ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ
ΣΥΝΘΕΣΗ « ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΜΟΥ »
Της Ρούλας Σταύρου - Ιωαννίδου
=========
(1)
Από πού ξεκινά
κι από πού μπαίνει στην καρδιά μας
ο δρόμος σου, νησί μου;
Όσο πιότερο χαμηλώνει
πάνω απ' τη μνήμη
τόσο αδυσώπητα βαραίνει τη σκέψη μου·
γίνεται μακρινός
κι ατέλειωτος.
Γνώριμος όμως.
Με τις πέτρες της Σαλαμίνας
και το καράβι του Τεύκρου
να φέρνει από μακριά
την ιστορία του.
Με το κάστρο της Κερύνειας
να φλογίζεται
να πυρώνεται
να μάχεται
με Φράγκους κι Ενετούς
κι ενάντια στον Τούρκο απανωτά.
Κι οι πολεμίστρες του ανοιχτές
σαν τα μεγάλα μάτια της Ιστορίας
που επαγρυπνούν,
που γρηγορούν,
που δεν κοιμούνται.
Τούτος ο δρόμος από παντού μ' αρχινά
κι από παντού
μπαίνει στην καρδιά μου.
Έχω τα χρόνια του.
Έχει τα χρόνια μου.
(2)
Με το σίδερο
έκοψαν τη μέρα στα δυο.
Με τ' άδικο
έκοψαν την Κύπρο στα δυο.
Εκείνη δε μίλησε.
Έσταξε μόνο καυτές σταγόνες
από αίμα σκοτωμένου παλικαριού
και κράτησε το κεφάλι
στις απαλάμες.
Κι ο ήλιος απαράτησε τον ουρανό
κι έσκυψε να της δέσει την πληγή
μ' ένα γλυκόλαλο τραγούδι
που μίλαγε για Λευτεριά.
Κι ο Τεύκρος
κι ο Κίμωνας
κι ο Ευαγόρας
σμίξαν τους αιώνες τους
μες στα δεμένα φρύδια τους
και κάθονται και συλλογιούνται
τα περασμένα
και τα μελλούμενα.
Ανηφορίζουν τη ματιά
στον Πενταδάκτυλο
και σφίγγουν τη γροθιά.
(3)
Με τέτοιον Ιούλη
και τέτοιον Αύγουστο στην πλάτη
δεν την πιάνει ύπνος
τη Λευκωσία.
Σκυφτή και ξυπόλυτη τις νύχτες
φορώντας τη φαρδιά πουκαμίσα της
περιδιαβάζει τις γειτονιές και τα στενά της.
Περνά τις αυλόπορτες κλεφτά
κι έπειτα στέκεται και κρυφοκοιτάζει
απ' τις χαραμάδες των παραθυριών
μετρώντας πίκρα την πίκρα
δάκρυ το δάκρυ
τις μάνες
που πρέπει να βάλουν στο τραπέζι
ένα πιάτο λιγότερο
ένα ποτήρι λιγότερο.
Ένα πιάτο...
Ένα ποτήρι...
Μια καρέκλα...
Μια καρέκλα λιγότερη δε γίνεται.
Οι καρέκλες μένουν εκεί
άδειες απ' τη ζέστα του κορμιού
που τις γέμιζε.
Μια θέση άδεια, Λευκωσία μου,
ένα παλιό σφύριγμα σε κάποιο σου προάστιο
ένα γνώριμο χαμόγελο της οδού Λήδρας
ένας πατέρας
ένας γιος
ένα παιδί της Λευκωσίας.
(4)
Το φως του φεγγαριού
κάνει κύκλους πάνω απ' τα δέντρα
ψάχνει ακούραστο κι αδάκρυτο
τους αγνοούμενους σου
ξεδιπλώνοντας τους στοχασμούς του
ένα-ένα
διηθώντας τις αναμνήσεις του
μια-μια
σκορπίζοντας το χλωμό του βάλσαμο
απ' τη μιαν άκρη ως την άλλη σου,
Νησί μου,
να γαληνέψει τις πληγές σου.
Πάνε κι έρχονται
τα βράδια του
απ' τις πορτοκαλιές της Μόρφου
ως τις θάλασσες της Αμμόχωστος
κι ακόμα
ως τα ερημικά μοναστήρια της Καρπασίας
με τα ορφανεμένα καμπαναριά.
Πάνε κι έρχονται,
κι ύστερα πάλι ξανασμίγουν.
Πιάνονται χέρι-χέρι
και στήνουνε χορό
γύρω απ' τον Πενταδάκτυλο
τραγουδώντας ένα τραγούδι από γαλαζόπετρα
που το βάφτισαν Λευτεριά.
(5)
Πόσος καιρός
βαραίνει τούτη την ώρα!
Σκύβει κι αναστενάζει
πάνω απ' το κύμα
που αρνιέται να τουρκέψει
που αρνιέται επίμονα να τουρκέψει.
Έχει αποκλείσει
κάθε ενδεχόμενο χωρισμού
κάθε πιθανότητα άρνησης
κάθε υποψία φυγής.
Βαρωσιώτικο το λεν
ή Κερυνιώτικο το τραγουδούν,
ό,τι και να το πεις, Ελληνικό.
ΠΗΓΗ:
The land of Gods
No comments:
Post a Comment