ΤO ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ ΤΩΝ ΑΥΘΕΝΤΙΚΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ
Ὃπου δὲν ὑπάρχει τὸ Ὀρθόδοξον δόγμα, ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἀποφανθῇ περὶ τῆς ἐγκυρότητος τῶν μυστηρίων.
π. Ἰωάννης Ρωμανίδης[1]
Του π. Πέτρου Χίρς
=====
Κατὰ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναγνωρίζονται τὰ Μυστήρια, ἀκόμη καὶ ἡ Εὐχαριστία, ὡς ὑπάρχοντα ἐκτός τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπισκοπικῆς ἀρχῆς (episcopate) στὴν βάση μίας ἱστορικῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς[2]. Ἐὰν ἀναγνωρίζεται ἡ Ἀποστολικὴ διαδοχή, τότε ὑπάρχει ἔγκυρη ἐπισκοπικὴ ἀρχὴ καὶ συνακόλουθα ὑπάρχει ἔγκυρη τέλεση τῆς Εὐχαριστίας[3].
Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ Ἀποστολικὴ διαδοχὴ δὲν σημαίνει ἁπλῶς ὅτι οἱ χειροτονίες ἀνάγονται πίσω στοὺς Ἀποστόλους. Μαζὶ μὲ τὴν ἱστορικὴ κληρονομιὰ θὰ πρέπει νὰ συνδυάζεται καὶ μία πνευματικὴ καὶ δογματικὴ κληρονομιά, συγκεκριμένα ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη. Ἡ Πίστη αὐτὴ εἶναι ἡ παρακαταθήκη (Β’ Τιμόθ. 1,14), ποὺ ἔχει διαφυλαχθεῖ μόνο ἀπὸ τὴν Μία Ἐκκλησία. Ὅπου ὑπάρχει δογματικὸ σφάλμα, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ὀρθὴ πνευματικὴ ζωή. Ὅπου δὲν ὑφίσταται Ὀρθόδοξο δόγμα εἶναι ἀδύνατον ἡ Ἐκκλησία νὰ μιλᾶ γιὰ τὴν παρουσία τῶν Μυστηρίων. Ἐπιπλέον, «κατὰ τοὺς Πατέρες τὸ Ὀρθόδοξον δόγμα οὐδέποτε χωρίζεται ἀπὸ τὴν πνευματικότητα. Ὃπου ὑπάρχει ἐσφαλμένο δόγμα, ὑπάρχει ἐσφαλμένη πνευματικότης καὶ ἀντιθέτως»[4]. Ἡ διατήρηση τῆς ἀκεραιότητας τῆς αὐθεντικῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ πρακτικῆς εἶναι δυνατὴ μόνον ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Μίας Ἐκκλησίας.
Ὡς ἐκ τούτου, γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ αὐθεντικότητα ἐξαρτᾶται τόσο ἀπὸ τὴν ἔκφραση τοῦ Ὀρθοδόξου δόγματος ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι τὸ Μυστήριο βρίσκεται ἐντὸς τῶν ὁρίων, δηλαδὴ ὅτι εἶναι τῆς Ἐκκλησίας[5]. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπιμένουν πὼς «ἐνδιαίτημα τῆς αὐθεντικῆς χάριτος εἶναι μόνο τὸ σῶμα ἐκεῖνο ποὺ ἔχει … εὐπειθῶς καὶ εὐσεβῶς ἐνστερνιστεῖ τοὺς πρωταρχικοὺς καὶ ἀνόθευτους θεσμοὺς τῆς πίστεως καὶ πράξεως… Οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν βλέπουν καμμία δικαιολογημένη βάση γιὰ τὸν κατακερματισμό, ποὺ ἐπιμένει μόνον στὴν πρόθεση μίας δεδομένης μυστηριακῆς ἱεροπραξίας, χωρὶς τὴν πρόθεση νὰ διατηρηθεῖ ἡ ὁλότητα τῆς αὐθεντικῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ πράξεως»[6].
Οἱ θεωρίες τῶν Λατίνων, μὴ ἔχοντας τὴν διάκριση τῆς ἀκριβείας καὶ οἰκονομίας, ποὺ ἔχει βασικὴ σημασία γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη μυστηριακὴ θεολογία, «τονίζουσιν ὑπερβαλλόντως τὸν ἐξωτερικὸν τύπον τοῦ Μυστηρίου ἐπὶ παραμερίσει τῆς ζωοποιούσης αὐτὸν ὀρθῆς πίστεως, τῆς ὁποίας οὗτος πρέπει πάντοτε νὰ εἶναι ἔκφρασις, καὶ κινδυνεύουσι νὰ προσδώσωσι εἰς τὴν τυπικὴν τέλεσιν τοῦ Μυστηρίου εἶδος τι μαγικῆς ἐπενεργείας»[7]. Τὸ μοιραῖο λάθος ποὺ διεπράχθη ἐδῶ, μὲ βάση τὸν νομικισμὸ ποὺ χαρακτηρίζει τὴν Θεολογία τῶν Λατίνων, εἶναι ἡ ἀποσυναρμολόγηση τοῦ τύπου καὶ τῆς πρακτικῆς ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ ὁμολογία, ὡς τὰ πρῶτα νὰ εἶχαν κάποια ἀξία ἀφ’ἑαυτῶν, ὅταν εἶναι χωρισμένα ἀπὸ τὰ δεύτερα.
Ἐάν, λοιπόν, αὐθεντικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀποδεκτὸ μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δὲν μπορεῖ μία ἱστορικὴ Ἀποστολικὴ διαδοχὴ νὰ καθιστᾶ ἕνα Χριστιανικὸ Σῶμα αὐθεντικό. Ἀπεναντίας, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στὴν ὁποία ἀποκλειστικὰ βιώνεται καὶ ὁμολογεῖται ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη, ποὺ καθιστᾶ αὐθεντικὴ τὴν ἱερωσύνη. Τὰ «χωρισμένα διακονήματα» (divided ministries)[8] δὲν μποροῦν νὰ παράγουν αὐθεντικότητα ἢ ἑνότητα· μόνον ἡ μία αὐθεντικὴ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ καθιστᾶ αὐθεντικὰ τὰ «χωρισμένα διακονήματα» καὶ αὐτό, μόνον ἐντός τοῦ δικοῦ της πλαισίου ἑνότητας»[9].
Γιὰ κοινότητες, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἐκπέσει ἀπὸ τὴν καθολικὴ συμφωνία τῆς πίστεως, «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ θέσει τὸ πρόβλημα ὡς πρὸς τὴν “ἐγκυρότητά” τους ὡς ἐκκλησίες, διότι ἔξω ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς Παραδόσεως, ἔξω ἀπὸ τὴν ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια, ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, δὲν μποροῦμε νὰ “γνωρίζουμε”, νὰ “παραδεχόμαστε” ἢ νὰ ἀναγνωρίζουμε τὴν ἐγκυρότητα… Ἔξω ἀπ’ αὐτὴ τὴν Παράδοση ἁπλῶς δὲν γνωρίζουμε τίποτα περὶ “ἐγκυρότητας” ἢ “ἀκυρότητας”»[10].
Ἑπομένως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἀναγνωρίζει «ἔγκυρες Εὐχαριστίες» ἐπὶ τῇ βάσει «ἔγκυρης ἱερωσύνης» (episcopates) ξέχωρα ἀπὸ τὸ πλήρωμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἔξω ἀπὸ τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως ποὺ ἐκδηλώνεται στὴν πλήρη καθολικὴ συμφωνία, στὴν ὁποία συμφωνία ἡ Μία Καθολικὴ Ἐκκλησία γνωρίζεται καὶ ἀναγνωρίζεται ὡς ἡ μία καὶ ἡ αὐτὴ σὲ κάθε Εὐχαριστιακὴ Σύναξη. Τὰ Μυστήρια δὲν ἀναγνωρίζονται ἔξω ἀπὸ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο γίνεται γνωστὸ μόνον στοὺς ἐντὸς αὐτῆς, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου: «Ὑμίν δέδοται του γνώναι τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού. Εκείνοις δε τοις έξω εν παραβολαίς τα πάντα γίνεται…» (Μᾷρκ. 4, 11). Διότι ἡ βασιλεία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος[11]. Ὅπου δὲν ὑπάρχει πλήρης καθολικὴ συμφωνία στὴν πίστη, ὁ Χριστὸς τῶν Μυστηρίων παραμένει μὴ-ἀναγνωρίσιμος, διότι ἡ ταυτότητα τοῦ Χριστοῦ δὲν βεβαιώνεται μὲ τὴν χρήση ἐπιπόλαιων, ἐξωτερικῶν καὶ νομικίστικων κριτηρίων, ἀλλὰ μέσα στὴν ἑνότητα καὶ τὸν νοῦ τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Ἀλήθεια (Α’ Κορ. 2, 16, Ἰωὰν. 14, 6).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Romanides, An Outline of Orthodox Patristic Dogmatics, σ. 80-81.
[2] Ἀξίζει νὰ σημειώσουμε πώς, μολονότι ἡ Β΄ Βατικανὴ ἀναγνώρισε τὸ Βάπτισμα, μὲ βάση τὴν ἱεροτελεστία καὶ μόνον, στοὺς Προτεστάντες γενικὰ καὶ σταμάτησε ἀκόμη καὶ νὰ τοὺς βαπτίζει ‘ὑπὸ ὅρους’, δὲν συνέβη τὸ ἴδιο σὲ σχέση μὲ τὴν Εὐχαριστία. Σύμφωνα μὲ τὴν Καθολικὴ διδαχή, δὲν ἀρκεῖ στὴν τέλεση τῆς Εὐχαριστίας νὰ γίνεται χρήση τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου καὶ νὰ ἀπαγγέλλονται τὰ λόγια τοῦ Μυστηρίου, ὡς εἴθισται· ὁ χειροτονηθείς ἱερέας ὁ ὁποῖος, personam Christi gerens, τελεῖ τὴν ἱεροπραξία, ἀνήκει ἐπίσης στὸν πλήρη μυστηριακὸ συμβολισμὸ (full sacramental sign)» (Feiner, σ. 154). Μὲ ἄλλα λόγια, αὐτὴ ἡ ἄρνηση βασίζεται στὴν μὴ ἀναγνώριση τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς μεταξὺ τῶν Προτεσταντῶν. Ἔτσι ὅμως ἐγείρεται τὸ ἐρώτημα: οἱ ἴδιοι Ἀπόστολοι, στοὺς ὁποίους δόθηκε ἡ ἐξουσία νὰ βαπτίζουν, δὲν εἶναι αὐτοὶ στοὺς ὁποίους δόθηκε ἐπίσης ἡ ἐξουσία νὰ προσφέρουν τὴν Θυσία; Αὐτὴ ἡ ἐξουσία δὲν εἶναι αὐτόνομη, ἀλλὰ εἶναι μία ἐξουσία ποὺ ἐνοικεῖ στὴν ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ ἀφορᾶ τὴν τέλεση εἴτε τοῦ ἑνὸς Μυστηρίου εἴτε τοῦ ἄλλου Μυστηρίου. Εἴτε δηλαδὴ κάποιος ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ βαπτίζει εἴτε νὰ προσφέρει τὴν θυσία, ἡ ἐξουσία τοῦ δίνεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἂν οἱ Προτεστάντες δὲν ἔχουν ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν εἶναι ἡ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, τότε μὲ ποιὰ ἐξουσία βαπτίζουν; Ἐπιπλέον ἐκείνους ποὺ βαπτίζουν σὲ τί, σὲ ποιὰ Ἐκκλησία τοὺς μυσταγωγοῦν;
[3] Βλ. UR 15γ καὶ no. 1399 τῆς Κατηχήσεως τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας: «Οἱ Ἀνατολικὲς ἐκκλησίες ποὺ δὲν εἶναι σὲ πλήρη κοινωνία μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία τελοῦν τὴν Εὐχαριστία μὲ μεγάλη ἀγάπη. ‘αἱ Ἐκκλησίαι αὗται ἔχουν, ἄν καὶ διϊστάμεναι, ἀληθῆ Μυστήρια - λόγῳ κυρίως τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, τῆς Ἱερωσύνης καὶ τῆς Θείας Εὐχαριστίας - διὰ τῶν ὁποίων παραμένουν εἰσέτι ἡνωμέναι μεθ' ἡμῶν διὰ βαθυτάτου δεσμοῦ’ (UR 15γ). Communio in sacris καὶ συνακόλουθα, κοινωνία στὴν Εὐχαριστία ‘ὑπὸ εὐνοϊκὰς περιστάσεις καὶ τῇ ἐγκρίσει τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, εἶναι οὐχὶ μόνον ἐπιτρεπτή, ἀλλὰ καὶ ἀξιοσύστατος» (UR 15γ, πβ. CIC, κανών 844 παρ. 3) (ἔμφαση τοῦ γράφοντος). Ἐπίσης βλ. τὶς ἑνότητες 77, 1209, 1567 καὶ 833 τῆς Κατηχήσεως τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς.
[4] Romanides, An Outline of Orthodox Patristic Dogmatics, σ. 80-81.
[5] Ὅπως ἔγραψε ὁ Γεώργιος Φλωρόφσκυ «εἶναι ἀδύνατον νὰ μιλήσουμε μὲ τὴν στενὴ ἔννοια γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ‘ἀποστολικῆς διαδοχῆς’ πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς κανονικῆς συνάξεως» (Florovsky, Collected Works, Vol. 13, σ. 44).
[6] Bailey, Charles-James N., “Validity and Authenticity: The Difference Between Western and Orthodox Views on Orders,” St. Vladimir’s Seminary Quarterly, 8 (1964), σ. 86-92 (87).
[7] Τρεμπέλας, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Γ’, Ἀθῆναι 1961, σ. 48.
[8] Ἡ φράση «χωρισμένα διακονήματα» ἀναφέρεται στὶς ἱεροπραξίες τῶν σχισματικῶν ἢ αἱρετικῶν ὁμάδων. Ἡ ἱερωσύνη, μὲ τὴν στενὴ ἔννοια, εἶναι ἀδιαχώριστη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὡς ἐκ τούτου, σὲ κάθε περίπτωση χειροτονημένων λειτουργῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἡ ἱερατική τους ἰδιότητα στὴν Ἐκκλησία παύει νὰ ὑφίσταται.
[9] Bailey, Charles-James N., Validity and Authenticity, σ. 88.
[10] Schmemann, “Unity, Division, Reunion in the Light of Orthodox Ecclesiology.”
[11] Μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔγινε μία παροῦσα πραγματικότητα μέσα στὸν κόσμο. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μιλώντας ἐξ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ: «Τί ἐστιν, Ἡ βασιλεία; Ἡ παρουσία ἡ ἐμή» (Ματθ. Ὁμ. 41.2. PG 57.447).
No comments:
Post a Comment