Wednesday, March 2, 2016

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΕΠΙ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ


ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: "ΣΧΕΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ" ΣΑΜΠΕΖΥ 2015

Του π. Αναστάσιου Γκοτσόπουλου
=====

 3. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΕΠΙ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
=====

Παράλληλα όμως στο εισαγόμενο προς επικύρωση Κείμενο της Ε΄ ΠΠΔ (2015) υπάρχουν σημεία τα οποία όχι μόνο δεν αναπαύουν την εκκλησιαστική μας συνείδηση, αλλά ακυρώνουν ουσιαστικά τα ανωτέρω θετικά σημεία του, και το καυιστούν από θεολογικής απόψεως εξαιρετικά προβληματικό έως απαράδεκτο:

1. ΑΣΑΦΕΙΕΣ και ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ του ΚΕΙΜΕΝΟΥ: 

Το κείμενο της Ε΄ Π.Π.Δ. για τις «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον» αδιαμφισβήτητα οφείλει να είναι κατ’ εξοχήν θεολογικό και εκκλησιολογικό. Άπτεται σημαντικών ζητημάτων της Ορθοδόξου θεολογίας και δη και της αυτοσυνειδησίας μας ως Ορθοδόξων Χριστιανών. Συνεπώς ένα τέτοιου επιπέδου Συνοδικό Κείμενο με σαφή δογματικο - εκκλησιολογικό  προσανατολισμό θα έπρεπε να διακρίνεται για την απόλυτη σαφήνεια των νοημάτων και την λεπτολόγο ακρίβεια στη διατύπωσή του, ώστε να μην αφήνει περιθώρια για πολλαπλές ερμηνείες ή και ηθελημένες παρερμηνείες. Δυστυχώς, όμως, στο Κείμενο αυτό συναντούμε σε καίρια σημεία του μεγάλες ασάφειες, ενώ δεν απουσιάζουν και θεολογικές αντινομίες και αντιφάσεις, που επιτρέπουν τις πλέον ετερόκλητες (παρ)ερμηνείες του. Αν στο πλαίσιο της «πολιτικής ορθότητας» οι ασάφειες χαρακτηρίζονται συχνά ως «δημιουργικές», στο χώρο της πίστεως και της δογματικής αποδεικνύονται πάντοτε καταστροφικές!

2. ΜΙΑ  ή  ΠΟΛΛΕΣ οι ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ (§ 6 κεξ);

α) Παρά την προαναφερθείσα σαφή εκκλησιολογική διακήρυξη ότι «κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή» (§ 6), η οποία αποκλείει την ύπαρξη άλλων «Εκκλησιών» ή τη διαίρεση της Μίας Εκκλησίας, στη συνέχεια το Κείμενο αναφέρεται πολύ συχνά σε «Εκκλησίες» χωρίς να διευκρινίζει με ποια έννοια χρησιμοποιείται η λέξη. Η ασάφεια αυτή δίνει τη δυνατότητα παραβλέποντας τη δήλωση ότι «κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή» (§ 6), να  ομιλούν ορισμένοι[15] για αναγνώριση της “εκκλησιαστικότητας” των ετεροδόξων. Τι σημαίνει αυτό; Ότι ανεξάρτητα από τις πολλές πλάνες και τη διαστρέβλωση της ευαγγελικής Αλήθειας, ανεξάρτητα από τις πολλές καταδίκες των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, όλες αυτές οι αιρετικές κοινότητες: α) αποτελούν ένα μέρος -δεν προσδιορίζουν τι ακριβώς εννοούν- της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού, β) έχουν έγκυρα και υποστατά ιερά Μυστήρια, τα οποία παρέχουν πλήρη Θ. Χάρη και τελικά γ) οι αιρετικές αυτές Κοινότητες παρέχουν σώζουσα Χάρη Θεού, όπως ακριβώς και η Ορθόδοξη Εκκλησία!
β) Είναι πρόδηλο ότι η χρήση του όρου «Εκκλησία» για τις αιρετικές Κοινότητες υπό αυστηρή εκκλησιολογική θεώρηση, δε μπορεί να γίνει δεκτή από την Ορθόδοξη συνείδηση, διότι εισάγει στην Ορθόδοξη θεολογία νέα εκκλησιολογία η οποία δεν έχει απολύτως καμμία σχέση με την Ορθόδοξη θεολογία και πατερική Παράδοση. Αποτελεί εισαγωγή τής προτεσταντικής θεωρίας των “κλάδων”, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Δ. Τσελεγγίδης[16], και της νέας εκκλησιολογίας της Β΄ Βατικανής Συνόδου, η οποία ανήγαγε την θεωρία του Καλβίνου για τα «vestigia ecclesiae» (στοιχεία Εκκλησίας) σε βασικό στοιχείο της θεολογίας της[17]! Επίσης, σοβαρές επιφυλάξεις διατύπωσε και ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος στην από 18.1.2016 επιστολή του προς την Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος σημειώνοντας μεταξύ άλλων: «Γιατί η φράση της επικεφαλίδας “προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον” κατέληξε στην φράση  “ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών”;  Υπάρχουν Χριστιανικές Εκκλησίες εκτός της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας; … Επομένως, στο κείμενο αυτό πρέπει να διευκρινισθή ακόμη περισσότερο το περιεχόμενό του σε σχέση με την επικεφαλίδα, για να μη δημιουργείται σύγχυση και ασάφεια. Ενώ η επικεφαλίδα είναι σαφής: ”Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον”,  στο περιεχόμενο υπάρχουν μερικές ασάφειες, ωσάν να “αναγνωρίζονται” και άλλες Εκκλησίες, εκτός της Μίας Ορθοδόξου Εκκλησίας και ωσάν να επιχειρείται η ενότητα, από την υπάρχουσα διάσπαση»[18]. Στην ίδια συνάφεια και ο Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος στην από 11.2.16 επιστολή του προς την Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου τονίζει: «Δεν υπάρχουν δηλαδή άλλες Εκκλησίες αλλά μόνον αιρέσεις και σχίσματα, εάν θέλουμε να ακριβολογούμε στους ορισμούς μας … Εμείς ομολογούμε μία Εκκλησία και όλα τα άλλα αιρέσεις και σχίσματα. Θεωρώ ότι θεολογικά και δογματικά και νομοκανονικά η απόδοση του τίτλου «Εκκλησία» σε αιρετικές ή σχισματικές κοινότητες είναι παντελώς λανθασμένη γιατί μία είναι η Εκκλησία του Χριστού, όπως αναφέρεται και στο άρθρο 1, και δεν μπορεί να ονομασθή από εμάς μία αιρετική ή σχισματική κοινότητα ή ομάδα ως Εκκλησία, εκτός της Ορθόδοξης Εκκλησίας» και ευλόγως διερωτάται ο Άγιος Λεμεσού: «Πότε οι άγιοι Πατέρες μας και πότε και πού στα κείμενα των ιερών κανόνων και των όρων των Οικουμενικών ή Τοπικών Ιερών Συνόδων απεκλήθησαν οι αιρετικές ή οι σχισματικές ομάδες ως εκκλησίες; Εάν είναι εκκλησίες οι αιρέσεις τότε πού είναι η μοναδική και Μια Εκκλησία του Χριστού και των Αγίων Αποστόλων[19].

γ) Θεωρούμε ότι επιβάλλεται στο κείμενο της Ε΄ ΠΠΔ - προκειμένου να αποκλειστεί κάθε προσπάθεια αλλοίωσης του φρονήματος της Εκκλησίας - να χρησιμοποιηθεί ο όρος «Εκκλησία» αποκλειστικά και μόνο για την Ορθόδοξη Εκκλησία μας ή εναλλακτικά να προσδιοριστεί ρητά ότι  ο όρος «Εκκλησία» εν τη θεολογική και εκκλησιολογική εννοία του ως το «Σώμα του Χριστού» αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξο Εκκλησία του Χριστού, κάθε άλλη δε χρήση του για άλλες εκκλησια-στικές Κοινότητες είναι αποδεκτή μόνο συμβατικώς και καταχρηστικώς. Είναι σαφές ότι μια τέτοια διατύπωση είναι θεολογικώς άκρως απαραίτητη, «έστω και αν αυτό κακοφαίνεται ενδεχομένως εις τους εκτός της δικής μας Εκκλησίας ευρισκομένους»[20], και για να είμαστε ειλικρινείς, θα κακοφανεί ακόμα και σε  ορισμένους εντός της δικής μας Εκκλησίας …
  
δ) Επίσης, στην ίδια παράγραφο (§ 6) αναφέρεται ότι «η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής». Δε διευκρινίζεται τι σημαίνει η φράση «αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν». Αν είναι μια απλή, αυτονόητη ασφαλώς,  ιστορική διαπίστωση, είναι όχι μόνο εντελώς περιττή, αλλά δημιουργεί και ερμηνευτικά προβλήματα. αν υποδηλώνει εκκλησιολογική αξιολόγηση θα έπρεπε να δηλώνεται σαφέστερα και να προσδιοριστεί επακριβώς τι εννοείται, προκειμένου να μην επιδέχεται ποικιλία ερμηνειών. Δε νοείται αυτού του υψηλού επιπέδου αποφάσεις να μην τολμούν να διατυπώσουν με σαφήνεια την εκκλησιολογία που πρεσβεύουν. Αξίζει όμως να επισημάνουμε ότι η φράση αυτή είναι πολύ πιο άτονη, άνευρη και εκκλησιολογικώς υποτονισμένη από αυτή της εισηγήσεως της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής (1971) στο κείμενο «Η Οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία»: «Διό και η αγία ημών Ορθόδοξος Εκκλησία … αναγνωρίζει, καίτοι αυτή ούσα η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, την οντολογικήν ύπαρξιν όλων τούτων των Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών»[21]. Στην Γ΄ ΠΠΔ έγινε εκτεταμένη συζήτηση[22] επ’ αυτού του σημείου, και έτσι το τελικό κείμενο της Γ΄ ΠΠΔ διαμορφώθηκε ως εξής: «αναγνωρίζει την πραγματικήν ύπαρξιν όλων των χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών»[23]. Δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε την προοδευτική εκκλησιολογική απαξίωση των «Χριστιανικών Εκκλησιών»: Η φράση «οντολογική ύπαρξις όλων τούτων των Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών» της Διορθοδόξου του 1971, τροποποιήθηκε στην Γ΄ ΠΠΔ του 1986 σε «πραγματική ύπαρξις όλων των χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών» (§ 2), για να καταλήξει στην Ε΄ ΠΠΔ του 2015 σε: «ιστορικήν ύπαρξιν άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών» (§ 6)!

Ασφαλώς και η τελευταία αυτή διατύπωση υπό αυστηρή εκκλησιολογική θεώρηση, η οποία επιτάσσει λεπτολόγο ακρίβεια και σαφήνεια στη διατύπωση συνοδικών-δογματικών κειμένων, όπως ήδη αναφέραμε, δε μπορεί να γίνει δεκτή από την Ορθόδοξη συνείδηση. Ελπίζουμε, ευχόμαστε και προσευχόμαστε η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος «επομένη τοις αγίοις Πατράσι», στοιχιζόμενη στις προ αυτής Ορθόδοξες Συνόδους και  συσκεπτόμενη εν Αγίω Πνεύματι, να μην προσδώσει τον ύψιστο και πανίερο χαρακτηρισμό «Εκκλησία» σε χριστιανικές Κοινότητες και Ομολογίες που έχοντας αποκλίνει από την Αλήθεια καταδικάστηκαν από Οικουμενικές, Τοπικές Συνόδους, ομοφώνως από τους Πατέρες και σύνολη την Ορθόδοξη εκκλησιαστική μας Παράδοση μέχρι σήμερα. Είναι απαίτηση της διαχρονικής εκκλησιαστικής συνειδήσεως από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο!

ε) Πουθενά στο Κείμενο δεν προσδιορίζεται, όπως θα έπρεπε, σε ποιους συγκεκριμένα αναφέρονται οι όροι «διεστώτες[24], εγγύς και μακράν» (§ 4) «Χριστιανικός Κόσμος» (§ 8) και «χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες»(§ 6). Ευλόγως ερωτά ο Μητρ. Λεμεσού Αθανάσιος «ποιά η διαφορά τους και ποιό στοιχείο τις χαρακτηρίζει ώστε άλλες να ονομάζονται Εκκλησίες και άλλες Ομολογίες; Ποιά είναι Εκκλησία και ποιά η αιρετική και ποία η σχισματική ομάδα ή ομολογία[25]. Διερωτώμαστε, η Ε΄ ΠΠΔ με την απόφασή της αναφέρεται μόνο στις Ομολογίες με τις οποίες η Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται σε διάλογο (δηλ. Προχαλκηδόνιοι[26], Ρωμαιοκαθολικοί[27], Παλαιοκαθολικοί[28], Λουθηριανοί[29], Αγγλικανοί[30], Μεταρρυθμισμένοι[31]) ή σε όλες τις “Εκκλησίες”-μέλη του ΠΣΕ (περισσότερες από 345, από Νεστοριανούς μέχρι και Κουάκερους, Στρατό της Σωτηρίας, νεοπροτεστάντες, πεντηκοστιανούς, free Churches κοκ); Η ανεπίτρεπτη αυτή έλλειψη προσδιορισμού και συνεπακόλουθα η γενικότητα και η ασάφεια στη διατύπωση αυτή καθιστά συνολικά το Κείμενο ιδιαίτερα προβληματικό.

Δε θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι υπό τον αυτό όρο στεγάζονται ενιαία αιρετικές ομάδες που αρνούνται όλες ή τις περισσότερες Οικουμενικές Συνόδους, αρνούνται όλα τα μυστήρια, αρνούνται το αειπάρθενο της Θεοτόκου, αρνούνται την τιμή προς τη Θεοτόκο, τους Αγίους και τον Τίμιο Σταυρό, αρνούνται την αποστολική διαδοχή, αρνούνται σύνολη την ιερή παράδοση και αυτόν τον Κανόνα της Αγ. Γραφής! Είναι εξαιρετικά θλιβερό να διαπιστώνουμε ότι η Β΄ Βατικανή έκανε πολύ πιο προσεκτική και υπεύθυνη δουλειά στο «περί Οικουμενισμού» (Unitatis Redintegratio) διατάγμά της: κατηγοριοποίησε σε ομάδες και αξιολόγησε αναλόγως τις ετερόδοξες γι’ αυτή Χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες, ενώ η Ε΄ ΠΠΔ τις έθεσε όλες μαζί στο ίδιο “τσουβάλι”[32]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[17] Π. Χίρς, Η εκκλησιολογική αναθεώρηση της Β΄ Βατικανής Συνόδου, εκδ. Uncut Mountain  Press, 2014, σ. 177  κ.εξ.
[18] 1η  επιστολή Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου (αρ. πρωτ. 11/18.1.2016) «Προς την Αγίαν και Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος» , στο  http://www.impantokratoros.gr/dat/storage/dat/D2D27B0E/naupaktou_1.pdf
[20] Χριστόδουλος, Μητροπολίτης Δημητριάδος (μετέπειτα Αθηνών), κατά τη συνεδρίαση της Γ΄ ΠΠΔ (Σαμπεζύ 1986),Συνοδικά ΙΧ,  σ. 107.
[21]  Συνοδικά, ΙΧ, σ. 107, Γραμματεία Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ιουλίου 1971, έκδ. Ορθόδοξο Κέντρο Οικουμενικού Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1973, σ. 143,  και  Γραμματεία Προπαρα-σκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Προς την Μεγάλην Σύνοδον, 1, Εισηγήσεις, της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστική Επιτροπή επί των εξ θεμάτων του πρώτου σταδίου, έκδ. Ορθόδοξο Κέντρο Οικουμενικού Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1971,  σ. 63.
[22]  Συνοδικά ΙΧ, σ. 104-108, 238-240. Στη συζήτηση αυτή έλαβαν μέρος ο Πρόεδρος της Διασκέψεως ο Μύρων (και μετέπειτα Εφέσου) Χρυσόστομος, ο Καρθαγένης (και μετέπειτα Αλεξανδρείας) Παρθένιος, ο Δημητριάδος (και μετέπειτα Αθηνών) Χριστόδουλος, ο Κιέβου Φιλάρετος, και οι Καθηγητές Θ. Ζήσης,  Γ. Γαλίτης, Βλ. Φειδάς.
[23]  Συνοδικά, ΙΧ, σ. 305.
[24]  Είναι εξαιρετικά λυπηρό η κατ’ εξοχήν δογματική απόφαση της Πανορθοδόξου Συνόδου να υιοθετεί και να χρησιμοποιεί τον όρο «διιστάμενοι» της Β΄ Βατικανής (Unitatis Redintergratto § 3, 4) και της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας (Μansi 31, 1028ΑΒ)  και όχι την ορολογία της Αγ. Γραφής, των Οικουμενικών Συνόδων και σύνολης της πατερικής γραμματείας και των ιερών κανόνων για να προσδορίσει την ετεροδοξία (τις αιρετικές αποκλίσεις)  από την πατερική παράδοση…
[25] Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος, η από 11.2.2016 επιστολή προς την Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας τςη Κύπρου, στοwww.imlemesou.org/images/20016/keimeno-g-sinodo.pdf
[26] Επίσκεψις, 369(15.12.1986), 12.
[27] Επίσκεψις, 369(15.12.1986), 12-13.
[28] Επίσκεψις, 369(15.12.1986), 11.
[29] Επίσκεψις, 369(15.12.1986), 13.
[30] Επίσκεψις, 369(15.12.1986), 10-11.
[31] Επίσκεψις, 369(15.12.1986), 13.

[32] Δυστυχώς με όλα αυτά  επιβεβαιώνεται τραγικά για μας,   ότι το αντίγραφο εξελίχθηκε σε κακέκτυπο του πρωτοτύπου…

(Συνεχίζεται)

No comments:

Post a Comment