Friday, May 27, 2016

«ΑΠΟ ΤΗΝ Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΗ (1965) ΣΤΗΝ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟ (ΚΡΗΤΗ 2016)» Η΄


«ΑΠΟ ΤΗΝ Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΗ (1965) ΣΤΗΝ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟ (ΚΡΗΤΗ 2016)» 
Η΄

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Πέτρου Χιρς
=====

Μία άλλη χαρακτηριστική κατηγορία ομοιοτήτων μεταξύ των κειμένων της Β΄ Βατικανής και της Πανορθοδόξου είναι στη χρήση διφορούμενης και ασαφούς ορολογίας που αφήνουν περιθώριο για ποικίλες και ετερόκλητες ερμηνείες. 

Η πρακτική αυτή αποτελεί συστατικό γνώρισμα των δογματικών και εκκλησιολογικών κειμένων της Β΄ Βατικανής Συνόδου. Οι πιο γνωστές τέτοιες διφορούμενες φράσεις βρίσκονται στο Δογματικό Σύνταγμα «Lumen Gentium» (LG), δηλαδή στην περί Εκκλησίας δογματική απόφαση της Β΄ Βατικανής, όπου έγινε μία καθοριστική αλλαγή στον ορισμό της Εκκλησίας.

Το LG, προκειμένου να ευθυγραμμιστεί με την θεώρηση των «κεχωρισμένων εκκλησιών», εγκατέλειψε την απόλυτη και αποκλειστική ταύτιση της Εκκλησίας τού Χριστού και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, όπως είχε παραδοσιακὰ καθιερωθεί.10 

Η απλή διατύπωση ότι η Εκκλησία τού Χριστού ταυτίζεται με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, όπως αναφέρεται στις παπικές Εγκυκλίους11 όσο και στις προσυνοδικές εκδοχές τού Συντάγματος, αντικαταστάθηκε με τη δήλωση πως «η Εκκλησία του Χριστού subsistit in – ενυπάρχει στην Καθολική Εκκλησία.»
.
Πρόσφατα, πενήντα χρόνια μετά τη Β΄ Βατικανή σύνοδο, ο υπεύθυνος των οικουμενικών σχέσεων στο Βατικανό, Cardinal W. Kasper, αναγκάσθηκε να δεχθεί ότι «η ερμηνεία του “subsistit in” αποτελεί ‘Desideratum’ [ζητούμενο] και περιλαμβάνει επαμφοτερίζοντα στοιχεία που επιδέχονται διπλή ερμηνεία· είναι ταυτόχρονα inclusive και exclusive [μη αποκλειστική και αποκλειστική]».12

Προφανώς, δεν είναι αβάσιμη η κατηγορία περί διγλωσσίας των Ρωμαιοκαθολικών. Δεν είναι τυχαίο ότι και τα δύο εκκλησιολογικά κείμενα (το περί Εκκλησίας Σύνταγμα και το περί Οικουμενισμού Διάταγμα) της Β΄ Βατικανής Συνόδου αποτελούν και για αυτούς που προωθούν μία αποκλειστική εκκλησιολογία και για αυτούς που στηρίζουν μία περιεκτική εκκλησιολογία σημείο αναφοράς και πυξίδα για τις τοποθετήσεις και τις κατευθύνσεις τους. Όπως ευθέως ομολόγησε οικουμενιστής θεολόγος από την Θεσσαλονίκη: «Χρησιμοποιούνται οι ίδιες πηγές, αλλά συνάγονται εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα».13

Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα άλλο παράδειγμα από το Lumen Gentium: Μολονότι, το Lumen Gentium καθιέρωσε νέα κριτήρια για τη συμμετοχή στην Εκκλησία, ακόμη και μία νέα θεώρηση της ίδιας της Εκκλησίας, ωστόσο δεν απέρριψε και την παραδοσιακὴ θεώρηση της ενότητας της Εκκλησίας· απλώς δεν την εφαρμόζει πλέον στους μη-Ρωμαιοκαθολικούς. Οι δύο θεωρήσεις αλληλοδιαδέχονται η μία την άλλη. 

Επομένως, η πλήρης συμμετοχὴ στην ενότητα της Εκκλησίας, για τους Ρωμαιοκαθολικούς, περιγράφεται στο άρθρο 14 του Lumen Gentium. Ευθύς αμέσως μετά, στο άρθρο 15, διαβάζουμε για την ενότητα εν Χριστώ και Αγίω Πνεύματι καί για τα Μυστήρια της Εκκλησίας – οι «πολλαπλοί ἐσωτερικοί δεσμοί» – που εδραιώνουν τους «χωρισμένους αδελφούς» σε μία ατελή κοινωνία

Σύμφωνα με την διπλὴ αυτὴ ενότητα, η Ρώμη εξακολουθεί νὰ θεωρεί εαυτὴν ως την μόνη «συγκεκριμένη φανέρωση» (concrete manifestation) της Εκκλησίας – της Εκκλησίας που ο Χριστὸς θέλησε – ενώ οι μη-Ρωμαιοκαθολικὲς Εκκλησίες είναι Εκκλησίες μόνο κατὰ έναν περιορισμένο τρόπο (βλ. UR 3d και e).

Παραδόξως όμως, όσο και αν είναι «αποδυναμωμένες» ή «πληγωμένες»14 ή «ελλιπείς» αυτὲς οι Εκκλησίες, φέρεται πως έχουν πλήρως νόμιμα Μυστήρια15. Παρ᾽ ότι  τελούν σε ενότητα με τον Χριστό, η ενότητά τους με την Εκκλησία και μέσα σ’ αυτὴν είναι ατελής! Όσο και αν υστερούν όμως οι μη-Ρωμαιοκαθολικοὶ, είναι μέρος της Εκκλησίας. Οι σχισματικοὶ και οι αιρετικοὶ μπορούν να ενωθούν με το Χριστὸ και να γίνουν μέλη του Σώματος του Χριστού, χωρὶς εν τούτοις να είναι μέλη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Ρωμαιοκαθολικοί, Προτεστάντες και Ορθόδοξοι, όλοι αυτοὶ φέρονται ότι είναι μέρος της Μίας Εκκλησίας, παρ᾽ ότι βρίσκονται σε διαφορετικὰ επίπεδα πληρότητας και εκκλησιαστικότητας.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

10 Η επίσημη εξήγηση που δόθηκε στους επισκόπους απὸ τη Θεολογικὴ Επιτροπή, για να εξηγήσει αυτὴ την αλλαγή, δείχνει ότι επινοήθηκε ώστε να συμφωνεῖ με τη νέα θεώρηση αυτών καθαυτών των Μη-Ρωμαιοκαθολικών μυστηρίων και κοινωνιών. Η Επιτροπὴ είπε ότι η αλλαγὴ αυτὴ έγινε «έτσι ώστε ἡ έκφραση να συμφωνεί καλύτερα με την επιβεβαίωση περὶ των εκκλησιαστικών στοιχείων που βρίσκονται αλλαχού [δηλ. σε άλλες εκκλησιαστικὲς κοινότητες]». Sullivan, “The Significance of the Vatican II Declaration that the Church of Christ ‘Subsists in’ the Roman Catholic Church” σ. 274. Επίσης, η προπαρασκευαστικὴ Επιτροπὴ της Συνόδου, στην εναρκτήρια συνεδρίασή της το 1962, έκανε τις ακόλουθες δηλώσεις στο σχῆμα De Ecclesia: «Η Ρωμαιοκαθολικὴ εκκλησία είναι το Μυστικὸ Σώμα του Χριστού. . . και μόνον αυτή, η Ρωμαιοκαθολική, έχει το δικαίωμα να αποκαλείται Εκκλησία» (Βλ.  Sullivan, “The Significance of the Vatican II Declaration that the Church of Christ ‘Subsists in’ the Roman Catholic Church”, σ. 273).
11 Για παράδειγμα, ο πάπας Πίος XII κατέστησε εξαιρετικὰ σαφές, τόσο στην Εγκύκλιο Mystici Corporis (1943) όσο και στην Humani generis (1950), ότι το Μυστικὸ Σώμα τού Χριστού, η Εκκλησία του Χριστού και η Ρωμαιοκαθολικὴ Εκκλησία είναι ένα και το αυτὸ πράγμα.
12 Lumen Gentium 8.
13 Τσομπανίδης, Στυλιανός Χ., Η Διακήρυξη “Dominus Iesus” και η Οικουμενική Σημασία της. Πουρναρά: Θεσσαλονίκη, 2003 Τσομπανίδης, σσ. 122-123..
14 Τσομπανίδης, Η Διακήρυξη Dominus Iesus, 82
15 Βλ. τη δήλωση της Συνελεύσεως περὶ Δόγματος και Πίστεως, Dominus Iesus. 


(Συνεχίζεται)

No comments:

Post a Comment