ΜΙΑ ΚΥΟΦΟΡΟΥΜΕΝΗ ΑΙΡΕΣΗ
Η νηπτική-ησυχαστική παράδοση επικυρώνεται από την Θ΄Οικουμενική Σύνοδο
Του Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιερόθεου
=================
Το σημαντικό είναι ότι η Σύνοδος του έτους 1351 επικύρωσε και τους προηγούμενους συνοδικούς τόμους που αναφέρονται και στον ιερό ησυχασμό, που είναι απαραίτηση προϋπόθεση για την όραση της ακτίστου ενεργείας του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι οι αποφάσεις αυτές δεν αναφέρονται μόνον στην φύση του ακτίστου φωτός, αλλά και στον ιερό ησυχασμό, την απαραίτητη προϋπόθεση οράσεως του ακτίστου Φωτός.
Γράφεται εκεί ότι ο Βαρλαάμ καταφερόταν εναντίον των ιερών Πατέρων, οι οποίοι «δια των εντολών του Θεού κεκαθαρμένοι τας καρδίας» δέχονται μυστικώς και απορρήτως θείες ελλάμψεις, καθώς επίσης καταφερόταν «κατά των καθ’ ησυχίαν ζώντων μοναχών».
Ο Βαρλαάμ εγγράφως διέστρεψε και κατηγόρησε «πολλά και των της ησυχίας εθίμων», και μάλιστα επιτέθηκε και εναντίον της συνηθισμένης προσευχής στους ησυχαστές, αλλά και σε όλους τους Χριστιανούς, στην προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησόν με».
Αναφέρεται μάλιστα στην σχέση μεταξύ ησυχίας, προσευχής και θεωρίας του ακτίστου Φωτός, που είναι αυτή η ίδια η Βασιλεία του Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα: «Μήτηρ γαρ προσευχής η ησυχία.
Προσευχή δε θείας δόξης εμφάνεια. Όταν γαρ τας αισθήσεις μύσωμεν και εαυτοίς και τω Θεώ συγγενώμεθα, και της έξωθεν του κόσμου περιφοράς ελευθερωθέντες εντός εαυτών γενώμεθα, τότε τρανώς εν εαυτοίς την του Θεού βασιλείαν οψόμεθα. "Η βασιλεία γαρ των ουρανών, ήτις εστι Βασιλεία Θεού, εντός ημών εστιν", Ιησούς ο Θεός επεφθέγξατο».
Οπότε, γίνεται φανερό ότι η όραση της Βασιλείας του Θεού και η εσχατολογική βίωση από την ζωή αυτή συνδέεται άρρηκτα με τον ησυχασμό. Ο ησυχασμός δεν είναι κάτι που ήλθε στην ζωή της Εκκλησίας μεταγενέστερα, κατά επίδραση των νεοπλατωνικών και δήθεν παρέκαμψε την εκκλησιολογία της πρώτης Εκκλησίας που στηριζόταν στην θεία Ευχαριστία και την αίσθηση της Βασιλείας του Θεού, αλλά είναι η προϋπόθεση της θέας του ακτίστου Φωτός, όπως σαφώς κατοχύρωσε και η «θεία και ιερά Σύνοδος» του 1351.
Ο Βαρλαάμ αντί να ακολουθή την διδασκαλία των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων, στηριζόταν περισσότερο στην φιλοσοφία, θεωρώντας το Φως της θεότητος που έλλαμψε στο όρος Θαβώρ ότι δεν ήταν απρόσιτον και κατά αλήθεια Φως θεότητος ούτε ήταν ιερώτερο και θειότερο των αγγέλων, «αλλά και χείρον και κατώτερον και αυτής της ημετέρας νοήσεως». Δηλαδή, ο Βαρλαάμ θεωρούσε ότι «πάντα τα τε νοήματα και νοούμενα σεμνότερά εστι του φωτός εκείνου».
Τέταρτον, τεκμηριώνει όλη αυτήν την θεολογία στα κείμενα της Αγίας Γραφής –Παλαιάς και Καινής– στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, όπως του Μ. Αθανασίου, του Μ. Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του αγίου Διαδόχου του Φωτικής, του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του αγίου Ανδρέου Κρήτης κ.α.
Τα αποσπάσματα των αγίων Αποστόλων και των αγίων Πατέρων αναφέρονται στην ιερά ησυχία, την νοερά καρδιακή προσευχή, την νήψη του νοός, την κάθαρση της καρδιάς, την σύνδεση της ιεράς ησυχίας με τα Μυστήρια της Εκκλησίας, την θεωρία του ακτίστου Φωτός, την μέθεξη της Βασιλείας του Θεού.
Με τον τρόπο αυτόν αποδεικνύεται περίτρανα ότι η μόνη εσχατολογική βίωση της Βασιλείας του Θεού είναι η δια της ιεράς ησυχίας μέθεξη της ακτίστου δόξης του Θεού, της θεωρίας του ακτίστου Φωτός.
Πέμπτον, η Σύνοδος του έτους 1351 επικύρωσε τα δίκαια αναθέματα που επεβλήθησαν στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνον από τις προηγούμενες συνόδους, αφού δεν μετενόησαν, στους δε «ομόφρονάς» τους «και απλώς όσοι της συμμορίας αυτών», τους τιμώρησε «ως αποκηρύκτους τε και αποβλήτους της καθολικής και αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας», εάν δεν μεταμεληθούν.
(Συνεχίζεται)
ΠΗΓΗ:
Εκκλησιαστικό Πρακτορείο Ειδήσεων “Ρομφαία”
No comments:
Post a Comment