Thursday, March 24, 2016

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟ Π.Σ.Ε.


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

Του Σεβ. Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ
=====

Β) Ὡς πρὸς τὸ Προσυνοδικὸ κείμενο μὲ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον».

γ) Περὶ τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Π.Σ.Ε.

Τὸ κείμενο κάνει ἐκτεταμένη ἀναφορὰ στὸ Π.Σ.Ε. (§§ 16-21) καὶ στὴ συμβολή του στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση μὲ ἔκδηλο ἐνθουσιασμό, ἐπισημαίνοντας ὅτι «αἱ Ὀρθόδοξοι κατὰ τόπους Ἐκκλησίαι-μέλη τοῦ ΠΣΕ μετέχουν πλήρως καὶ ἰσοτίμως …καὶ συμβάλλουν δὶ’ ὅλων τῶν εἰς τὴν διάθεσιν αὐτῶν μέσων εἰς τὴν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καὶ τὴν προαγωγὴν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» (§ 17). 
Ὡστόσο αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν ἡ ἔνταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Π.Σ.Ε. καὶ ἡ συνύπαρξη καὶ συνεργασία της μὲ τὴν αἵρεση συνιστᾶ παραβίαση τῆς κανονικῆς τάξεώς της καὶ ἀθέτηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας της, συνιστᾶ «μίξιν ἄμικτον καὶ τέρας ἀλλόκοτον». Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ καθηγητὴς  Μουρατίδης: «Ἡ ἀλλόκοτος καὶ τερατώδης καὶ καταλυτική της ὀρθοδόξου κανονικῆς τάξεως καὶ Ἱερᾶς Παραδόσεως συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸ Παγκόσμιον Συνοθύλευμα τῶν Αἱρέσεων συνιστᾶ τὴν μεγίστην παγίδα τοῦ Ἀντικειμένου ἐν τὴ ἱστορία τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πρὸς διάβρωσιν καὶ ἀποσύνθεσιν τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας…Αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ τὸ γεγονὸς τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ συνοθύλευμα τῶν αἱρέσεων τοῦ Π.Σ.Ε. προσκρούει «ἃ πριόρι» καὶ ἐξ’ ἀπόψεως ἀρχῆς εἰς τεράστια καὶ τουτ’ αὐτὸ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια, προερχόμενα ἐξ’ αὐτῆς τῆς φύσεως καὶ τοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς του Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Διότι ἀλλεπάληλλα καὶ βεβαίως ἀναπάντητα παραμένουν ἐν προκειμένω τὰ ἐρωτήματα: Πὼς συμβιβάζεται ἡ ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας διεκδικουμένη ἀποκλειστικὴ ὑπ’ αὐτῆς ταύτησις μετὰ τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν συμμετοχὴν αὐτῆς εἰς τὸ Π.Σ.Ε;…Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ μία ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νὰ συμμετέχη ὡς μέλος, νὰ ἐντάσσεται μετὰ τῶν ἄλλων αἱρέσεων ἰσοτίμως καὶ ἐκ πολλῶν ἀπόψεων νὰ τίθεται εἰς ἀπείρως μειονεκτικωτέραν θέσιν ἔναντι τῶν αἱρέσεων, εἰς ἕνα κανονισμὸν καὶ νὰ ὑποτάσσεται εἰς τὰς ἀποφάσεις τῆς πλειοψηφίας τῶν αἱρετικῶν; Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ Μία, Ἁγία Ἐκκλησία νὰ μετέχει ἑνὸς ὀργανισμοῦ, ἐντός του ὁποίου νὰ συνεργάζεται μεθ’ αἱρετικῶν, νὰ συμπροσεύχεται μετ’ αὐτῶν καὶ νὰ λαμβάνει θέσιν ἀπὸ κοινοῦ μετ’ αὐτῶν ὡς ἐκπροσώπων τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως εἰς τὰ μεγάλα προβλήματα τῆς ἀνθρωπότητος; Ἢ τὸ ἔτι χεῖρον, νὰ συντάσσωνται θεολογικὰ κείμενα ὑπὸ αἱρετικῶν καὶ ἐν πλήρει σχεδὸν ἀπουσία τῶν Ὀρθοδόξων καὶ νὰ ἐκπροσωποῦν τρόπον τινὰ τὰ κείμενα αὐτὰ καὶ τὴν Ὀρθόδοξον Καθολικὴν Ἐκκλησίαν; Ἔτι πλέον. Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία νὰ μετέχει εἰς ἕνα ὀργανισμόν, ἡ συμμετοχὴ εἰς τὸν ὁποῖον νὰ συνεπάγηται τὴν ἀλλοτρίωσιν θεμελιώδους δικαιώματος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου του Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τοῦ ἐπανευαγγελισμοῦ δηλαδὴ καὶ τῆς ἐπαναφορᾶς τῶν αἱρετικῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἐξ’ ἢς ἀπεσχίσθησαν, δεδομένου ὅτι ὡς γνωστόν, βασικὴ ὑποχρέωσις τῶν μετεχουσῶν εἰς τὸ Π.Σ.Ε. «Ἐκκλησιῶν» εἶναι καὶ ἡ μὴ ἄσκησις προσηλυτισμοῦ; Τέλος δέον ἰδιαιτέρως νὰ ὑπογραμμισθῆ τὸ γεγονός, ὅτι διὰ τῆς συμμετοχῆς τῆς εἰς τὸ Π.Σ.Ε. ἡ Ὀρθοδοξία παρητήθη κατ’ οὐσίαν τῆς οἰκουμενικῆς αὐτῆς ἀποστολῆς ὑπὲρ τοῦ Π.Σ.Ε., ὅπερ καὶ κατὰ τὴν γνώμην μου συνιστᾶ τὸ μέγιστον καὶ πλέον ὀδυνηρὸν πλῆγμα κατὰ τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου, τὸ ὁποῖον εἶναι κεκλημένη νὰ ἐπιτελέση ἐν μέσω τοῦ συγχρόνου κόσμου».  

Πάνω στὸ ἴδιο θέμα ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς παρατηρεῖ: «Ἦτο ἄραγε ἀπαραίτητον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, αὐτὸ τὸ πανάχραντον Θεανθρώπινον σῶμα καὶ ὀργανισμὸς τοῦ Θεανθρώπου Χρι-στοῦ, νὰ ταπεινωθεῖ τόσον τερατωδῶς, ὥστε οἱ ἀντιπρόσωποί της θεολόγοι, ἀκόμη καὶ Ἱεράρχαι, νὰ ἐπιζητοῦν τὴν ὀργανικὴν μετοχὴν καὶ συμπερίληψιν εἰς τὸ Π.Σ.Ε; Ἀλλοίμονον, ἀνήκουστος προδοσία». 

Γίνεται ἐπίσης λόγος στὸ κείμενο γιὰ «μαρτυρία τῆς ἀληθείας» (§ 17).  Ὡστόσο τὰ γεγονότα μαρτυροῦν τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο. Στὸν ὀργανισμὸ τοῦ Π.Σ.Ε, στὸν ὁποῖο δεσπόζει ἀσφυκτικὰ ὁ Προτεσταντισμὸς ἀπὸ ἀριθμητικῆς πλευρᾶς, οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶναι ἀδύνατον ὅπως εἶναι ἑπόμενο, νὰ ἔχουν τὸν ἔλεγχο τῆς καταστάσεως καὶ τῶν ἀποφάσεών του. Σύντομα διαπιστώθηκε στοὺς διαλόγους καὶ στὰ παγκόσμια οἰκουμενιστικὰ συνέδρια, τὸ ἀμετακίνητό της γνώμης  καὶ ἡ πεισματώδης ἐπιμονή τους στὶς ποικίλλες αἱρετικές τους διδασκαλίες. Ἡ στάση τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων στὰ πρῶτα συνέδριά του ἦταν πράγματι ὁμολογιακή. Τὰ πράγματα ὅμως στὴν συνέχεια ἄλλαξαν. Ἡ ἀρχικὴ δυνατότητα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νὰ διακηρύσσουν μὲ κοινὴ δήλωση, ὅτι μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀπαγορεύτηκε μετὰ τὴν Γ΄ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε.  στὸ Νέο Δελχὶ τὸ 1961, καὶ ἐπιβλήθηκε ἡ ἄποψη νὰ συντάσσονται καὶ νὰ ὑπογράφονται κείμενα κοινῆς ἀποδοχῆς ἀπὸ Ὀρθοδόξους καὶ Προτεστάντες. Προϊόντος του χρόνου ἡ προβληματικὴ κατάσταση ἀνάμεσα στὸ Π.Σ.Ε. καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους ἔγινε πιὸ αἰσθητὴ στὰ παγκόσμια οἰκουμενιστικὰ συνέδρια τοῦ San Antonio (Μάϊος 1989) καὶ τῆς Seoul (Μάρτιος 1990). Κυρίως ὅμως στὴν ἕβδομη Γενικὴ Συνέλευση στὴν Camperra τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1991, ὅπου διαφάνηκε ξεκάθαρα ἡ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη προσέγγιση τοῦ Τριαδολογικοῦ δόγματος καὶ κυρίως τῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀνάμεσα στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ σὲ ἐπικρατοῦσες τάσεις ἐντός τοῦ προτεσταντικοῦ κόσμου…Ἐπίσης ἡ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὴ λήψη ἀποφάσεων ἐντός του Π.Σ.Ε, ἔστω καὶ ἄν ἀναβαθμίστηκε μετὰ τὸ 2002, ἦταν περορισμένη καὶ στὴν οὐσία ἀδύναμη νὰ ἐπηρεάση τὶς κατευθυντήριες γραμμὲς καὶ ἀποφάσεις ἐπὶ οὐσιαστικῶν θεμάτων, ἐξ’ αἰτίας τῆς πληθώρας τῶν ψήφων ποὺ κατεῖχαν, ἀλλὰ καὶ κατέχουν οἱ διάφορες προτεσταντικὲς ὁμάδες-μέλη. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ συζητοῦνταν θέματα ἄσχετα πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη προβληματική. Σὲ κάθε ὅμως περίπτωση αὐτὸ ποὺ κατὰ κύριο λόγο ἀμφισβητεῖται εἶναι ἡ ὕπαρξη ἀποτε-λεσμάτων ὕστερα ἀπὸ πολύχρονη συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὸ Π.Σ.Ε.  Tόν ἀρχικὸ ἐνθουσιασμὸ μεγάλων Ὀρθοδόξων Θεολόγων, ποὺ ἐκπροσώπησαν τὴν Ὀρθοδοξία στὸ Π.Σ.Ε, γιὰ τὴν ἐνδεχόμενη δυνατότητα ὀρθοδόξου μαρτυρίας, ἀρχίζει σιγὰ σιγὰ νὰ διαδέχεται δισταγμός, ἀπογοήτευσις καὶ ἐπιφυλακτικότης. Ὅσοι ἐξ αὐτῶν ἐτόλμησαν νὰ ἐκφράσουν τὴν διαφωνία τους μὲ τὴν οἰκοῦμε-νιστικὴ γραμμὴ τοῦ Φαναρίου, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τοὺς διαλόγους, ἢ παραιτήθηκαν ἀπὸ μόνοι τους. Ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Ἡ παραίτηση τοῦ (καθηγητοῦ) Ἰωάννη Καρμίρη καὶ ἄλλων καθηγητῶν (Μ. Φαράντος, Στύλ. Παπαδόπουλος κ.α.) ἀπὸ τοὺς Διαλόγους, ἀλλὰ καὶ ἡ στάση πολλῶν καθηγητῶν ἀπέναντί τους λέγουν πολλά». Σὲ ἄλλο σημεῖο παρατηρεῖ: «Ἀντὶ ἡ Ὀρθοδοξία νὰ ἐπηρεάζει σωτηριολογικὰ τὸν μὴ Ὀρθόδοξο κόσμο, ἐφθάσαμε στὴν ἀποδοχὴ στὴν πράξη τῆς ‘βαπτισματικῆς Θεολογίας’, τῆς ‘Θεολογίας τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν’ (πρβλ. συμφωνίας Balamand 1993), τῆς ‘κοινῆς διακονίας’ τῆς ‘διευρυμένης Ἐκκλησίας’ καὶ τοῦ ‘πολιτιστικοῦ πλουραλισμοῦ’, ὅπως ὀρθότατα ἔχει ἐπισημανθεῖ…ὁ  Οἰκουμενισμὸς σ’ ὅλες τὶς διαστάσεις καὶ ἐκδοχὲς τοῦ ἔχει ἀποβεῖ ἀληθινὴ βαβυλώνιος αἰχμαλωσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ὅλων τῶν τοπικῶν ἡγεσιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μὲ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ποὺ δέχονται ὅμως ἀφόρητη πίεση. Ἡ καύχηση καὶ ὁ αὐτοθαυμασμὸς τῶν οἰκουμενιστῶν μας γιὰ μία δῆθεν νέα ἐποχὴ ποὺ ἄνοιξε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς πατριαρχικὲς ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902, 1904, καὶ 1920, δὲν δικαιώνονται, διότι ‘αὐτὸ ποὺ κατορθώθηκε εἶναι νὰ νομιμοποιήσουμε τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ’». Σχετικὰ μὲ τὴν στάση τοῦ π. Γεώργιου Φλωρόφσκυ παρατηρεῖ: «Ἡ στάση τοῦ π. Γεώργιου Φλωρόφσκυ, ἔναντί του Π.Σ.Ἐ ἦταν ἰδιαιτέρως πατερικὴ καὶ ἁγιογραφική. Συνεχῶς ἐπέμενε στὴν ἐπιστροφὴ στὴν ἁγία Γραφὴ μέσω τῆς πατερικῆς παραδόσεως. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ ἡγετικὲς θέσεις τοῦ ΠΣΕ καὶ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως». Ὁ καθηγητὴς τῆς Πατρολογίας Στύλ. Παπαδόπουλος ἐπισημαίνει μὲ ἀπογοήτευση: «Οἱ διάλογοι: αὐτονόητοι, ἀναποτελεσματικοὶ καὶ προβληματικοί».  Σὲ ἄλλο σημεῖο τῶν διαπιστώσεών του σχετικὰ μὲ τοὺς Διαλόγους παρατηρεῖ: «Δὲν συνέβη μέχρι σήμερα κάποια ὁμολογία νὰ ἐγκαταλείψει στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας της ὡς ἀποτέλεσμα τῶν διαλόγων…Κάποιες ἴσως δευτερεύουσες πρακτικὲς πλευρὲς  δυνατὸν νὰ δέχθηκαν οἱ ἑταῖροι μας  νὰ ἀλλάξουν. Ποτὲ στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας τους». 

Ὁ καθηγητὴς Παν. Τρεμπέλας τὸ 1971 ἐσχολίαζε: «Ἡ ὑπὸ τοὺς σημερινοὺς ὅρους  συμμετοχή μας εἰς τὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ὅλως ἀπαράδεκτος. Ἐὰν δὲν ἐξασφαλιστεῖ, καθ’ οὖς ὅρους αὐτὸς ὁ ἅγιος Χαλκηδόνος καθώρισε, τὸ νὰ φέρωσιν αἳ ἐνέργειαι καὶ ἀποφάσεις τοῦ συμβουλίου τούτου ἐμφανῆ οὐχὶ τὴν προτεσταντικὴν ἀλλὰ τὴν Ὀρθόδοξον σφραγίδα ἐνδείκνυται νὰ ἀποχωρίσωμεν». Ἀποκαλυπτικὲς ὅσο καὶ ὀδυνηρὲς εἶναι ἐπίσης οἱ διαπιστώσεις τοῦ καθηγητοῦ π. Θεοδώρου Ζήση: «Ἡ ὑπερπεντηκονταετὴς παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν στὸ Π.Σ.Ε, μέσα στὴν πανσπερμία, στὸ πλῆθος καὶ στὴν θεολογικὴ ἀναρχία καὶ σύγχιση τῶν προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν, συνδεόμενη οὕτως ἢ ἄλλως στὴν πράξη, παρὰ τὶς ἀντίθετες διακηρύξεις, μὲ ἐκκλησιολογικὲς παραχωρήσεις, συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρή-σεις, δὲν ἦταν δυνατὸν ἀθροιστικὰ καὶ οὐσιαστικὰ νὰ ἔχει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προσδοκώμενη καρποφορία. Ἐξαφανιστήκαμε, χαθήκαμε οἱ Ὀρθόδοξοι ἀριθμητικά, δὲν εἴχαμε καμιὰ δυνατότητα μὲ τὸν ἐλάχιστο ἀριθμὸ ψήφων ποὺ διαθέταμε νὰ ἐπηρεάσουμε τὶς συζητήσεις καὶ τὶς ἀποφάσεις… Νομιμοποιήσαμε ἐκκλησιολογικὰ μὲ τὴν παρουσία μας τὶς ποικίλες προτεσταντικὲς ὁμάδες καὶ παραφυάδες ὡς ‘ἐκκλησίες’, καὶ ὁδηγήσαμε σὲ εὐτελισμὸ καὶ ξεγύμνωμα τὴν ‘νύμφην Χριστοῦ’, ὑπὲρ τῆς ὁποίας ὁ Χριστὸς ἔχυσε τὸ πανάγιον αὐτοῦ αἷμα, τὴν ἐδόξασε καὶ τὴν λάμπρυνε ὑπὲρ τὸν ἥλιον».  

Στὴν ἴδια γραμμὴ καὶ στὸ ἴδιο μῆκος κύματος κινοῦνται καὶ οἱ διαπιστώσεις καὶ ἐκτιμήσεις τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι τόσο σὲ παλαιότερα ὑπομνήματά τους πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅσον ἐπίσης καὶ στὸ πρόσφατο της Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ ἁγίου Ὅρους, ποὺ ἀπεστάλη τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2007, ἐπισημαίνουν μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἡ θεολογικὴ ταυτότης τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι προτεσταντική. Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν γίνεται δεκτὴ στὸ σύνολό της ἀπὸ τὶς προτεσταντικὲς ἐκκλησίες τοῦ Π.Σ.Ε, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν 60ετή ἱστορία του καὶ ἀπὸ τὴν πολὺ μακρύτερη ἱστορία τῶν ὀρθοδοξοπροτεσταντικῶν ἐπαφῶν. Ὅλα δείχνουν, ὅτι τὸ ἐπιδιωκόμενο στὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ἡ ὁμογενοποίησις τῶν ἐκκλησιῶν μελῶν τοῦ Π.Σ.Ε. μέσω ἑνὸς μακροχρονίου συμφυρμοῦ». Σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἁγιορειτικοῦ κειμένου ἐπισημαίνεται: «Τὸ Π.Σ.Ε. ὅπως λειτουργεῖ σήμερα εἶναι ἕνας ὁμογενοποιητικὸς  μηχανισμός, ποὺ ἀμβλύνει τὸ δογματικὸ αἰσθητήριο καὶ κυοφορεῖ μία ἐπιφανειακὴ ἐπικοινωνιακοῦ χαρακτῆρος ἑνότητα».
  
Θετικὰ ἐπίσης ἀξιολογεῖται «Δήλωση τοῦ Τορόντο» (1950) τοῦ Π.Σ.Ε. γιὰ τὴν ὁποία σημειώνεται «ὅτι αἱ ἐκκλησιολογικαὶ προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης ‘‘Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καὶ τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν’’ εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διὰ τὴν Ὀρθόδοξον συμμετοχὴν εἰς τὸ Συμβούλιον» (§ 19). Ὡστόσο στὴ δήλωση αὐτὴ (§ 2) τονίζεται ρητῶς ὅτι «οἱ ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ νὰ ἀποτελεῖ κάποιος  μέλος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιὸ περιεκτικὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποτελεῖ  μέλος τῆς ἴδιας του τῆς ἐκκλησίας». Μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ὅτι ὑπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ του ἕνας Ὀρθόδοξος νὰ εἶναι μέλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μέλος «τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ»; Ἤ ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» (ὅπως ἐννοεῖται στὸ τὸ Π.Σ.Ε.) ὑφίσταται πάνω ἀπὸ ὅλες τὶς ἐκκλησίες-μέλη τοῦ ΠΣΕ;

Μὲ ἱκανοποίηση ἐκφράζεται στὸ κείμενο ὅτι ἐγκρίθηκε ἡ εἰσήγηση τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη συμμετοχὴ στὸ Π.Σ.Ε.» (§ 17). Καὶ ὅμως μὲ τὴν εἰσήγηση τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς» μεταξὺ ἄλλων ἐγκρίθηκαν καὶ προτάσεις γιὰ «ὁμολογιακὴ κοινὴ προσευχὴ» καὶ «διομολογιακὴ κοινὴ προσευχή», ποὺ εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετες στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ κανονικὴ τάξη, καὶ ἀποβλέπουν νὰ προαγάγουν τὴν ὁρατὴ ἑνότητα τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν του μὲ προτεσταντικὲς ἐκκλησιολογικὲς προϋποθέσεις.

Ἐπίσης τὸ κείμενο ἀξιολογεῖ θετικὰ τὴ «θεολογικὴ προσφορὰ» τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» τοῦ Π.Σ.Ε, γιὰ τὴν ὁποία γράφει: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ τὴν ἐνίσχυσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς ‘Πίστις καὶ Τάξις’ καὶ μετ’ ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος παρακολουθεῖ τὴν μέχρι τοῦδε θεολογικὴν αὐτῆς προσφοράν. Ἐκτιμᾶ θετικῶς τὰ ὑπ’ αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικὰ κείμενα, τὴ σπουδαῖα συνεργία καὶ ὀρθοδόξων θεολόγων, τὰ ὁποία ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν διὰ τὴν προσέγγισιν τῶν Ἐκκλησιῶν». (§ 21). Ἐπὶ τὴ βάσει ὅμως ποίων δεομένων καὶ ποίων στοιχείων οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου φθάνουν σ’ αὐτὰ τὰ αὐθαίρετα συμπεράσματα; Πῶς μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ θετικὴ ἀξιολόγηση, ὅταν γι’ αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ κείμενα ἔχουν διατυπώσει κατ’  ἐπανάληψιν πολλὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες σοβαρὲς ἐπιφυλάξεις, ποὺ ἔχουν μάλιστα καταγραφεῖ ἀκόμα καὶ στὰ πρακτικὰ τῆς Γ΄ Πανορθόδοξης Προσυνοδικῆς Διασκέψεως; Ἀναφέρω ἐνδεικτικὰ τὴν παρατήρηση τοῦ Τρανσυλβανίας Ἀντωνίου, (Πατριαρχείου Ρουμανίας), στὴν ὡς ἄνω Διάσκεψη: «Κατὰ τὸ θέρος αὐτὸ (1986), προεδρεύων τῆς συνελεύσεως τοῦ Τμήματος Ἰ τοῦ Π.Σ.Ε, διεπίστωσα ὅτι ὑπάρχουν πολλαὶ ἐπιφυλάξεις διὰ τὸ κείμενον τοῦ Β.Ε.Μ. (Βάπτισμα-Εὐχαριστία-Ἱερωσύνη). Καὶ ἡμεῖς εἰσέτι, ὅτε ἠξιολογήσαμεν τὸ κείμενον τοῦτο ἐν Βοστώνη, διεπιστώσαμεν ὅτι ὑπάρχουν εἰσέτι ἀδιευκρίνιστα σημεῖα, ἴδια εἰς τὸν τομέα τῆς Ἱερωσύνης» (Συνοδικὰ ΙΧ,  σ. 145). 

Ἐπίσης ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κυρός Χριστόδουλος, ὡς Μητροπολίτης Δημητριάδος, ἐδήλωσε: «ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου ἔχουν γίνει καὶ ἀρνητικαὶ κριτικαὶ τοῦ κειμένου τοῦ “Β.Ε.Μ”, ἡ δὲ ἡμετέρα Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἠρνήθη νὰ συμμετάσχη εἰς τὴν διαδικασίαν τὴν ὁποίαν  τὸ Π.Σ.Ε. ἔθεσε, δηλαδὴ νὰ γίνη ἀποδοχὴ τοῦ κειμένου αὐτοῦ» (Συνοδικὰ ΙΧ, σ. 150). Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία νὰ «ἐκτιμᾶ θετικῶς τὰ ὑπ’ αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικὰ κείμενα», ὅταν αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ κείμενα εἶναι ἀλλότρια της ἐκκλησιαστικῆς μας παράδοσης καὶ γεμάτα ἀπὸ προτεσταντικὲς κακοδοξίες;
Πέραν αὐτῶν πὼς δικαιολογεῖται στὸ ἐν λόγω κείμενο νὰ μὴν καταδικάζονται ρητῶς, ἀλλὰ νὰ ἀποσιωπῶνται πλεῖστα ὅσα ἐκφυλιστικὰ φαινόμενα τὰ ὁποῖα συναντοῦμε στὸ Π.Σ.Ε, ὅπως «Λειτουργία τῆς Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακὲς συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτικὴ γλώσσα, ἀποδοχὴ τοῦ σοδομισμοῦ ἀπὸ πολλὲς Ὁμολογίες-μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. κ.ο.κ., πρακτικὲς οἱ ὁποῖες εἶναι πρόσφατοι καρποὶ τῆς παλαιᾶς προτεσταντικῆς ἐκκλησιολογικῆς ρίζας; Περιποιεῖ ἄραγε τιμὴ στὴν Ἐκκλησία μας τέτοια ἀτολμία στὴ διατύπωση τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ τὰ ὅσα ἀνίερα λαμβάνουν χώρα στὸν ἐπίσημο φορέα τοῦ Προτεσταντισμού, τόν  Π.Σ.Ε; Καὶ πὼς ἔχουν τὴ  ἀπαίτηση οἱ συντάκτες τοῦ κείμενου νὰ δεχθεῖ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ ὅτι ἡ  Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔδωσε καὶ δίδει μέχρι σήμερα μέσα στοὺς κόλπους τοῦ Π.Σ.Ε. τὴν μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅταν αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν  μαρτυρία ἀδυνατεῖ νὰ τὴ δώσει καὶ σ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴν ὑψίστη στιγμὴ τῆς συνοδικῆς ἐκφράσεώς της;

Τί νὰ ποῦμε ἐπίσης καὶ γιὰ τὰ ἐπίσημα κοινὰ κείμενα τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ Π.Σ.Ε; Περιοριζόμαστε μόνο σὲ ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἀπόφαση τῆς Θ΄ Γενικῆς Συνέλευσης στὸ Πόρτο Ἀλλέγκρε (2006): «Κάθε ἐκκλησία [σσ. ὑπὸ τὸν ὄρο «Ἐκκλησία» ἐννοοῦνται καὶ ὅλες οἱ προτεσταντικὲς ὁμάδες ποῦ συμμετέχουν στὸ ΠΣΕ] εἶναι ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ ὄχι ἁπλὰ μέρος της. Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὄχι ὁλόκληρη [ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία]. Κάθε ἐκκλησία πληροὶ τὴν καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται ἐν κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες ἐκκλησίες ...  Ἀκόμη καὶ τώρα ποῦ ἡ συμμετοχὴ στὴν ἴδια Εὐχαριστία δὲν εἶναι πάντοτε δυνατή, οἱ διηρημένες ἐκκλησίες ἐκφράζουν τὴν [μεταξύ τους] ἀμοιβαία ἐκτίμησι  καὶ ὄψεις τῆς καθολικότητος … Ὁ ἕνας  χωρὶς  τὸν ἄλλον εἴμαστε  πτωχότεροι». Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ δυστυχῶς- καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι στὰ πλαίσια τοῦ Π.Σ.Ε, ἀναγνωρίσαμε, μεταξὺ ἄλλων, τὴν “καθολικότητα” (=πληρότητα ἀληθείας) τῶν αἱρετικῶν προτεσταντικῶν ὁμάδων καὶ ἐπιπλέον διακηρύξαμε ὅτι ἡ Καθολικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἂν βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὶς αἱρέσεις τοῦ Προτεσταντισμοῦ, γιατί χωρὶς αὐτὲς εἴμαστε… «πτωχότεροι»! Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι αὐτὴ ἡ κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θέσις ἑδράζεται καὶ στὸ κείμενο Β.Ε.Μ. τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις», στὸ ὁποῖο ἀμφισβητεῖται ρητὰ ἀκόμα καὶ ἡ «καθολικότης τῆς Εὐχαριστίας» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἀποδεκτὴ ἡ intercommunio: «Ἐὰν μία Ἐκκλησία, οἱ λειτουργοὶ καὶ οἱ πιστοὶ αὐτῆς, διαμφισβητοῦν εἰς ἄλλας Ἐκκλησίας, εἰς τοὺς βαπτισθέντας ὑπ’ αὐτῶν καὶ εἰς τοὺς λειτουργοὺς τῶν τὸ δικαίωμα νὰ μετέχουν εἰς τὴν Εὐχαριστίαν ἢ νὰ προΐστανται αὐτῆς, ἡ καθολικότης τῆς Εὐχαριστίας καθίσταται ὁλογώτερον ἔκδηλος».


Εἶναι λοιπὸν φανερό, μετὰ ἀπὸ ὅλα ὅσα ἀναφέραμε, ὅτι ἡ εἰκόνα ποὺ μᾶς δίδει τὸ κείμενο σχετικὰ μὲ τὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ἐπίπλαστη.

No comments:

Post a Comment