Sunday, March 20, 2011

Ο "ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ" ΤΟΥ ΥΨΗΛΑΝΤΗ












ΟΙ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821


Του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιερόθεου

========


Γ΄ΜΕΡΟΣ

__________


2. Ο «αφορισμός» του Αλεξάνδρου Υψηλάντη

Το δεύτερο βιβλίο του Πέτρου Γεωργαντζή φέρει τον τίτλο Ο "αφορισμός" του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, (σελ. 310), και ασχολείται με τον «αφορισμό» που εξέδωσε το Πατριαρχείο, για τον οποίον υπάρχουν μερικοί που κατηγορούν τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄.

Το σημαντικό αυτό βιβλίο διαιρείται σε δύο μέρη. Το πρώτο έχει τίτλο: «ιστορική διερεύνηση του "αφορισμού" του Μαρτίου 1821», και το δεύτερο μέρος τιτλοφορείται «εκκλησιαστικο-κανονική διερεύνηση του "αφορισμού"».

Στα δύο αυτά μέρη του βιβλίου υπάρχουν διάφορα κεφάλαια, τα οποία δίνουν πολλές πληροφορίες και προσφέρουν πολύτιμο υλικό για την κατανόηση αυτού του γεγονότος. Εκεῖνο που πρέπει να παρατηρηθή είναι ότι ο συγγραφεύς του αξιόλογου αυτού βιβλίου θέτει πάντοτε την λέξη «αφορισμός» μέσα σε εισαγωγικά, γιατί δεν αποδέχεται ότι το κείμενο που εξεδόθη ήταν αφοριστικό, για τους λόγους που θα εκτεθούν εν συντομία.

Στο βιβλίο αυτό δίνονται πάρα πολλά στοιχεία γύρω από τα ιστορικά δεδομένα τα οποία οδήγησαν στην έκδοση αυτού του «αφορισμού». Είναι δε απαραίτητο να διερευνώνται τα δεδομένα αυτά, γιατί διαφορετικά δεν μπορεί κανείς να ερμηνεύση παρόμοια φαινόμενα και γεγονότα.

Είναι χαρακτηριστικοί οι τίτλοι των κεφαλαίων του πρώτου μέρους, ήτοι: «χαρακτηρισμός του "αφορισμού"», «πρώτες διερευνήσεις περί του "αφορισμού"», «συνθήκες γραφής του "αφορισμού"», «συγγραφέας του "αφορισμού"», «οι δοκιμασίες των Αρχιερέων προ του "αφορισμού"», «οι αποδέκτες των κειμένων», «χρόνος υπογραφής του "αφορισμού"», «γιατί έγιναν δύο "αφοριστικά" κείμενα», «κομιστές των κειμένων», «η τύχη και η συμπεριφορά των Συνοδικών μετά τον "αφορισμό"», «οι Συνοδικοί αρχιερείς και η Φιλική Εταιρεία».

Και μόνον οι τίτλοι των κεφαλαίων δείχνουν την σπουδαιότητα του βιβλίου και των επί μέρους αναλύσεων. Θα ήθελα όμως να δούμε, έστω σύντομα, μερικά από τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία που συνδέονται με τον «αφορισμό», και τα οποία δείχνουν τα πραγματικά δεδομένα κάτω από τα οποία εγράφη και υπεγράφη ο «αφορισμός».

Το πρώτο σημείο είναι ότι ο «αφορισμός» δεν ήταν αποτέλεσμα της βουλήσεως του Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄, ούτε καν των Συνοδικών Αρχιερέων, αλλά ήταν απόφαση μιας μεγάλης Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως, που αποτελείτο από 72 εγκρίτους Ρωμηούς της Πόλης, εκ των οποίων οι 49 ήταν λαϊκοί και οι 23 Κληρικοί - Αρχιερείς.

Στην Κληρικολαϊκή αυτή σύναξη αποφασίστηκε, οι μεν λαϊκοί να υποβάλλουν αναφορά αποκηρύξεως της επαναστάσεως και δήλωση υποταγής, οι δε Κληρικοί να συνθέσουν την πράξη του αφορισμού που τους ζητήθηκε από την Υψηλή Πυλη, και αυτό, βέβαια, για να καθησυχάσουν τους Τούρκους, επειδή οι συνθήκες ήταν τραγικές για τους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως, που απειλούντο με σφαγή.

Στους 49 λαϊκούς που ήταν παρόντες, συμμετείχαν ο πρώην ηγεμόνας της Βλαχίας, ο μεγάλος διερμηνέας της Πυλης, ο διερμηνέας του στόλου, όλοι οι έγκριτοι «πολιτικοί», δηλαδή «επίτροποι του κοινού», οι Ελληνες μεγαλέμποροι της Πόλεως, οι αρχιτεχνίτες, οι προϊστάμενοι των συντεχνιών κλπ. Και στους 23 Κληρικούς συγκαταλέγονται 2 Πατριάρχες και 21 Αρχιερεῖς.

Ολοι αυτοί βρίσκονταν κάτω από ασφυκτική πίεση, ζούσαν το δράμα του Ελληνισμού της Πόλης και έπρεπε να πάρουν μια απόφαση για να διασώσουν τους Ρωμηούς της Πόλης από βέβαιη σφαγή.

Το δεύτερο σημείο είναι ότι η Πατριαρχική Συνοδος ανέλαβε το χρέος να συντάξη ένα «αφοριστικό» κείμενο, με τρόπο όμως που να μην προκαλέση κακό στο Εθνος. Αυτό επιτεύχθηκε με πολλούς τρόπους.

Κατ ἀρχάς κωλυσιεργούσαν οι Πατριαρχικοί στην σύνταξη του «αφοριστικού» εγγράφου. Η κήρυξη της Επαναστάσεως έγινε από τον Υψηλάντη στο Ιάσιο της Μολδαβίας την 24η Φεβρουαρίου 1821.

Το πρώτο «αφοριστικό» έγγραφο έγινε μετά από ένα μήνα, ήτοι την 23η Μαρτίου 1821, και, βέβαια, έφθασε στον προορισμό του μετά από λίγες ημέρες, όταν η Επανάσταση άρχισε στην Πελοπόννησο.

Επειτα χρειάστηκε να γίνουν δύο «αφοριστικά» έγγραφα, και αυτό ήταν μέσα στον διπλωματικό τρόπο με τον οποίον ενεργούσαν οι Πατριαρχικοί. Το πρώτο εστάλη σε όλους τους Αρχιερείς (23 Μαρτίου) και ήταν γραμμένο κατά τέτοιον τρόπο που δεν μπορεί να χαρακτηρισθή αφορισμός «εφ όσον δεν είχε ούτε καν τις τυπικά συνηθισμένες αφοριστικές εκφράσεις», και το δεύτερο εγράφη μετά από 4 ημέρες, ήτοι την 27η Μαρτίου, όταν οι Τούρκοι κατάλαβαν την πλεκτάνη και την απάτη, και στην ουσία απεστάλη μόνο σε έναν Μητροπολίτη, τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας. Με αυτόν τον τρόπο και τα δύο αυτά «αφοριστικά» κείμενα δεν εξετέλεσαν τον προορισμό τους.

Το τρίτο σημείο είναι ότι οι Πατριαρχικοί πλήρωσαν πολύ ακριβά την ενέργειά τους αυτή, ακριβώς γιατί ακόμη και αυτοί οι Τούρκοι αντελήφθησαν την πλεκτάνη τους. Από τους 23 Αρχιερεῖς που υπέγραψαν το «αφοριστικό» κείμενο, το ένα τρίτο (1/3), συμπεριλαμβανομένου και του Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε , πλήρωσαν με την ζωη τους την «απιστία» τους προς τον Σουλτάνο, το άλλο 1/3 δοκιμάστηκε σκληρά με φυλακίσεις, εξορίες και περιορισμούς.

Επίσης, πρέπει να σημειωθή ότι το 1/5 από τους Συνοδικούς Αρχιερείς έλαβε μέρος στην Επανάσταση. Ακόμη είναι σημαντικό να λεχθή ότι το 1/3 των Συνοδικών Αρχιερέων ήταν «πλεγμένοι στις μηχανορραφίες» της Φιλικής Εταιρείας, καίτοι στα «αφοριστικά» κείμενα γράφουν ότι πρώτη φορά λάμβαναν γνώση για την σύσταση και τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας.

Χάρη της ιστορίας πρέπει να αναφερθή ότι το πρώτο «αφοριστικό» κείμενο, την λεγομένη «απανταχούσα», υπέγραψε και ο τότε ευρισκόμενος στην Πόλη Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αρτης Ανθιμος.

Ομως και εκείνος, όπως και άλλοι, όταν επέστρεψαν στις Επαρχίες τους, εξεδήλωσαν τα πραγματικά τους αισθήματα και αναδείχθηκαν μεγάλοι αγωνιστές.

Οι Τούρκοι συνέλαβαν τον Ναυπάκτου και Αρτης Ανθιμο, επειδή τον θεώρησαν «συνένοχο και κύριο υπεύθυνο της εξεγέρσεως των Ρουμελιωτών κατά της σουλτανικής αυτοκρατορίας» και χωρίς δίκη και απολογία τον έκλεισαν στις φυλακές του Φρουρίου της Αρτας, «όπου βασάνους πολλάς και τυραννίας υπέμεινεν γενναίως και καθείρξεις παρά των Οθωμανών, εμπαιγμούς τε και κολαφισμούς και πλείστα άλλα δεινά».

Μετά την απελευθέρωσή του, συνελήφθηκε εκ νέου και εξορίστηκε στα Μετέωρα και, όταν αργότερα το 1825 ελευθερώθηκε, κατέφυγε στην Ν. Ελλάδα, για να συμμετάσχη ενεργά στις μετέπειτα φάσεις του αγώνα. Ονομάστηκε μάλιστα για όλα αυτά τα βασανιστήρια που πέρασε «πολύαθλος».

Είναι σημαντικό το βιβλίο αυτό, γιατί δείχνει τις θυσίες στις οποίες υποβλήθηκε το έθνος ολόκληρο για να επιτευχθή η ελευθερία, καθώς επίσης και τις θυσίες και την διπλωματικότητα που επεδείκνυε το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Άλλοτε αντιμετώπιζε με επιτυχία τα ρεύματα του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού, ο οποίος στρεφόταν εναντίον της Ορθοδόξου Παραδόσεως, και άλλοτε αντιμετώπιζε με διακριτικότητα και ωριμότητα την βαρβαρότητα των Οθωμανῶν.

Η σημαντικότερη συμβολή του κ. Πετρου Γεωργαντζή στο θέμα αυτό είναι ότι με ισχυρά κανονικά επιχειρήματα αποδεικνύει ότι το λεγόμενο «αφοριστικό» αυτό κείμενο, από πλευράς κανονικότητος, δεν μπορεί να ονομασθή αφορισμός, και μάλιστα αυτό έγινε εν γνώσει του συντάκτου του κειμένου και των υπογραψάντων αυτό.

Πολλά επιχειρήματα χρησιμοποιεί για να στηρίξη την άποψη ότι ο «αφορισμός» δεν εξεδόθη με τις απαραίτητες κανονικές προϋποθέσεις. Επίσης, σημειώνεται ότι για να είναι ο αφορισμός «ενεργεία» και «τελεστός», θα πρέπει το κείμενό του «να είναι οπωσδήποτε διατυπωμένο σε έγκλιση οριστική απλή και όχι δυνητική η ευχετική, χρόνο δε ενεστώτα παροντικό η άχρονο και όχι αποπειρατικό, και σε β΄ πρόσωπο».

Το «αφοριστικό» κείμενο για τον Υψηλάντη δεν είχε όλες αυτές τις προϋποθέσεις.

Εκτός του ότι δεν εξεδόθη με τις απαραίτητες κανονικές προϋποθέσεις, συγχρόνως το πρώτο κείμενο του «αφορισμού» είναι διατυπωμένο σε έγκλιση ευχετική ευκτική («αφωρισμένοι υπάρχειεν»), στο δε δεύτερο «αφοριστικό» κείμενο από τους 12 ρηματικούς τύπους, οι 8 είναι σε έγκλιση ευχετική ευκτική, οι 3 σε έγκλιση προστακτική και μόνο 1 σε έγκλιση οριστική, αλλά και σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι διατυπωμένο σε δεύτερο πρόσωπο ενικού η πληθυντικού αριθμού.

Διαβάζοντας κανείς τα δύο αυτά βιβλία, διαπιστώνει ότι η μελέτη της ιστορίας απαιτεί σοβαρότητα, υπευθυνότητα, γνώση όλου του αρχειακού υλικού, και προ παντός αποδέσμευση από την τυραννία των διαφόρων ιδεολογικών αντιλήψεων.

Επίσης, στενοχωρείται για τον τρόπο με τον οποίον αναλύουν τα θέματα αυτά άνθρωποι που είναι προκατειλημμένοι, όπως γίνεται, δυστυχώς, πρόσφατα. Επικαλούνται την έρευνα, αλλά δυστυχώς η «έρευνα» είναι επιλεκτική.


ΠΗΓΗ:


Εκκλησαστικό Πρακτορείο Ειδήσεων “Ρομφαία”


No comments:

Post a Comment