Η ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ
Της “Σύναξης κληρικών, μοναχών και λαικών”
====
ΜΕΡΟΣ Α΄
______
Μέ θλίψη γίναμε ὅλοι μάρτυρες τῶν διαδραματισθέντων πρό ὀλίγων μηνῶν στήν Ἁγία Γῆ. Μεταξύ τῶν ἄλλων, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος διατύπωσε στό πλαίσιο τῆς συναντήσεώς του μέ τόν Πάπα Φραγκῖσκο στά Ἱεροσόλυμα στίς 25 Μαΐου τρ.ἔ. μία καινοφανῆ καί ἐντελῶς ξένη πρός τήν Ὀρθοδοξία ἐκκλησιολογία· ὡς ἡ χειρότερη ἔκφανση καί τό ἀποκορύφωμα μιᾶς παρεκκλίνουσας ἐκκλησιολογικῆς πορείας πού ἔχει ἐκκινήσει ἤδη ἀπό πολλοῦ, ἡ νέα αὐτή ἐκκλησιολογία, ἀπορρίπτει τό ἀκατάλυτον καί ἄφθαρτον τῆς Ἐκκλησίας, ἄν καί Αὐτή, κατά τούς ἁγίους Πατέρες, εἶναι «ὁ Θεάνθρωπος Χριστός παρατεινόμενος εἰς ὅλους τούς αἰῶνας καί εἰς ὅλην τήν αἰωνιότητα. Διά τοῦτο ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει “σπίλον ἤ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων”»[1] . Ἀντιθέτως, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Πατριάρχου, ἡ Ἐκκλησία, παρά τό θέλημα τοῦ Παντοδυνάμου Χριστοῦ, ἔχει διασπασθεῖ.
1. Διατυπώσεις τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς «διεσπασμένης ἐκκλησίας»
«Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπό τοῦ ἐν “ἀρχῇ Λόγου”, τοῦ “ὄντος πρός τόν Θεόν”, καί “Θεοῦ ὄντος” Λόγου, κατά τόν εὐαγγελιστήν τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς κατά τήν ἐπί γῆς στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, διεσπάσθη ἐν χρόνῳ. Οὕτω διεμορφώθησαν καταστάσεις καί ὁμάδες ποικίλαι, ἐκ τῶν ὁποίων ἑκάστη διεκδικεῖ “αὐθεντίαν” καί “ἀλήθειαν”. Ἡ Ἀλήθεια ὅμως εἶναι Μία, ὁ Χριστός, καί ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπ᾿ Αὐτοῦ Μία Ἐκκλησία».
«Ἀτυχῶς, ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος παράγων, καί διά τῆς συσσωρεύσεως προσθηκῶν “θεολογικῶν”, “πρακτικῶν” καί “κοινωνικῶν” αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι ὡδήγηθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν, ἐξελιχθεῖσαν ἐνίοτε εἰς ἐχθρικήν πολεμικήν» [2].
Ἡ θέση αὐτή δέν εἶναι παντελῶς νέα· ἤδη πολύ ἐνωρίς ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης εἶχε ἐκφράσει τήν ἄποψή του ὑπέρ τῆς ἰσότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ:
«Μιά κοινή μυστηριακή κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀναδυθεῖ, διατηρηθεῖ καί μεταδοθεῖ διαχρονικῶς ἀπό τήν ἀποστολική διαδοχή [...] ἡ Μεικτή Ἐπιτροπή ἔχει δυνηθεῖ νά διακηρύξει, ὅτι οἱ Ἐκκλησίες μας ἀναγνωρίζουν ἡ μία τήν ἄλλη ὡς Ἀδελφές Ἐκκλησίες, ἀπό κοινοῦ ὑπεύθυνες γιά τή διαφύλαξη τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, μέ πιστότητα πρός τό θεῖο σχέδιο, καί μέ ἕναν τελείως ἰδιαίτερο τρόπο ὅσον ἀφορᾷ στήν ἑνότητα [...] Μέ αὐτήν τήν προοπτική παρακινοῦμε τούς πιστούς μας, Καθολικούς καί Ὀρθοδόξους, νά ἐνισχύσουν τό πνεῦμα τῆς ἀδελφοσύνης, τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό τό ἕνα Βάπτισμα καί ἀπό τή συμμετοχή στή μυστηριακή ζωή»[3].
«Διά τήν συνειδητοποίησιν τῶν ἐπιβλαβῶν στοιχείων τῆς παλαιᾶς ζύμης, ἥτις ἀποτελεῖ προϋπόθεσιν τῆς ἀληθοῦς καί σῳζούσης μετανοίας, ὠφελιμότατος εἶναι ὁ διάλογος [...] Ἐφ’ ὅσον δηλονότι μία Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι ἄλλη τις Ἐκκλησία εἶναι ταμιοῦχος τῆς θείας χάριτος καί ἀρχηγός τῆς σωτηρίας, ἀποκλείεται, ὡς ἀντιφάσκουσα εἰς τήν παραδοχήν ταύτην, ἡ προσπάθεια ἀποσπάσεως πιστῶν ἀπό τῆς μιᾶς καί προσαρτήσεως αὐτῶν εἰς τήν ἑτέραν. Διότι ἑκάστη τοπική Ἐκκλησία δέν εἶναι ἀνταγωνίστρια τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ΄ ἕν σῶμα μετ’ αὐτῶν καί ἐπιθυμεῖ τήν βίωσιν τῆς ἑνότητος αὐτῆς ἐν Χριστῷ, τήν ἀποκατάστασιν δηλονότι αὐτῆς, διαταραχθείσης κατά τό παρελθόν, καί ὄχι τήν ἀπορρόφησιιν τῆς ἄλλης»[4].
Ἡ παράδοξη αὐτή διεύρυνση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἄφησε ἐκτός τοῦ περιβόλου της τούς αἱρετικούς Προτεστάντες· περί τῆς 9ης Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας (Φεβρουάριος 2006), ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἐδήλωσε τό ἔτος 2008:
«Ἀπηλλαγμένοι λοιπόν τῶν ἀγκυλώσεων τοῦ παρελθόντος καί ἀποφασισμένοι νά παραμείνωμεν ἡνωμένοι καί νά ἐργασθῶμεν ἀπό κοινοῦ, ἐθέσαμεν, πρό δύο ἐτῶν, κατά τήν διάρκειαν τῆς Θ’ Συνελεύσεως ἐν Porto Alegre Βραζιλίας, τάς βάσεις μιᾶς νέας περιόδου εἰς τήν ζωήν τοῦ Συμβουλίου»[5]
Πρός κοινή ἔκπληξη, τό τελικό κείμενο τῆς Συνελεύσεως ἐκείνης διακηρύσσει περί τῶν «ἐκκλησιῶν» τοῦ Π.Σ.Ε.:
«Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ἡ ὁλότητά της. Κάθε ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν καθολικότητά της ὅταν εἶναι σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες ἐκκλησίες [...] Ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλο εἴμαστε πτωχευμένοι»[6].
Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης (Ζηζιούλας), θεολογικός σύμβουλος τοῦ Πατριάρχου, ἐπίσης θεωρεῖ ὡς ἐντός «ἐκκλησίας» ὅσες (δι)αιρέσεις καί σχίσματα ἐφαρμόζουν ἕνα ὁποιοδήποτε «βάπτισμα»:
«Τό βάπτισμα δημιουργεῖ ἕνα ὅριο στήν Ἐκκλησία. Τώρα μέ αὐτό τό βαπτιστικό ὅριο εἶναι κατανοητό νά ὑπάρξει διαίρεση, ἀλλά ὁποιαδήποτε διαίρεση μέσα σέ αὐτά τά ὅρια δέν εἶναι τό ἴδιο μέ τήν διαίρεση πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτῶν πού βρίσκονται ἔξω ἀπό αὐτό τό βαπτιστικό ὅριο [...] Ἐντός τοῦ βαπτίσματος, ἀκόμη καί ἄν ὑπάρχει μία διάσπαση, μία διαίρεση, ἕνα σχίσμα, ἀκόμη μπορεῖς νά μιλᾶς γιά Ἐκκλησία»[7].
Διευρύνοντας αὐθαιρέτως τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ὁ κ. Ἰωάννης περιόρισε τό ἐπ’ αὐτῷ καί τό πεδίο τῶν αἱρέσεων· κατ’ αὐτόν «ἐκκλησιαστικοποιεῖται» κάθε αἵρεση ἡ ὁποία δέν ἀντιπίπτει ἐκπεφρασμένως στό Σύμβολον τῆς Πίστεως, ὅπως δηλαδή ὁ Μονοφυσιτισμός-Μονοθελητισμός (τῶν λεγομένων «προχαλκηδονίων»), ἡ Εἰκονομαχία, ὁ ἀντι-ησυχασμός, ὁ ἐθνοφυλετισμός κ.λπ.:
«Ἡ αἵρεση, δηλαδή ἡ ἀπόκλιση ἀπό αὐτό πού πιστεύει καί ὁμολογεῖ μέ τό Σύμβολο τῆς πίστεώς της ἡ Ἐκκλησία, ὁδηγεῖ αὐτομάτως ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Τό πρόβλημα ὅμως ἀρχίζει ἀπό τή στιγμή πού ἡ ὀπτική αὐτή γωνία ἀπολυτοποιεῖται [...]»[8].
Ὅλα τά παραπάνω φαίνονται ὡς προβολή καί προέκταση τῆς παλαιᾶς προτάσεως τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, μέντορος τῶν μετά ταῦτα πρωτεργατῶν τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ:
«Εἰς τήν κίνησιν πρός ἕνωσιν, δέν πρόκειται ἡ μία Ἐκκλησία νά βαδίσῃ πρός τήν ἄλλην, ἀλλ’ ὅλαι ὁμοῦ νά ἐπανιδρύσωμεν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἐν συνυπάρξει εἰς τήν Ἀνατολήν καί τήν Δύσιν, ὅπως ἐζῶμεν μέχρι τοῦ 1054, παρά καί τάς τότε ὑφισταμένας θεολογικάς διαφοράς»[9].
(Συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
_____________
[1] ΑΓ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος· μελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1987, σελ.182 (Κεφάλαια Ἐκκλησιολογικά, §33). Βλ. καί Ἐφ. 5, 27.
[2]. «Οικουμενικός Πατριάρχης προς Πατριάρχη Ιεροσολύμων: Αμφότεροι φυλάσσσομεν πνευματικάς καί κυριαρχικάς Θερμοπύλας», Amen.gr (24 Μαϊ 2014) http://www.amen.gr/article18151 (παράγραφος §4).
[3]. «Common Declaration Signed in the Vatican by Pope John Paul II and Patriarch Bartholomew I, June 29, 1995», EWTN Global Catholic Network, http://www.ewtn.com/library/PAPALDOC/BARTHDEC.HTM. Βλ. καί Ἐπίσκεψις 520 (31-7-1995) 20.
[4]. Προσφώνησις πρός τήν παπικήν ἀντιπροσωπείαν ὑπό τόν Καρδινάλιο William Keeler, κατά τήν Θρονική Ἑορτή τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως (1998) ἐν Ἐπίσκεψις, ἔτος 29ον, ἀρ. 563 (31-11-1998).
[5]. «Ὁμιλία ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς ἑξηκοστῆς ἐπετείου ἀπό τῆς ἱδρύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» (Καθεδρικός Ναός Ἁγίου Πέτρου Γενεύης, τήν 17ην Φεβρουαρίου 2008) ἐν http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=876&tla=gr
[6]. Μτφρ. ἀπό τό Called to be the One Church, §6 καί 7 ἐν God, in your Grace ... Official Report of the Ninth Assembly of the World Council of Churches, ὑπό Luis N. Rivera-Pagán, WCC Publications, Geneva 2007, σ. 257.
[7]. «Orthodox Ecclesiology and the Ecumenical Movement», Sourozh Diocesan Magazine (Ἀγγλία), τόμ. 21 (Αὔγουστος 1985), σ. 16.
[8]. «Ἐκκλησία καί ἔσχατα», Ἐκκλησία καί Ἐσχατολογία, Ἱ.Μ. Δημητριάδος, Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 2001, σ. 30.
[9]. Πατριαρχικόν Μήνυμα ἐπί τῇ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων 1967, ἐν Α. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ἀπό τήν πορείαν τῆς ἀγάπης: ἡ ἐπίσκεψις τῆς Α.Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμεν. Πατριάρχου Ἀθηναγόρου εἰς Ἀγγλίαν –Νοέμβριος 1967, Ἀθῆναι 1968, σελ. 87.
No comments:
Post a Comment