Monday, March 21, 2016

ΕΙΝΑΙ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ Ε΄ ΠΡΟΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΔΙΑΣΚΕΨΗΣ;


Συνέντευξη του Καθηγητή κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»

Εἶναι δεσμευτικά τά Κείμενα της ε΄ Προσυνοδικής Διάσκεψης;
______

Δημοσιογράφος: Κύριε Καθηγητά, πάνω σέ αὐτό πού μᾶς λέτε, αὐτά τά Κείμενα, ἔτσι ὅπως υἱοθετήθηκαν ἤ μᾶλλον ὅπως ὑπογράφηκαν, γιατί δέν υἱοθετήθηκαν τελικά, ἀφοῦ δέν συζητήθηκαν, εἶναι δεσμευτικά γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;

Καθηγητής: Πολύ ὡραῖο τό ἐρώτημά σας. Διαβάζοντας κανείς Κείμενα, πού κυκλοφοροῦν στόν λεγόμενο οἰκουμενικό χῶρο, ἀπό τούς οἰκουμενιστές ἑτεροδόξους, ἐκπλήσσεται μέ μᾶς τούς Ὀρθοδόξους, γιατί δέν κάνουμε τίς ἀναμενόμενες ἀπό αὐτούς προόδους -μέ ἀρνητικό πρόσημο βεβαίως ἐδῶ οἱ πρόοδοι- μέ βάση τίς ὑπογραφές, πού ἔχουμε βάλει. Καί θεωρούμεθα ἀνακόλουθοι, ἐπειδή οἱ Ἐκκλησίες, τίς ὁποῖες ἐκπροσωποῦν οἱ ἐν λόγω ἐκπρόσωποι, δέν εἶναι διατεθειμένες νά προχωρήσουν πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση. Γι’ αὐτό καί πιέζονται ἀπό πολλές δυνάμεις, ἀκόμη καί κοσμικές. Καί τό ἐκπληκτικό εἶναι, ὅτι ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν δέν γνωρίζει κἄν αὐτές τίς ἀποφάσεις ἤ δέν θέλησε νά τίς συζητήσει, ὑποτιμώντας αὐτήν τήν πρακτική, τήν ὁποία βέβαια υἱοθέτησε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί μέ βάση αὐτήν προωθεῖ αὐτά τά Κείμενα. Οἱ ἴδιες οἱ Τοπικές Ἐκκλησίες νόμισαν, ὅτι μποροῦν νά ἀδιαφοροῦν, ἀφοῦ δέν τούς ἀγγίζουν ἀκόμη οἱ ὑποτιθέμενες γι’ αὐτούς δεσμεύσεις.

Ὅμως, δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα. Κάποτε θά μᾶς ζητηθεῖ ἡ εὐθύνη γιά τήν ὑπογραφή τῶν ἀντιπροσώπων μας. Βεβαίως, τό κυρίαρχο σῶμα παραμένει πάντοτε ἡ Ἱεραρχία καί μπορεῖ, ὅταν ἀσχοληθεῖ, καί ὀφείλει νά ἀσχοληθεῖ τό συντομότερο, νά πεῖ τήν ἀποψή της καί νά τήν στείλει στό Συντονιστικό Κέντρο, πού εἶναι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, γιά νά ὑπάρχει μέ τόν τρόπο αὐτό μία ἀπόφαση, ἡ ὁποία νά ἐκπροσωπεῖ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Θά σᾶς πῶ ἕνα ἁπλό παράδειγμα ἐδῶ, ἔτσι γιά νά γίνουμε πολύ συγκεκριμένοι: Τό 1993, στό Balamand τοῦ Λιβάνου, ἔγινε ἕνα κείμενο. Τό κείμενο αὐτό κατ’ ἀρχήν εἶναι ἐπαίσχυντο.

Δημοσιογράφος: Τό πρῶτο πού ἐπέβαλε τομές.

Καθηγητής: Ναί, ἦταν τό χειρότερο Κείμενο πού μποροῦσε νά ὑπάρξει, γιατί δίνει ἐκκλησιαστικότητα καί νομιμότητα στά μυστήρια τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, τά ὁποῖα θεωρεῖ ἰσότιμα μέ τά δικά μας. Τό μόνο πού διαφέρει δηλαδή ἡ Ὀρθοδοξία ἀπό τούς Ρωμαιοκαθολικούς, εἶναι ἡ ἐλλειμματική της αὐτή Ἐκκλησιολογία, πού ἀφορᾶ τήν ἀναγνώριση τοῦ Πάπα. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι κοινά. Ὅμως αὐτό κυκλοφορεῖ εὐρέως διά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅτι εἶναι φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί αὐτό πιστοποιεῖται ἀπό τίς ἐπισκέψεις τοῦ Πάπα καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, μέ τίς συμπροσευχές πού κάνουν· γιατί ἔτσι νομιμοποιοῦνται, νομίζουν δηλαδή πώς νομιμοποιοῦνται, αὐτές οἱ ἐνέργειές τους. Ὅμως, δέν λαμβάνεται ὑπ’όψη, ἐπειδή δέν γνωρίζουν οἱ περισσότεροι, πώς ἕξι Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δέν πῆραν μέρος στή σύναξη αὐτή, στήν ἀπόφαση αὐτή. Αὐτές εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τῆς Σερβίας, τῆς Βουλγαρίας, τῆς Γεωργίας, τῶν Ἱεροσολύμων καί τῆς Τσεχίας. Ἀλλά, καί μία νά μήν ἔπαιρνε μέρος, μέ βάση τόν Κανονισμό αὐτό, θά ἔφτανε νά τήν ἀκυρώσει. Παρά τό γεγονός, ὅτι ὄχι μόνο δέν παρέστησαν, ἀλλά ἄσκησαν καί κριτική. Θυμᾶμαι πώς τότε ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦταν ὁ μακαριστός καθηγητής π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν θέλησε νά ἀντιπροσωπευθεῖ, ἐξαιτίας ἀκριβῶς τοῦ περιεχομένου αὐτοῦ τοῦ Κειμένου.
Τότε, λοιπόν, ἐγράφησαν κριτικές καί ἀπορρίφθηκαν οὐσιαστικά αὐτές οἱ θέσεις ἀπό τήν γρηγοροῦσα συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Μιλάω γιά τήν Ἑλλάδα, ὅπου γνωρίζω, ὅτι ἔτσι ἔγιναν τά πάγματα. Τελικά ὅμως κυκλοφοροῦν, σάν νά εἶναι ἕνα Κοινό Κείμενο, πού ὑπεγράφη ἀπό ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Δηλαδή, γιά νά ποῦμε τά πράγματα μέ τό ὄνομά τους -γιατί ὑπάρχει παραπληροφόρηση ἐσκεμμένη καί μεθοδευμένη. Τά λέμε, τά λέμε, τά λέμε αὐτά, πού δέν εἶναι σωστά, γιά νά πιστευθοῦν μέ τήν ὑπεραπλουστευμένη σκέψη, ὅτι, ἀφοῦ κυκλοφοροῦν τόσο πολύ, εἶναι ἀλήθεια. Βέβαια, αὐτή εἶναι μιά μεθοδολογία τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων, ἀλλά πρέπει νά γνωρίζουμε τί γίνεται στό σπίτι μας· καί τό σπίτι μας εἶναι αὐτό. Κάποιοι, χωρίς ἐμᾶς, καί μή θεωρηθεῖ αὐτό προτεσταντικό, σᾶς παρακαλῶ, ἀποφασίζουν γιά μᾶς. Ἀποφασίσθηκαν αὐτά τά πράγματα, μέ τά ὁποῖα δέν συμφωνοῦμε, δέν ἐρωτηθήκαμε, καί ὅμως πρακτικά προχωροῦν, ὡς ἐάν νά ἤμασταν σύμφωνοι.

Αὐτά τά πράγματα εἶναι μετέωρα αὐτή τήν στιγμή. Αὐτό θέλω νά πῶ σ’ αὐτήν τήν ἐκπομπή. Καί αὐτά τά ὑποτιμήσαμε, γιατί ὁ προσανατολισμός μας εὐρύτερα, ὡς πιστῶν, εἶναι κοσμικός, ἀσχολούμαστε μέ τά βιοτικά, ἔχουμε τόν σκοτασμό μας κ.τ.λ. καί δέν δίνουμε τή σημασία πού πρέπει σ’ αὐτά. Ἔρχονται, ὅμως, καί θά ἔρχονται στό πιάτο μας, γιατί ἐξήγγειλε ἡ παροῦσα Σύνοδος, ὅτι ἡ θεματολογία της πρός τό παρόν εἶναι αὐτή, ἀλλά ἐπιφυλάσσεται στή συνέχεια νά κάνει καί ἄλλες τέτοιες Ἅγιες καί Μεγάλες Συνόδους, γιά νά φέρει καί τά ὑπόλοιπα θέματα, πού εἶναι προγραμματισμένα. Ἄρα, τά πράγματα μᾶς λέγονται ξεκάθαρα αὐτή τή στιγμή. Θά ἔρθουν ἐκεῖνα, στά ὁποῖα βάλανε κάποιοι ὑπογραφές, ἀλλά θά ἔρθουν κι ἐκεῖνα, τά ὁποῖα κάποιοι δέν τά ὑπογράψανε. Δέν ξέρω μέ ποιόν τρόπο. Μπορεῖ νά ἀγνοηθεῖ τό γεγονός, ὅτι δέν τά ἔχουν ὑπογράψει ὅλοι, ἀλλά θά ἔρθουν αὐτά τά θέματα. Ἑπομένως, δέν μποροῦμε νά τά παραβλέπουμε αὐτά ἤ νά μήν λέμε τήν ἱστορία τους καί νά τά ὡραιοποιοῦμε.

Κοιτάξτε, εἶναι ἐκπληκτικό πώς ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀλλά καί οἱ Εὐαγγελιστές δέν ὡραιοποιοῦν ποτέ τήν ἀλήθεια. Βλέπετε, οἱ Εὐαγγελιστές μιλοῦνε εἰς βάρος τῶν Ἀποστόλων, γιά τίς ἀσυνέπειες καί τά λάθη τους. Καί οἱ ἁμαρτίες κάποιων ἀνθρώπων λέγονται μέ τό ὄνομά τους. Ἄρα, δέν ὑπάρχει ὡραιοποίηση. Ἡ ὡραιότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄκτιστη καί εἶναι τέτοια, πού δέν φοβᾶται τήν ἀλήθεια. Ἑπομένως, σ’ αὐτήν τήν κατεύθυνση θά πρέπει νά κινεῖται καί ἡ θεσμική ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ συνόλῳ της.
Θά μοῦ ἐπιτρέψετε, ὅμως, νά συμπληρώσω τήν ἀνάλυση τοῦ Κειμένου αὐτοῦ, ὅπως κατατίθεται στήν Ἐπιστολή μου: «Τέλος στό ἄρθρο 22 δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι ἡ μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει τό ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της», κι αὐτό εἶναι ἐκεῖνο, στό ὁποῖο ἀναφερθήκαμε λιγάκι στήν προηγούμενη συζήτηση, «ἐπειδή θεωρεί ὅτι ἡ διατήρηση τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνο διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος τό ὁποῖο ἀνέκαθεν διά τήν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τόν ἁρμόδιο καί ἔσχατο κριτή περί τῶν θεμάτων τῆς πίστεως». Ἐδῶ, ἐκτός χειρογράφου, νά πῶ, ὅτι ὑπαινίσσσεται σαφῶς -καί σέ ἕνα ἄλλο σημεῖο εἶναι πολύ ἐμφανέστερο-, ὅτι θά ὑπάρξουν κάποιοι πού θεωροῦνται ζηλωτές, θά λέγαμε φονταμενταλιστές, οἱ ὁποῖοι δέν θά δεχθοῦν ἐνδεχομένως αὐτές τίς ἀποφάσεις. Κι αὐτοί θά πρέπει νά προσέξουν, γιατί τούς βάζει μπροστά στήν ἱστορική τους εὐθύνη, ἔναντι τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό εἶναι φρικαλέο, ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου. Αὐτό θά μποροῦσε νά τό πεῖ μόνο ἕνας Πάπας, μόνον οἱ Ρωμαιοκαθολικοί. Δηλαδή, προδικάζει τό ἀλάθητο καί καταδικάζει τήν ὅποια ἀντίδραση, ἐκ προοιμίου. Ἄν, ὅμως, αὐτή ἡ ἀντίδραση στοιχεῖ στήν γρηγοροῦσα συνείδηση καί εἶναι «ἑπόμενη τοῖς ἁγίοις Πατράσι», ἄν δηλαδή αὐτή εἶναι ἐκείνη, πού ἐκφράζει τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό, θά ποῦμε, ὅτι αὐτοί πού τήν ἐκφράζουν τίθενται ἐκτός Ἐκκλησίας; Ἤ ὅτι διασαλεύουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία ὑπερασπιζότανε οἱ λατινόφρονες; Ἐδῶ, φτάσαμε στήν ἀνατροπή τῶν πραγμάτων.

Γι’ αὐτό, θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά σᾶς πῶ τήν κριτική, πού ἀσκῶ ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ συγκεκριμένου ἄρθρου. Στό ἄρθρο αὐτό παραγνωρίζεται τό ἱστορικό γεγονός, ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔσχατο κριτήριο εἶναι ἡ γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στό παρελθόν ἐπικύρωσε ἤ θεώρησε ληστρικές ἀκόμη καί Οἰκουμενικές Συνόδους. Ὅταν δηλαδή ἡ δογματική αὐτή συνείδηση - καί ὅταν λέμε δογματική συνείδηση μπορῶ νά πῶ ὅτι εἶναι ἡ συμπυκνωμένη πνευματική ἐμπειρία μέσα στήν Ἐκκλησία, εἶναι δηλαδή αὐτό τό λειτουργοῦν μέσα μας Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο λάβαμε, καί αὐτή εἶναι ἡ μοναδική ἰσότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ - ὅταν αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἐνεργοποιημένη, αὐτή εἶναι πού μᾶς πληροφορεῖ γιά αὐτή τήν συνέχεια, καί ἐπιστημονικά τό πιστοποιοῦμε καί ἐμεῖς ὡς ἐπιστήμονες.

Τό συνοδικό σύστημα, γιά νά ἐπανέλθω στήν Ἐπιστολή, ἀπό μόνο του, δέν διασφαλίζει μηχανιστικά, θά λέγαμε δηλαδή μαγικά, τήν ὀρθότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτό γίνεται μόνον, ὅταν οἱ συνοδικοί Ἐπισκοποι, αὐτοί δηλαδή πού λαμβάνουν μέρος στήν Σύνοδο, ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν Ὑποστατική Ὁδό, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ὁπότε ὡς συν-οδικοί -ὡς αὐτοί δηλαδή πού πηγαίνουν ἐπί τῆς ὁδοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, μαζί μέ τόν Χριστό- εἶναι στήν πράξη «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Καί αὐτό ἀποδεικνύεται καί ἱστορικῶς-ἐπιστημονικῶς.

Καί τώρα νά κάνω τή γενική ἀποτίμηση τοῦ Κειμένου: «Μέ ὅσα γράφονται καί ὅσα ὑπονοοῦνται σαφῶς στό παραπάνω κείμενο εἶναι προφανές, ὅτι οἱ ἐμπνευστές καί οἱ συντάκτες του ἐπιχειροῦν μιά θεσμική νομιμοποίηση τοῦ χριστιανικοῦ συγκρητισμοῦ-οἰκουμενισμοῦ μέ μιά ἀπόφαση Πανορθοδόξου Συνόδου. Αὐτό ὅμως θά ἦταν καταστροφικό γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό προτείνω, ταπεινῶς, τήν καθολική ἀπόσυρσή του». Νομίζω, ὅτι ἐκφράζομαι μέ πολύ ἐπιείκεια γιά τήν ἀπόσυρση. Θά ἔλεγα, ἔξω ἀπό τά δόντια, ὅτι θά πρέπει νά ὑπάρξει καταδίκη αὐτοῦ τοῦ Κειμένου, ὄχι ἁπλῶς ἀπόσυρση. Ἀλλά τό λιγότερο ἀπόσυρση. Ὄχι ἀναθεώρησή του. Δέν ἔχει κάτι πού νά μπορεῖ νά ἀναθεωρηθεῖ, κατά τήν γνώμη μου. Ἀναφέρομαι πάντοτε στά οὐσιαστικότερα τμήματα αὐτοῦ τοῦ Κειμένου.

Αὐτό τό Κείμενο γιά λόγους δογματικούς, ἀφοῦ ἔρχεται ὡς θέμα, θά πρέπει νά καταδικαστεῖ. Γιατί; Γιατί εἰσηγεῖται τήν ἀλλοτρίωση τῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τῆς Μόνης, Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς, τό ὁποῖο παραδόξως ὁμολογεῖται, ἐνῶ στήν συνέχεια ἀκυρώνεται. Αὐτό εἶναι, κατά τήν γνώμη μου, ὁ γνήσιος Οἰκουμενισμός. Ὅλα νά χωροῦν. Ἀντιφατικά πράγματα. Δηλαδή, σέ τελευταία ἀνάλυση, τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ τά ἀκάθαρτα πνεύματα νά ὑπάρχουνε καί νά συνυπάρχουν, ὄχι ἁπλῶς κατά ἀνοχήν, πού οὕτως ἤ ἄλλως ὑπάρχουν καί συνυπάρχουν, ἀλλά νά θεωροῦνται ἕνα, μέ νομιμοποίηση μιᾶς οὐσιαστικά Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀφοῦ θά εἶναι Πανορθόδοξη, Ἁγία καί Μεγάλη. Πρᾶγμα, τό ὁποῖο εἶναι φρικαλέο καί μόνο νά τό σκέφτεται κανείς, ὅτι δηλαδή μπορεῖ νά ἔχει αὐτό τό πρᾶγμα νομιμοποίηση. Γιατί, βέβαια, κάνει τά πάνω κάτω.

Ἐδῶ, γιά νά πῶ καί κάτι αἰσιόδοξο, μιά καί ἀντηχοῦν αὐτά κάπως ἀπαισιόδοξα, δέν πρόκειται εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων νά περάσει κάτι τέτοιο στήν πράξη. Γιατί τό λέω αὐτό; Καί τό λέω μέ ἀπόλυτο τρόπο. Γιατί, ἐάν περάσει αὐτό, ἀκυρώνεται ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία. Καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὡς κεφαλή, ἔνδοξη θεανθρώπινη κεφαλή αὐτοῦ τοῦ Σώματος, μᾶς εἶπε, ὅτι θά παραμένει ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, καί τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας Του θά ὑπάρχει καί θά Τήν καθοδηγεῖ εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν. Ἄρα, ἐκ προοιμίου, εἴμαστε αἰσιόδοξοι ρεαλιστικά. Γιατί; Γιατί εἴμαστε «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι» καί συντασσόμαστε μέ τό λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ ἱδρυτοῦ - Αὐτοῦ τοῦ Θεανθρώπου - τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας.

Δημοσιογράφος: Νομίζω, κ. Καθηγητά, πώς ἱστορικά αὐτό ἔχει ἀποδειχθεῖ σέ περιόδους μέ πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες καί παρέμεινε ἡ Ἐκκλησία μας, ὅπως ἦταν, μέ τήν ἑνότητα, πού τώρα προσπαθοῦμε νά τήν ἀναζητήσουμε ἤ νά τήν ἐπαναπροσδιορίσουμε...

Καθηγητής: Γι’ αὐτό καί πρακτικῶς, μέχρι σήμερα, ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἁγίους· ἀναγνωρισμένους πρωτίστως ἀπό αὐτήν τήν δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, καί ἔρχεται κατόπιν τυπικῶς ἡ Ἱεραρχία ἐν Συνόδῳ νά ἐπισημοποιήσει. Γι’ αὐτό ἐμεῖς οἱ Ὀρθοδοξοι δέν ἁγιοποιοῦμε, ἀλλά ἁγιοκατατάσσουμε ἐπισήμως μέ μιά ληξιαρχική πράξη αὐτό, τό ὁποῖο ἤδη ὑφίσταται. Πῶς γίνεται ἕνα βρέφος πού γεννιέται καί στήν συνέχεια ὑπάρχει γιά τήν πολιτεία τυπικῶς; Οὐσιαστικῶς ὑπάρχει, οὐδείς μπορεῖ νά τό ἀμφισβητήσει, ἀλλά ὀφείλει νά ὑπάρχει καί ἡ ἐπίσημη ληξιαρχική πράξη γιά τήν τυπική κατοχύρωση.

No comments:

Post a Comment