ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΟΥ ΣΥΝΟΔΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
«ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ»
Tου Πρωτοπρ. Θεόδωρου Ζήση
=====
12. Ἡ σκοτεινὴ καὶ γριφώδης παράγραφος 20. Ἡ ἐκκλησιαστικότητα καὶ τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν
Ἡ πιὸ προβληματικὴ καὶ ἐρεβώδης παράγραφος τοῦ κειμένου, σχεδιασμένα δυσερμήνευτη, εἶναι ἡ φέρουσα τὸν ἀριθμὸ 20. Ἤδη πρὸ τῆς καθυστερημένης δημοσιοποιήσεως τῶν κειμένων, τὰ ὁποῖα ἦσαν ἄγνωστα ἀκόμη καὶ στοὺς ἐπισκόπους, καὶ μόνον σὲ ὀλίγους προνομιούχους γνωστά, πληροφορηθήκαμε ἀπὸ αὐτοὺς ὅτι προστέθηκαν στὸ προσυνοδικὸ κείμενο πρωτοποριακὲς καινοτόμες θέσεις ποὺ ἀναγνωρίζουν τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἑτεροδόξων καὶ τὴν ἐγκυρότητα τοῦ βαπτίσματός των. Οἱ προνομιοῦχοι αὐτοὶ γνῶστες τῶν κειμένων σὲ εἰσηγήσεις ποὺ ἔκαναν σὲ συνέδριο ποὺ ὀργάνωσε τὸ Πατριαρχικὸ Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν στὴ Μονὴ Βλατάδων (3-5 Δεκεμβρίου 2015) μὲ θέμα «Πρὸς τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» μᾶς ἀποκάλυψαν αὐτὰ ποὺ θέλουν οἱ Οἰκουμενισταὶ νὰ συναγάγουν ἀπὸ τὴν ἀσαφῆ, ἀκατανόητη καὶ δυσερμήνευτη παράγραφο 20, τὴν ὁποία θὰ ἐπισείουν ὡς νέα πανορθόδοξη ἀπόφαση ἐναντίον ὅσων ἀντιδροῦν στὴν προώθηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ θὰ μᾶς κατηγοροῦν ὅτι δὲν καταλαβαίνουμε τὸ κείμενο. Ὁ μητροπολίτης Μεσσηνίας, λοιπόν, δικαιολογημένα γνώστης τῶν κειμένων, ἀφοῦ ὡς ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος συμμετέχει καὶ στὴν κατασκευή τους κατὰ τὴν τελευταία φάση, καυχώμενος γιὰ τὶς προσθῆκες ἀπὸ τὶς ὁποῖες καὶ ἡ παράγραφος 20 λέγει ὅτι «υἱοθετήθησαν ἐπὶ πλέον καὶ νέαι παράγραφοι λίαν σημαντικαὶ αἱ ὁποῖαι ἐπιβεβαιώνουν πανορθοδόξως θέσεις αἱ ὁποῖαι κατὰ τὸ παρελθὸν εἴτε ἀμφισβητοῦντο εἴτε καὶ παραθεωροῦντο». Θεωρώντας δεδομένη τὴν πανορθόδοξη ἔκφραση μέσῳ κάποιων ἐκπροσώπων, ὁριζομένων ὄχι πάντοτε δεόντως, προϊδεάζει ὅτι ἡ Σύνοδος θὰ υἱοθετήσει θέσεις οἱ ὁποῖες στὸ παρελθὸν ἠμφεσβητοῦντο καὶ παρεθεωροῦντο, θὰ καινοτομήσει δηλαδὴ ἡ Σύνοδος καὶ δὲν θὰ εἶναι συνέχεια τῶν προηγουμένων Συνόδων, Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν. Καὶ ἀναφερόμενος στὴν γριφώδη παράγραφο 20 τοῦ κειμένου γράφει: «Ἐτέθησαν τὰ κανονικὰ κριτήρια (καν. 7ος τῆς Β´ καὶ 95ος τῆς Πενθέκτης) ὡς πρὸς τὴν προοπτικὴν τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν (§20). Διὰ τῆς παρούσης παραγράφου προσδιορίσθησαν πανορθοδόξως τὰ ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν, δὲν ἀμφισβητήθη ἡ ὕπαρξις αὐτῶν καὶ «κατ᾽ οἰκονομίαν» ἀνεγνωρίσθη τὸ συμφώνως πρὸς τὴν κανονικὴν παράδοσιν, ὑποστατὸν καὶ ἔγκυρον τοῦ βαπτίσματος. Οὕτως ἐνισχύεται ἡ ἀρχὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, ὡς ἔκφρασις φιλανθρώπου διαθέσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν, ἐνῶ ἀτονεῖ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀκριβείας». Τὶ νὰ πεῖ κανεὶς καὶ τὶ νὰ πρωτοσχολιάσει; Ἐν πρώτοις ὅτι φιλολογικά, ἐννοιολογικά, κυριολεκτικὰ δὲν προκύπτουν αὐτὰ ἀπὸ τὴν παράγραφο 20, ἡ ὁποία βέβαια γενικῶς ἔχει τὸ κακό της χάλι. Λέγει ἡ παράγραφος: «Αἱ προπτικαὶ τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν προσδιορίζονται πάντοτε ἐπὶ τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (κανόνες 7 τῆς Β´ καὶ 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν συνόδων)». Δὲν γνωρίζουμε ποιός εἶναι ὁ μεγάλος καὶ ἔμπειρος στὴν ἐκκλησιαστικὴ διπλωματία συντάκτης αὐτῆς τῆς παραγράφου, πρέπει ὅμως νὰ γνωρίζουν ὅλοι ὅσοι τὴν ἐμπνεύσθηκαν ὅτι οἱ σκοποὶ των δὲν εὐοδοῦνται· δὲν βγαίνει μὲ τίποτε ἡ ἑρμηνεία τοῦ μητροπολίτου Μεσσηνίας ἀπὸ αὐτὴν οὔτε τοῦ εἰδικοῦ καθηγητοῦ τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης Στ. Τσομπανίδη στὸ Τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τὴν ὁποία στὴ συνέχεια θὰ ἀναφέρουμε. Ἀπὸ τὴν παράγραφο αὐτὴ σὲ σχέση μὲ τοὺς δύο κανόνες ποὺ παραθέτουν, ποὺ οὐσιαστικὰ εἶναι ἕνας διότι ὁ 95ος τῆς Πενθέκτης ἐπανλαμβάνει αὐτολεξεὶ τὸν 7ο τῆς Β´, προκύπτει ὅτι οἱ Θεολογικοὶ Διάλογοι καὶ οἱ προοπτικές τους προσδιορίζονται πράγματι καὶ πρέπει νὰ προσδιορίζονται ἀπὸ τὰ κανονικὰ κριτήρια τῆς διαμορφωμένης ἤδη παραδόσεως μὲ βάση ὄχι μόνο τοὺς δύο αὐτοὺς κανόνες ἀλλὰ ὅλους τοὺς κανόνες ποὺ συμφωνοῦν μεταξύ τους. Μὲ βάση τὰ κριτήρια αὐτὰ ὅλοι οἱ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας εὑρισκόμενοι αἱρετικοί, ὅταν ἀποφασίσουν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν αἵρεση, καὶ νὰ προστεθοῦν στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετωπίζονται μὲ διπλὸ τρόπο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εἴτε κατ᾽ ἀκρίβειαν, εἴτε κατ᾽ οἰκονομίαν. Ἡ ἀκρίβεια ἀπαιτεῖ τὴν μὴ ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων τους, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀναβαπτίζονται· ἡ οἰκονομία, ποὺ δὲν καταργεῖ τὴν ἀκρίβεια καὶ ἐφαρμόζεται ὑπὸ συγκεκριμένους ὅρους, τοὺς δέχεται χωρὶς βάπτισμα μόνο μὲ χρίσμα, ἀλλὰ μὲ λίβελλο, καὶ ἀποκήρυξη τῆς αἱρέσεως. Στὴν περίπτωση ποὺ ἐφαρμόζεται ἡ οἰκονομία καὶ δὲν τοὺς ἀναβαπτίζει ἡ Ἐκκλησία δὲν σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζει καθ᾽ ἑαυτὸ τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, ἐφ᾽ ὅσον ἐξακολουθοῦν νὰ παραμένουν στὴν αἵρεση, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς συνομιλητές μας στοὺς Διαλόγους, Παπικούς, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες. Τὸ ἀναγνωρίζει μόνον, ὅταν ἀποφασίσουν νὰ ἀποκηρύξουν τὴν αἵρεση καὶ νὰ προστεθοῦν στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ πρέπει νὰ ποῦμε στοὺς ἑτεροδόξους μὲ τοὺς ὁποίους συνομιλοῦμε στοὺς Διαλόγους, γιὰ νὰ τοὺς παρακινήσουμε ἀπὸ ἀγάπη νὰ ἔλθουν στὴν Ἐκκλησία· αὐτὰ εἶναι ἀπαράβατα κανονικὰ κριτήρια, καὶ ὄχι νὰ τοὺς ξεγελοῦμε σὰν μικρὰ παιδιὰ λέγοντας πὼς ἀναγνωρίζουμε τὰ μυστήριά τους. Γι᾽ αὐτὸ οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου δὲν τόλμησαν νὰ παραθέσουν ἕναν ἀπὸ τοὺς δύο ἔστω κανόνες, διότι καὶ οἱ δύο κάνουν λόγο γιὰ αἱρέσεις καὶ ὄχι γιά «χριστιανικὲς Ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες», καὶ τὸ σημαντικώτερο, ἀναγνωρίζουν τὸ βάπτισμα κατ᾽ οἰκονομίαν, ὄχι αὐτῶν ποὺ παραμένουν στὴν αἵρεση, ἀλλὰ αὐτῶν ποὺ προστίθενται, ποὺ ἐπιστρέφουν στὴν Ἐκκλησία. Ἂς πείσουν, λοιπὸν τοὺς διαλεγομένους νὰ ἐπιστρέψουν, καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὄντως «διαμορφωμένη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση», γιὰ νὰ ἐφαρμόσει εἴτε τὴν ἀκρίβεια εἴτε τὴν οἰκονομία. Ἀπὸ κανένα κανόνα δὲν προκύπτει ὅτι ὑπάρχουν «λοιπὲς Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες», ἀμφισβητοῦν ὅλοι οἱ κανόνες τὴν ὕπαρξη ἄλλων Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν καὶ δὲν ἀναγνωρίζουν τὸ ὑποστατικὸ καὶ ἔγκυρο τοῦ βαπτίσματος, παρὰ μόνον κατ᾽ οἰκονομίαν αὐτῶν ποὺ ἀφήνουν τὴν αἵρεση καὶ ἐπιστρέφουν, «προστίθενται» στὴν Ἐκκλησία. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ παραθέσει πάμπολλες σύμφωνες γνῶμες ἐγκύρων δογματολόγων καὶ κανονολόγων, καὶ εἶναι ἀπορίας ἄξιον πὼς μὲ τόση προχειρότητα γράφονται ἐπίσημα συνοδικὰ κείμενα. Οἱ κανόνες εἶναι σαφεῖς, παραθέτουμε ὅμως ἀπὸ τοὺς δύο τὸν 95ο τῆς Πενθέκτης ποὺ περιέχει ἐπὶ λέξει καὶ τὸν 7ο τῆς Β´: «Τοὺς προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ, καὶ τῇ μερίδι τῶν σωζομένων, ἀπὸ αἱρετικῶν δεχόμεθα κατὰ τὴν ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν τε καὶ συνήθειαν. Ἀρειανοὺς μὲν καὶ Μακεδονιανούς, καὶ Ναυατιανούς, τοὺς λέγοντας ἑαυτοὺς καθαρούς, καὶ Ἀριστερούς καὶ τοὺς Τεσσαρεσκαιδεκατίτας, ἤγουν Τετραδίτας καὶ Ἀπολιναριστὰς δεχόμεθα, διδόντας λιβέλλους, καὶ ἀναθεματίζοντας πᾶσαν αἵρεσιν μὴ φρονοῦσαν, ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, σφραγιζομένους, ἤτοι χριομένους πρῶτον τῷ ἁγίῳ Μύρῳ τὸ μέτωπον καὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ τᾶς ρῖνας καὶ τὸ στόμα, καὶ τὰ ὧτα· καὶ σφραγίζοντες αὐτοὺς λέγομεν· Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου. Περὶ δὲ τῶν Παυλιανιστῶν, εἴτα προσφυγόντων τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, ὅρος ἐκτέθειται, ἀναβαπτίζεσθαι αὐτοὺς ἐξάπαντος. Εὐνομιανοὺς μέντοι τοὺς εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους, καὶ Μοντανιστὰς τοὺς ἐνταῦθα λεγομένους Φρύγας, καὶ Σαβελλιανοὺς τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας, καὶ ἕτερά τινα χαλεπὰ ποιοῦντας, καὶ πάσας τὰς ἄλλας αἱρέσεις, ἐπειδὴ πολλαὶ εἰσιν ἐνταῦθα, μάλιστα οἱ ἀπὸ τῆς Γαλατῶν χώρας ἐρχόμενοι, πάντας τοὺς ἀπ᾽ αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τῇ ὀρθοδοξίᾳ, ὡς Ἕλληνας δεχόμεθα. Καὶ τὴν πρώτην ἡμέραν, ποιοῦμεν αὐτοὺς Χριστιανούς, τὴν δὲ δευτέραν κατηχουμένους· εἶτα τὴν τρίτη ἐξορκί-ζομεν αὐτοὺς μετὰ τοῦ ἐμφυσᾷν τρίτον εἰς τὸ πρόσωπον καὶ εἰς τὰ ὦτα, καὶ οὕτω κατηχοῦμεν αὐτούς, καὶ ποιοῦμεν χρονίζειν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ ἀκροᾶσθαι τῶν Γραφῶν, καὶ τότε αὐτοὺς βαπτίζομεν. Καὶ τοὺς Μανιχαίους δέ, καὶ τοὺς Οὐαλεντινιανούς, καὶ Μαρκιονιστὰς καὶ τοὺς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων, χρὴ ποιεῖν λιβέλλους, καὶ ἀναθεματίζειν τὴν αἵρεσιν αὐτῶν τοὺς Νεστοριανούς, καὶ Νεστόριον, καὶ Εὐτυχέα, καὶ Διόσκορον, καὶ Σεβῆρον, καὶ τοὺς λοιποὺς ἐξάρχους τῶν τοιούτων αἱρέσεων, καὶ τοὺς φρονοῦντας τὰ αὐτῶν καὶ πάσας τὰς προαναφερομένας αἱρέσεις, καὶ οὕτω μεταλαμβάνειν τῆς ἁγίας Κοινωνίας».
Νὰ προσέξουν μάλιστα οἱ παρερμηνεύοντες τοὺς κανόνες καὶ ἀπειλοῦντες, ἀκόμη καὶ στὸ συνοδικὸ κείμενο, αὐτοὺς ποὺ κάνουν ἄριστα καὶ ἀντιδροῦν στὶς ἐκκλησιολογικὲς καινοτομίες τους, ὅτι θὰ εὑρεθοῦν οἱ ἴδιοι κάτω ἀπὸ τὰ ἐπιτίμια τῶν κανόνων γιὰ τὶς παρεκτροπὲς ποὺ πράττουν στὸ συγκεκριμένο θέμα. Γιατὶ λέγει ὁ ΜΣΤ´ Κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «Ἐπίσκοπον ἢ Πρεσβύτερον αἱρετικῶν δεξαμένους Βάπτισμα ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν· τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ, ἢ τὶς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;». Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἑρμηνεύοντας πατερικὰ ὀρθόδοξα, καὶ ὄχι οἰκουμενιστικά, αὐτὸν τὸν κανόνα ἐνισχύει ὅσα προηγουμένως ἐλέχθησαν γιὰ τὴν φροντίδα καὶ μέριμνα νὰ ἐπιστρέψουν οἱ αἱρετικοί: «Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἀποστρέφωνται τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὰς τῶν αἱρετικῶν τελετάς. Μᾶλλον δὲ αὐτοὶ, οἱ αἱρετικοὶ δηλ., πρέπει νὰ ἐλέγχωνται καὶ νὰ νουθετῶνται ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους καὶ Πρεσβυτέρους, μήπως ἤθελαν καταλάβουν καὶ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὴν πλάνην των»[29]. Τὰ ἴδια ἀκριβῶς λέγει καὶ ἑπόμενως ΜΖ Ἀποστολικὸς Κανών. Ἂς κάνουν τὸν κόπο οἱ εὔκολοι παρερμηνευτὲς τῶν Ἱερῶν Κανόνων νὰ διαβάσουν τὰ ἐκτενῆ σχόλια τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου εἰς αὐτοὺς τοὺς δὺο Ἀποστολικοὺς Κανόνες καὶ θὰ καταλαβουν ποιὰ εἶναι τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν αἱρέσεων, ἂν οἱ κανόνες ἀναγνωρίζουν ἐκκλησιαστικότητα στοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὸ ἔγκυρο καὶ ὑποστατὸ τοῦ βαπτίσματος, καὶ ἂν «ἀτονεῖ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀκριβείας καὶ ἐνισχύεται ἡ ἀρχὴ τῆς οἰκονομίας». Ἀληθινὰ δὲν καταλαβαίνουν οὔτε τὶ λένε οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου οὔτε περὶ τίνων διαβεβαιοῦνται[30]. Τέτοια ἐπιποπλαιότητα γιὰ τόσο σοβαρὰ καὶ διαχρονικῶς λελυμένα θέματα εἶναι ἀδικαιολόγητη.
Τὰ ἴδια ἰσχύουν καὶ γιὰ ὅσα στὸ πατριαρχικὸ Συνέδριο τῆς Βλατάδων (3-5 Δεκεμβρίου 2015) εἶπε καὶ ὁ μνημονευθεὶς καθηγητὴς Στ. Τσομπανίδης. Ἐντοπίζει ὀρθὰ ὅτι «ἐκτιμῶνται θετικὰ τὰ θεολογικὰ κείμενα τῆς Ἐπιτροπῆς "Πίστη καὶ Τάξη" καὶ θεωροῦνται ὅτι ἀποτελοῦν ἀξιόλογο βῆμα στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση γιὰ τὴν προσέγγιση τῶν Ἐκκλησιῶν (§21)». Δὲν διστάζει μάλιστα νὰ ἐπαινέσει καὶ τὴν ἀπόφαση, τὴν φρικτὴ καὶ ἀπαράδεκτη, τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε καὶ νὰ ἰσχυρισθεῖ, φανερώνοντας τὶς προθέσεις τῶν συντακτῶν τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου, ὅτι στὴν Ε´ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη «ἐκφράζεται ἡ εὐαρέσκεια τῶν Ὀρθοδόξων γι᾽ αὐτὴν τὴν ἐξέλιξη». Δηλαδή, ἂν ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος δεχθεῖ τὸ προσυνοδικὸ κείμενο, δέχεται καὶ τὰ φρικτὰ καὶ ἀνατρεπτικὰ τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας κείμενα τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (2006) καὶ τοῦ Πουσάν (2013). Ἐπαναλαμβάνοντας δὲ καὶ ὅσα ὁ μητροπολίτης Μεσσηνίας εἶπε γιὰ τὸ «ὑποστατό» καὶ «ἔγκυρο» τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν, βάσει τῶν κανόνων 7 τῆς Β´ καὶ 95 τῆς Πενθέκτης, μὲ τὸ ἀνέρειστο καὶ κατὰ φαντασίαν σκεπτικὸ ὅτι σήμερα «ἀτονεῖ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀκριβείας καὶ ἐφαρμόζεται ἡ ἀρχὴ τῆς οἰκονομίας» μᾶς δείχνει καὶ τὸν ἐφευρέτη αὐτῆς τῆς καινοτομίας, τὸν καθηγητὴ Βλ. Φειδᾶ. Ποιοί ὅμως εἶναι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἐρήμην τῆς πατερικῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας ἀνατρέπουν τὴν κανονικὴ τάξη καὶ τὴν σαφῆ ἐκκλησιολογία τῆς Ἐκκλησίας;
No comments:
Post a Comment