Tuesday, September 22, 2015

ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ




Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΜΕΝΗ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΠΙΣΤΗ ΔΙΑΚΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
Γ΄

Του Ἀρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου

Ὅροι καὶ προϋποθέσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
======

Μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τότε μόνο μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθῶς Ὀρθόδοξος Σύνοδος καὶ στόμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφράζουσα θεοπνεύστως καὶ ἀλαθήτως τὴ γνήσια Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση, ὅταν πληροῖ κάποιες βασικὲς προϋποθέσεις.[4]  Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στὸ «Πηδάλιόν» του, στὰ προλεγόμενα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου,[5]  ἀναφέρει τέσσερα ἰδιώματα, ποὺ ἀποτελοῦν κατ’ οὐσίαν ὅρους καὶ προϋποθέσεις γνησιότητος καὶ αὐθεντικότητος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων: α) «Τὸ νὰ συναθροίζονται διὰ προσταγῶν οὐχὶ τοῦ Πάπα, ἢ τοῦ δεῖνος Πατριάρχου, ἀλλὰ διὰ προσταγῶν βασιλικῶν». Εἶναι γνωστό, ὅτι κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους συγκαλοῦσε ὁ αὐτοκράτορας. Ὡστόσο ἡ σύγκληση αὐτὴ εἶχε περισσότερο τυπικὸ χαρακτήρα, διότι πίσω ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα ὑπῆρχε ἡ ἐκκλησιαστικὴ Ἱεραρχία, ἡ ὁποία ἔπαιζε καθοριστικὸ ρόλο στὴ σύγκληση τῆς Συνόδου. Σήμερα ποὺ δὲν ὑφίσταται τὸ πολιτικὸ καθεστὸς τῆς βυζαντινῆς περιόδου, τὴν εὐθύνη τῆς συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔχει τὸ σύνολο τῶν Πατριαρχῶν καὶ τῶν Προκαθημένων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, συναινούσης προφανῶς καὶ τῆς Ἱεραρχίας τῶν κατὰ τόπους Πατριαρχείων καὶ Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. β) «Τὸ νὰ γίνεται ζήτησις (=συζήτηση) περὶ πίστεως καὶ ἀκολούθως νὰ ἐκτίθεται ἀπόφασις καὶ ὅρος δογματικὸς εἰς κάθε μίαν ἀπὸ τὰς Οἰκουμενικάς, γ) Τὸ νὰ εἶναι πάντα τὰ ἐκτιθέμενα παρ’ αὐτῶν δόγματα καὶ οἱ Κανόνες, Ὀρθόδοξα, εὐσεβῆ καὶ σύμφωνα «ταῖς θείαις Γραφαῖς, ἢ ταῖς προλαβούσαις Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις», δ) Τὸ νὰ συμφωνήσουν καὶ νὰ ἀποδεχθοῦν τὰ παρὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διορισθέντα καὶ κανονισθέντα, ἅπαντες οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχαι καὶ Ἀρχιερεῖς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, εἴτε διὰ τῆς αὐτοπροσώπου παρουσίας αὐτῶν, εἴτε διὰ τῶν ἰδίων τοποτηρητῶν, ἢ καὶ τούτων ἀπόντων, διὰ γραμμάτων αὐτῶν».[6]

Πέρα ἀπὸ τοὺς παραπάνω ὅρους τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος προσθέτει ἀκόμη δύο ὅρους: α) Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συμμετάσχουν, ὡς μέλη τῆς Συνόδου, πρόσωπα, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνημα: «Οὐ γὰρ οἷόν τε συνόδῳ συναριθμηθῆναι τοὺς περὶ πίστιν ἀσεβοῦντας»,[7]  β) Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀποσιωπῶνται καὶ νὰ παραμερίζονται στὴ Σύνοδο δογματικὲς διαφορὲς καὶ διαφωνίες, ἀλλὰ εἶναι ἀναγκαῖον πρῶτον νὰ ἐξετάζῃ, (ἡ Σύνοδος), τὰ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ προκύψαντα ζητήματα πίστεως καὶ στὴ συνέχεια κάθε ἄλλο ζήτημα: «Χρὴ γὰρ πρῶτον πᾶσαν περὶ τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι»[8].

Ἂς προστεθεῖ ἐπίσης ὅτι, ἐφ’ ὅσον κατὰ τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο «λαλεῖ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἅγιο Πνεῦμα» καὶ οἱ λαμβανόμενες ἀποφάσεις εἶναι «καρπὸς θείου φωτισμοῦ», (ὅπως ἀκριβῶς ὑπῆρξαν καὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς ἀποστολικῆς Συνόδου, κατὰ τήν μαρτυρία της Γραφῆς, «ἔδοξε τῷ ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» [Πραξ.15,28]), ἕπεται ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ οἱ ἀποφάσεις αὐτὲς νὰ εἶναι προαποφασισμένες ἐκτὸς τῆς Συνόδου. Τὸ προαποφασίζειν ἀποτελεῖ οὐσιαστικὰ κατάλυση τοῦ Συνοδικοῦ Συστήματος καὶ ἐμπαιγμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Οἱ ἐκ τῶν προτέρων ληφθεῖσες ἀποφάσεις δὲν ἐπιτρέπουν καὶ δὲν ἀφήνουν κανένα περιθώριο νὰ ὁμιλήσει τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι περιττὸ μάλιστα νὰ λεχθεῖ ὅτι τέτοιου εἴδους ἀνθρώπινες μεθοδεύσεις εἶναι τελείως ξένες πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Εἶναι ἐπίσης αὐτονόητο ὅτι οἱ συζητήσεις πρέπει νὰ διεξάγονται μὲ μοναδικὸ γνώμονα καὶ κριτήριο τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἔτσι ὥστε καὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου νὰ ἕπονται καὶ νὰ συμφωνοῦν πλήρως μὲ τὶς  προγενέστερες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, μὲ τὴν πίστη δηλαδὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν θα πρέπει νὰ ἐπηρεάζονται ἀπὸ πολιτικοὺς παράγοντες, οὔτε νὰ δεσμεύονται ἀπὸ πολιτικὲς, ἢ ἄλλες σκοπιμότητες, οὔτε καὶ νὰ περιορίζονται ἐν ὀνόματι τοῦ χρόνου. Ὅπως διακηρύττουν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ἀσπασίως τοὺς θείους Κανόνας ἐνστερνιζόμεθα καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἐξ ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν τοπικῶν συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν. Ἐξ ἑνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα. Καὶ οὓς μὲν τῷ ἀναθέματι παραπέμπουσι, καὶ ἡμεῖς ἀναθεματίζομεν, οὓς δὲ τῇ καθαιρέσει καὶ ἡμεῖς καθαιροῦμεν, οὓς δὲ τῷ ἀφορισμῷ καὶ ἡμεῖς ἀφορίζομεν, οὓς δὲ τῷ ἐπιτιμίῳ παραδιδόασι καὶ ἡμεῖς ὡσαύτως ὑποβάλλομεν»[9].  

Ὁ δὲ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς σὲ πλήρη συμφωνία μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς παρατηρεῖ: «ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν».[10]  Τέλος γιὰ νὰ θεωρηθεῖ μιὰ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὄντως Ὀρθόδοξος, θὰ πρέπει οἱ ἀποφάσεις της νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ἱεράρχες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλο τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα. Ὅπως ἔχει εὐστόχως παρατηρηθεῖ: «Ὅσον ἀφορᾷ δὲ τὴν διοίκησιν καὶ τὴν διδασκαλίαν, ἡ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ εἶναι θεμελιώδης ἐφ’ ὅσον οὗτος, χαρισματοῦχος ὢν καὶ διδακτὸς Θεοῦ, ἀποτελεῖ μετὰ τοῦ κλήρου τὴν ἀγρυπνοῦσαν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις μαρτυρεῖ (κρίνει, διακρίνει, ἐγκρίνει καὶ ἀποδέχεται, ἢ κατακρίνει καὶ ἀπορρίπτει) τὴν διδασκαλίαν καὶ τὰς πράξεις τῆς Ἱεραρχίας, ὡς ἀπεφάνθησαν καὶ οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἐν τῇ Ἐγκυκλίῳ αὐτῶν τῆς 6ης Μαΐου 1848, “ὁ φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τουτέστιν ὁ λαὸς αὐτός ἐστι”»[11].

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Ἑρμηνεία στὸν 149ον  Ψαλμό, PG 55,493.
[2] PG 26,1032B.  Ἐδῶ ὁ ἅγιος Πατὴρ ἀναφέρει μόνο τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ  Σύνοδο, ἐπειδή οἱ ἄλλες δέν εἶχαν συγκληθεῖ  ἀκόμη.
[3] Νικοδήμου Ἁγιορείτου,  Πηδάλιον, Ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη   1991, σελ. ιστ΄.
[4] Κατὰ τὸν κ. Παναγιώτη Μπούμη, Καθηγητὴ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τοῦ  Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν: «Θὰ μποροῦσε νὰ παρατηρήσει κανεὶς ἐξ’ ἀρχῆς, ὅτι κανόνες-νόμοι συγκλήσεως μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου δὲν ὑπάρχουν. Ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐκπροσωπεῑ τὸν θεανθρώπινο ὀργανισμό, τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ εἶναι ἡ νομοθετοῦσα,   αὐτὴ νομοθετεῖ  καὶ ὁρίζει τὴν πορεία τῶν ἐπὶ μέρους μελῶν αὐτῆς .…. Ἡ  ἴδια ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑπόκειται σὲ νόμο, εἶναι ἁγία καὶ δικαία [‘δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται’ Α΄ Τιμ.1,9 εξ.]». (Βλ. Παναγιώτη Μπούμη, Κανονικὸν Δίκαιον,  Ἐκδ. Γρηγόρη, Γ΄   Ἔκδοση, Ἀθήνα 2000, σελ. 179). Ὡστόσο ὁ καθηγητὴς θεωρεῖ ἀναγκαῖο νὰ παραθέσει καὶ αὐτὸς κάποιους κανόνες- νόμους, ἐξωτερικοὺς καὶ ἐσωτερικούς, ἀρυόμενος αὐτοὺς προφανῶς ἀπὸ τὴν Κανονικὴ καὶ Πατερική μας Παράδοση, τοὺς ὁποίους θεωρεῖ ὡς ἀπαραίτητους γιὰ τὴ γνησιότητα μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
[5] Νικοδήμου Ἁγιορείτου,  Πηδάλιον, ……ο.π. σελ. 118.
[6] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον,……ὅ,π. σελ. 118.
[7] Μεγάλου Ἀθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260.
[8] Μεγάλου Ἀθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260.
[9] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον,……ὅ,π. σελ.. 322.
[10] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Περὶ τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ  αὐτοῦ ἐξορίᾳ 12,  PG 90, 148.
[11] Ἀρχ. Γεωργίου Καψάνη, πρώην καθηγ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου  Ἁγίου Ὄρους, Ἡ Ποιμαντικὴ Διακονία κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, Ἐκδ.  Ἄθως, Πειραιεύς 1976, σελ. 110. 

No comments:

Post a Comment