ΤΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ
Δ΄
Του Σεβ. Μητροπολίτου Ἱεροθέου
=====
4. Ἐκκλησιαστική διγλωσσία
∆ιαβάζοντας κανείς μερικά ἀπό τά κείμενα αὐτά παρατηρεῖ ὅτι διαπνέονται ἀπό ἕνα πνεῦμα διγλωσσίας. Ἡ λέξη διγλωσσία μπορεῖ νά ξενίζη, ἀλλά ἐκφράζει μιά πραγματικότητα ὅταν γνωρίζουμε ὅλο τό πνεῦμα πού ὑπάρχει γύρω ἀπό τά σχετικά θέματα.
Σέ ἄλλο κείμενό μου ἔχω ἐπισημάνει τά διφορούμενα θέματα πού ὑπάρχουν σέ μερικά κείμενα, ὅπως τό ἔχουν κάνει πολλοί ἄλλοι, Ἐπίσκοποι, Κληρικοί, μοναχοί, θεολόγοι, λαϊκοί, καί γι’ αὐτό δέν μπορεῖ κανείς νά ἐνοχλῆται.
Ἡ ἐπισήμανση αὐτή εἶναι ἀναγκαία, ἄν σκεφθοῦμε ὅτι πρόκειται γιά Συνοδικά Πανορθόδοξα κείμενα, τά ὁποῖα πρέπει νά εἶναι προσεγμένα. Μπορεῖ στήν καθημερινή μας ἐπικοινωνία ἤ κάποτε σέ κείμενά μας νά ἔχουν περάσει μερικές λέξεις πού προκαλοῦν προβληματισμό, ὅπως γιά παράδειγμα μπορεῖ νά γράφουμε ἤ νά ποῦμε «Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία» ἤ «Προτεσταντική Ἐκκλησία» κλπ., ἀλλά ὅταν συντάσσωνται ὁμολογιακά κείμενα, τά ὁποῖα θά παραμένουν ὡς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τότε πρέπει νά εἴμαστε προσεκτικοί.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, κατά τήν διάρκεια τῶν θεολογικῶν καί ἡσυχαστικῶν ἀγώνων ἔχει καθιερώσει μιά βασική ἀρχή: «ἕτερον ἐστιν ἡ ὑπέρ τῆς εὐσεβείας ἀντιλογία καί ἕτερον ἡ τῆς πίστεως ὁμολογία». Αὐτό σημαίνει ὅτι στήν ἀντιλογία μπορεῖ κανείς νά χρησιμοποιήση κάθε εἴδους ἐπιχειρήματα, ὅμως ὅταν γράφη ὁμολογιακά κείμενα, τότε ὁ λόγος πρέπει νά εἶναι σύντομος καί δογματικῶς ἀκριβής, ὅπως ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες πού ἐδογμάτισαν «βραχύ ρήματι καί πολύ συνέσει».
Ἔτσι, τά κείμενα πού τίθενται ἐνώπιόν μας καί πρόκειται νά ὑπογραφοῦν καί ἀπό τήν Ἐκκλησία μας πρέπει νά εἶναι δογματικῶς καθαρά, καί νά μή διακρίνωνται ἀπό ἀσάφεια καί σύγχυση, διαφορετικά δέν θά εἶναι κείμενα ὀρθόδοξα.
∆ιαβάζοντας κανείς προσεκτικά τίς λέξεις πού χρησιμοποιοῦνται καταλαβαίνει ὅτι ἐπιδιώκεται νά καλυφθοῦν κάποια θέματα, ὅπως, δυστυχῶς, γίνεται πολλές φορές μέ τούς νόμους πού ψηφίζονται στά Κοινοβούλια καί εἶναι φωτογραφικοί. Ὑπάρχει μιά ἀσαφής καί συγκεκριμένη πρακτική σέ πολλά ἐκκλησιαστικά θέματα πού καλύπτονται κάτω ἀπό τίς λέξεις τῶν κειμένων, τά ὁποῖα κάνουν λόγο γιά ἄλλες Ἐκκλησίες.
Θά ἀναφέρω τρία παραδείγματα ἀπό τήν ἕως τώρα πρακτική.
Τό πρῶτον εἶναι τό θέμα τῶν πράξεων τοῦ 1965, πού ἔγιναν στήν Κωνσταντινούπολη καί τό Βατικανό, αὐτό πού ἔχει καθορισθῆ νά γράφεται ὅτι ἔγινε ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων.
Νά θυμίσω ὅτι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος Β ́ , ἀνεψιός τοῦ Μεγάλου Φωτίου, μέ συνοδική ἀπόφαση διέγραψε τό ὄνομα τοῦ Πάπα Ρώμης Σεργίου ∆ ́ ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τό 1009, ἐπειδή στήν ἐνθρονιστήρια ἐπιστολή του συμπεριέλαβε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως μέ τό filioque, καί ἀπό τότε κανενός Πάπα τό ὄνομα δέν ἐτέθη στά δίπτυχα, ὁπότε ὑπάρχει ἀκοινωνησία.
Ἀργότερα, τό 1054 ὁ Καρδινάλιος Οὐμβέρτος ἀναθεμάτισε τόν Πατριάρχη Κηρουλάριο καί ἄλλους δύο καί ἐκεῖνος τόν ἀναθεμάτισε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἀκοινωνησία ὑπῆρξε καί πρίν τά ἀναθέματα, καί φυσικά ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων δέν καταργεῖ τήν πράξη τῆς ἀκοινωνησίας.
Τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι: Τό 1965 ἔγινε ἄρση ἀναθεμάτων ἤ ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας; Εἶναι ἐρώτημα καίριο, διότι στήν Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῆς 7ης ∆εκεμβρίου τοῦ 1965 γράφεται ὅτι ἔγινε ἄρση ἀναθεμάτων, καί ἑπομένως ὑφίσταται ἀκόμη ἡ ἀκοινωνησία, ἐνῶ σέ δήλωση πού ὑπογράφηκε στά γαλλικά μεταξύ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Πάπα καί τήν ὁποία διάβασε ὁ Πάπας κατά τήν τελευταία ἡμέρα (7 ∆εκεμβρίου) καί πράξη τῆς Β ́ Βατικανῆς Συνόδου, γράφεται ὅτι ἔγινε ἄρση ἀκοινωνησίας. Ἔχω στήν διάθεσή μου τό κείμενο αὐτό στήν γαλλική καί τήν ἀγγλική γλώσσα.
Τό δεύτερο εἶναι συνέχεια τοῦ προηγουμένου ὅτι, δυστυχῶς, στήν ἐκκλησιαστική πρακτική ὄχι μόνον ἀναγνωρίζονται οἱ Ἑτερόδοξοι ὡς Ἐκκλησίες, ἀλλά ὑπάρχει καί ἐκκλησιαστική καί εὐχαριστιακή κοινωνία! Ἑπομένως, ὑφίσταται μία ἐκκλησιαστική διγλωσσία, ἀσάφεια καί σύγχυση.
Ἀναφέρομαι σέ ἕνα κείμενο μιᾶς Ἐκκλησίας, πού χαρακτηρίζεται ὡς «Ὁμολογία», πού ἐγκρίθηκε ἐπισήμως καί στό ὁποῖο ἐπικρατεῖ σέ μεγάλο βαθμό ἡ διγλωσσία καί ἡ σύγχυση. Ἐνῶ γίνεται λόγος γιά Μία Ἐκκλησία, συγχρόνως χαρακτηρίζονται καί ἄλλες ὁμολογίες ὡς Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες «ἀποτελοῦν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ἐπίσης, γίνεται λόγος ἀκόμη γιά θεία Κοινωνία ἀπό τό ἴδιο ἅγιο Ποτήριο ἀπό ὅλους τούς Χριστιανούς «διά λόγους ἀνάγκης καί Χριστιανικῆς Μυστηριακῆς φιλοξενίας», ὅπως καί γιά τό ὅτι «ὅλοι οἱ Χριστιανοί μέ τό ἴδιον βάπτισμα ἐγίναμεν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία».
Τό τρίτο παράδειγμα εἶναι ὅτι πρόσφατα διάβασα τό βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ Ἀντωνίου Παπαδοπούλου μέ τίτλο «Θεολογικός διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν (ἱστορία-κείμενα-προβλήματα)» καί διαπίστωσα ἀκόμη γιά μιά φορά ὅτι κατά τόν διάλογο αὐτό καί τίς δηλώσεις καί τά κοινά κείμενα μεταξύ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Πάπα, ὅπως καί τῶν ἀντιπροσώπων τους, ἐπικρατεῖ μιά γλώσσα ὅτι ἐπικρατεῖ ἕνα πνεῦμα «ἀδελφοσύνης ἥτις προκύπτει ἐκ τοῦ μοναδικοῦ βαπτίσματος καί ἐκ τῆς συμμετοχῆς εἰς τά ἱερά μυστήρια» καί ὅτι «αἱ Ἐκκλησίαι ἡμῶν ἀναγνωρίζουσιν ἀλλήλας ὡς Ἐκκλησίας ἀδελφάς, συνυπευθύνους ἐν τῇ διαφυλάξει τῆς μόνης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πιστῆς εἰς τό θεῖον σχέδιον, ὅλως δέ ἰδιαζούσης ἐν ὄψει τῆς ἑνότητος».
Ἡ διγλωσσία σέ ἐπίσημα ἐκκλησιαστικά ἔγγραφα εἶναι μιά ὀδυνηρή πραγματικότητα πού δείχνει τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τά ἐπίσημα ἐκκλησιαστικά κείμενα δύο χιλιετιῶν. Αὐτό δέν πρέπει νά γίνη στά κείμενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment