρίβειαν καί κατ' οἰκονομίαν τρόπου ἀποδοχῆς κάποιων ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἔκαναν διάκριση ὅτι ἄλλο εἶναι ἄν ὑπάρχουν Μυστήρια ἐκτός Ἐκκλησίας –πού δέν ὑπάρχουν– καί ἄλλο εἶναι τό πῶς ἀποδεχόμαστε κάποιον ἑτερόδοξο στήν Ἐκκλησία. Κατ’ ἀκρίβειαν δέν ὑπάρχουν Μυστήρια ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά κατ’ οἰκονομίαν ἀποδεχόμαστε κάποιον μέ Χρίσμα ἤ λίβελλο, ὅταν ἡ βάπτιση γίνεται στό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως νοεῖται ὀρθοδόξως, καί μέ τριττή ἐμβάπτιση στό νερό. Αὐτό μᾶς ἀναπαύει. Ἡ ἄποψη μερικῶν νά μετατρέπουν τήν οἰκονομία, ἀπό μία προσωρινή ὑποστολή τῆς ἀκρίβειας σέ μόνιμη κατάσταση, εἶναι ἀνεπίτρεπτη.
Ἔτσι, πολλοί ἰσχυρίζονται ὅτι τό βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων-αἱρετικῶν εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό», πράγμα πού δέν τό ἰσχυρίζονται οἱ Κανόνες 7 τῆς Β ́ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀλλά πέρα ἀπό τίς δύο αὐτές Οἰκουμενικές Συνόδους δέν πρέπει νά παροραθῆ ὅτι στήν λατινική παράδοση ἔχει εἰσαχθῆ ἡ αἵρεση τοῦ filioque, ἡ αἵρεση τοῦ actus purus, ἄλλες αἱρετικές ἀποκλίσεις, καθώς ἐπίσης καί ὁ ραντισμός στό βάπτισμα καί ἡ ἐπίχυση ὕδατος, παρακάμπτοντας τήν ἐμβάπτιση τοῦ ἐμβαπτιζομένου στό νερό.
Ἔπειτα, διερωτᾶται κανείς γιατί νά μή εἶναι «ἔγκυρα» καί «ὑποστατά» τό Χρίσμα, ἡ θεία Εὐχαριστία στούς ἑτεροδόξους μέ τήν ἴδια νοοτροπία; Καί γιατί εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό» τό βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων, ὅταν ταυτοχρόνως ἐμποδίζονται νά κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, πού εἶναι ὁ βαθύτερος σκοπός τοῦ βαπτίσματος; ∆ηλαδή, κατά μερικούς θεολόγους τό βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων εἶναι «ἔγκυρο» καί «ὑποστατό», ἀλλά δέν παράγει ἐκκλησιαστικά ἀποτελέσματα, ἀφοῦ εἶναι ἀνενεργό, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Αὐγουστῖνος ἐπίσκοπος Ἱππῶνος;
Ἡ ἄποψη περί «ἐγκύρου» καί «ὑποστατοῦ» βαπτίσματος συνδέεται μέ τήν Ἀποστολική ∆ιαδοχή, δηλαδή «ἔγκυρη» καί «ὑποστατή» Ἱερωσύνη. Αὐτή ἡ θέση εἶναι παράδοξη, διότι ἡ Ἀποστολική ∆ιαδοχή δέν εἶναι «μαγική» καί μηχανική πράξη, δέν εἶναι μόνον μιά σειρά, ἀδιάκοπη ἔστω, χειροτονιῶν, ἀλλά κυρίως καί πρό παντός διαδοχή ἀποστολικοῦ τρόπου, κατά τό Ἀπολυτίκιο: «Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πράξιν εὗρες θεόπνευστε εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν».
Ἡ ἀπώλεια τῆς Ὀρθοδόξου ἀποκαλυπτικῆς πίστεως, ἡ εἰσαγωγή τῆς σχολαστικῆς θεολογίας ὡς ἀνωτέρας ἀπό τήν ἀποστολική καί τήν πατερική θεολογία, δέν συνιστᾶ Ἀποστολική διαδοχή. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «οἱ δέ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες, οὐκ ἔτι ἔσχον τήν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ' ἑαυτούς· ἐπέλιπε γάρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τήν ἀκολουθίαν» (α ́ Κανών). Ὅπως ἐπίσης εἶναι γνωστή ἡ φράση ἀπό τόν Κανόνα τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος: «Παρὰ δὲ τοῖς αἰρετικοῖς, ὅπου Ἐκκλησία οὐκ ἔστιν, ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν».
Πέρα τοῦ δογματικοῦ αὐτοῦ θέματος τίθεται ἔντονος προβληματισμός, καί ἀπό ἱστορικῆς πλευρᾶς, γιά τήν ἀδιάκοπη σειρά χειροτονιῶν, ἀφοῦ παραδίδεται ἱστορικά ὅτι ὁ Καρλομάγνος καί οἱ διάδοχοί του τοποθετοῦσαν ὡς Ἐπισκόπους λαϊκούς χωρίς χειροτονία, τούς θεωροῦσαν ὡς διοικητικά ὄργανα μέσα στό φεουδαλιστικό σύστημα πού ἐπέβαλαν, μέ ἀποτέλεσμα νά διαμαρτύρεται, πρίν τό 1009, ἀκόμη καί ὁ Πάπας τῆς Ρώμης πρός τούς Γερμανούς Ἡγεμόνες. Ἱστορικά ἔχει ἀποδειχθῆ ὅτι πρίν τό σχίσμα τῆς Παλαιᾶς Ρώμης πρός τήν Νέα Ρώμη, ὑπῆρξε σχίσμα τῶν Ἐπαρχιῶν ὅπου κυριαρχοῦσε ὁ Καρλομάγνος πρός τήν Παλαιά Ρώμη. Τό ἔτος 794 στήν Φραγκφούρτη καταδικάστηκε ἡ Ζ ́ Οἰκουμενική Σύνοδος καί τό ἔτος 809 στό Ἄαχεν εἰσήχθη τό filioque, καί ὅλα αὐτά πέρασαν καί στήν Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, ὅταν κατελήφθη ἀπό τούς Φράγκους.
∆ιαβάζοντας τό βιβλίο «∆ιάλογοι» τοῦ Πάπα Ρώμης Γρηγορίου, τοῦ ὀνομαζομένου ∆ιαλόγου, βλέπει κανείς τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρώμης πρό τοῦ 7ου αἰῶνος μ.Χ., τήν θεολογία της καί τόν ἡσυχασμό της, τά κοινά σημεῖα μέ τήν θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἀγώνα τῶν Ὀρθοδόξων Παπῶν, Ἐπισκόπων καί μοναχῶν πρός τούς αἱρετικούς Γότθους, Βησιγότθους, Βανδάλους, Λογγοβάρδους καί ἀκόμη πρός τούς Φράγκους, ὅπως καί τά μαρτύρια, τήν σφαγή πού ὑπέστησαν οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς Παλαιᾶς Ρώμης ἀπό τά Γερμανικά φῦλα. Καί ὅλα αὐτά συνέβαιναν στίς ἀρχές τοῦ 7ου αἰῶνος. Τότε, γιά ποιά ἀποστολική παράδοση καί διαδοχή ὁμιλοῦμε, ὅταν ὅλα εἶναι προβληματικά, καί τά θεολογικά, καί τά ἐκκλησιαστικά, καί τά ἱστορικά;
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment