Tuesday, March 8, 2016

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: "ΣΧΕΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ" ΣΑΜΠΕΖΥ 2015


ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: "ΣΧΕΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ" ΣΑΜΠΕΖΥ 2015

Του π. Αναστάσιου Γκοτσόπουλου
=====

4.  Η § 20 του ΚΕΙΜΕΝΟΥ της  Ε΄ ΠΠΔ.
Ιδιαίτερα θα σταθούμε στην σημαντική § 20, η οποία αναφέρει επί λέξει: «Αι προοπτικαί των θεολογικών διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών προσδιορίζονται πάντοτε επί τη βάσει των κανονικών κριτηρίων της ήδη διαμορφωμένης εκκλησιαστικής παραδόσεως (κανόνες 7 της Β΄ και 95 της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου)».
α) Γενικές παρατηρήσεις
 1. Η  διατύπωση της § 20 διακρίνεται για γενικότητα και ασάφεια, η οποία δε συνάδει με τη σοβαρότητα και το συνοδικό κύρος πανορθοδόξου Αποφάσεως. Είναι άκρως αναγκαίο να προσδιοριστεί επακριβώς τι εννοείται υπό τους όρους «προοπτικές» και «κανονικά κριτήρια». Η ασαφής αυτή διατύπωση επιτρέπει πολλαπλές αναγνώσεις και (παρ)ερμηνείες, που μόνο προβλήματα δημιουργούν.
2. Η § 20 εντάσσεται στην ενότητα του Κειμένου περί του ΠΣΕ. Συνεπώς, όταν αναφέρεται σε «άλλες χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες» περιλαμβάνει τις περισσότερες από  345 Κοινότητες-μέλη του ΠΣΕ και δεν περιορίζεται μόνο στις έξι με τις οποίες διεξάγει η Εκκλησία μας διμερείς θεολογικούς διαλόγους[71]. Τονίζουμε και πάλι ότι οι «Εκκλησίες»-μέλη του ΠΣΕ είναι ετερόκλητες από θεολογικής απόψεως (από Νεστοριανούς και Μονοφυσίτες μέχρι και Κουάκερους, Στρατό της Σωτηρίας, νεοπροτεστάντες, πεντηκοστιανούς, free Churches  κοκ)!
3. Η § 20 αναφέρεται στους «θεολογικούς διαλόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας» με Κοινότητες που βρίσκονται εκτός αυτής. Εν τούτοις, ενώ επικαλείται την «ήδη διαμορφωμένη εκκλησιαστική παράδοση» δε μνημονεύει τους κανόνες που αναφέρονται στις προϋποθέσεις και τη διαδικασία την οποία ανέκαθεν τηρούσε η Εκκλησία όταν ερχόταν σε διάλογο με αιρετικούς και σχισματικούς. Σημειώνουμε ότι μόνο η Σύνοδος της Καρθαγένης (419 μΧ) έχει συντάξει 18 κανόνες που εντάσσονται στην προβληματική αυτή. κανέναν όμως δε μνημονεύει το Κείμενο. Αντ’ αυτών, επικαλείται ως «ήδη διαμορφωμένη εκκλησιαστική παράδοση» για τους «θεολογικούς διαλόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας» μόνο τον Στ-95 (ο οποίος επαναλαμβάνει ολόκληρο τον Β-7). Όμως οι Β-7 και Στ-95 δεν αναφέρονται στους «θεολογικούς διαλόγους» ή στην «αποκατάσταση της ενότητας» ορισμένων Κοινοτήτων με την Εκκλησία, αλλά στον τρόπο  ένταξης στην Εκκλησία (με τη χρήση της ακρίβεια ή της οικονομίας) μεμονωμένων αιρετικών που μετανοημένοι αρνούνται την αίρεση και επιθυμούν να φύγουν απ’ αυτή, εντασσόμενοι στην Ορθοδοξία. Το κείμενο του Στ-95 (και του Β-7) είναι απολύτως σαφές: «Τοὺς προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ, καὶ τῇ μερίδι τῶν σῳζομένων ἀπὸ αἱρετικῶν, δεχόμεθα κατὰ τὴν ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν τε καὶ συνήθειαν», και πιο κάτω, «πάντας τοὺς ἀπ᾿ αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τῇ ὀρθοδοξίᾳ».
Αλλά ακόμα και στο σημείο αυτό υστερεί σοβαρά το κείμενο, διότι,  ενώ για τον τρόπο εισδοχής των αιρετικών υπάρχουν αρκετοί κανόνες (Α-8, -19, Αποστ-46, -47, -50, -68, Λαοδ-7, -8, Αγ. Κυπριανού, Μ. Βασιλ-1, -5, -20, -47), το Κείμενο περιορίζεται μόνο στον Στ-95 (που περιλαμβάνει και τον Β-7).
4. Είναι αξιοσημείωτη η φράση των κανόνων «Τοὺς προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ, καὶ τῇ μερίδι τῶν σῳζομένων ἀπὸ αἱρετικῶν». Η «μερίς των σωζομένων» ταυτίζεται με την «Ορθοδοξία», διαφοροποιείται και αντιδιαστέλλεται προς αυτή «των αιρετικών»! Με άλλα λόγια, οι αιρετικοί πριν ενταχθούν στην Ορθοδοξία, όσο βρίσκονταν στην αίρεση, δεν ανήκαν στη «μερίδα των σωζομένων»! Συνεπώς, η Εκκλησία απεφάνθη εν ταις Β΄ και Στ΄ Οικουμενικαίς Συνόδοις ότι δεν επιτρέπεται ταύτιση της «μερίδος των σωζομένων» με αυτή «των αιρετικών» ούτε οποιοσδήποτε συσχετισμός τους! Επίσης, η Εκκλησία, ακόμα και σε αυτούς τους κανόνες που εκφράζουν την φιλάνθρωπη κατ’ οικονομία πράξη της, διακηρύσσει ότι η «μερίδα των σωζομένων» ταυτίζεται με «την ορθοδοξία» και όχι με τους «αιρετικούς». Το του Αγ. Κυπριανού «εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία» έχει συνοδική - δύο Οικουμενικών Συνόδων - αποδοχή και επικύρωση, και μάλιστα, σε κανόνα που θεσμοθετεί και την κατ’ οικονομία πράξη! Συνεπώς, για τη Β΄ και Στ΄ Οικουμενικές Συνόδους δεν υπάρχει κανένα περιθώριο διαφοροποιήσεως μεταξύ των «κανονικών και χαρισματικών ορίων» τής Εκκλησίας, αναφορικά με την παροχή σωτηρίας!
5. Οι Β-7 και Στ-95, παρά το διαφορετικό τρόπο στην εισδοχή των «αιρετικών» και την ομαδοποίηση των Κοινοτήτων τους σε δύο ή τρεις κατηγορίες, εν τούτοις, όλες τις εκτός Εκκλησίας Κοινότητες συλλήβδην τις χαρακτηρίζουν ως «αιρέσεις». Δυστυχώς, το Κείμενο, παρά το γεγονός ότι επικαλείται τους κανόνες αυτούς, εν τούτοις πουθενά δεν χαρακτηρίζει, όπως είδαμε, τις εκτός της Ορθοδοξίας Κοινότητες ως «αιρέσεις».
6. Για την εισδοχή των αιρετικών στην Εκκλησία,  για τους οποίους προβλέπεται χρήση τής κατ’ οικονομία πράξεως, οι κανόνες που επικαλείται το Κείμενο απαιτούν: α) ρητή και κατηγορηματική άρνηση διά λιβέλου των αιρετικών διδασκαλιών και της ίδιας της αιρετικής κοινότητας στην οποία υπάγονταν πριν, β) πλήρη αποδοχή της πίστεως «ως φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία», γ) αναθεματισμό των αιρεσιαρχών των αιρετικών Κοινοτήτων στις οποίες μέχρι τώρα υπάγονταν, των «εξάρχων των τοιούτων αιρέσεων» και δ) αναθεματισμό όλων όσοι αποδέχονται τις αιρετικές διδασκαλίες αυτών. Τίποτα από τα ανωτέρω, καμία από τις προϋποθέσεις των ιερών Κανόνων  δεν προβλέπονται  στο Κείμενο της Ε΄ ΠΠΔ!
β) Ερμηνευτική προσέγγιση των  Β-7 και  Στ-95.
Όπως ήδη είδαμε, οι μοναδικοί ιεροί Κανόνες που επικαλείται  το Κείμενο, και ιδιαίτερα η § 20, είναι οι Β-7 και Στ-95. Επιβάλλεται λοιπόν να τους προσεγγίσουμε πιο αναλυτικά:
1.  Γένεση του προβληματισμού
Πάγια διδασκαλία της Εκκλησίας μας που συναρτάται άμεσα με την ίδια την αυτοσυνειδησία της και, συνεπώς, με τις πλέον θεμελιώδεις εκκλησιολογικές αρχές της,  είναι ότι τα μυστήρια στο σύνολό τους διακονούν το βασικό μυστήριο της Εκκλησίας και την εν Χριστώ σωτηρία του ανθρώπου. Έτσι, μόνο μέσα στη «γνήσια και αληθινή Εκκλησία τελεσιουργούνται τα μυστήρια και μόνο διά μέσου αυτής λειτουργούν σωστά και σωστικά για τον άνθρωπο»[72]. Για το λόγο αυτό είναι εντελώς αδιανόητο για την Εκκλησία να υφίστανται έγκυρα και χαριτόβρυτα μυστήρια που να προσφέρουν σωτηρία εκτός Αυτής, στους σκοτεινούς χώρους των αιρέσεων και των σχισμάτων[73]. Αυτή η βασική δογματική-εκκλησιολογική διδασκαλία εντάχθηκε πολύ νωρίς στο Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας μας με τους Αποστολικούς Κανόνες[74], που κατηγορηματικά αρνούνται την ύπαρξη μυστηρίων εκτός της Εκκλησίας, παρέχοντας μάλιστα με σύντομες φράσεις και την απαραίτητη θεολογική αιτιολόγηση. Άμεση πρακτική συνέπεια της εκκλησιο-λογικής αυτής θέσης ήταν ότι, όταν κάποιος αιρετικός μετανοούσε και επιθυμούσε να ενταχθεί στην Εκκλησία, η Εκκλησία τον βάπτιζε ανεξάρτητα από το αν αυτός είχε “βαπτιστεί”, στην αίρεση στην οποία μέχρι τότε ανήκε.
Σοβαρότατο όμως πρόβλημα προέκυψε στην Εκκλησία τον 3ο αι. με τον πάπα Ρώμης Στέφανο, ο οποίος δεν (ανα)βάπτιζε τους προσερχομένους από το σχίσμα των Νοβατιανών. Ριζικὰ ἀντίθετος ἦταν ὁ Ἅγ. Κυπριανός, ἐπίσκοπος Καρχηδόνος, ὁ πρῶτος μεγάλος Δυτικὸς Πατέρας καὶ Θεολόγος τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας[75], ὁ ὁποῖος ἀκολουθώντας τοὺς Ἀποστ-46, -47, -50 καὶ -68, τὶς ἀποφάσεις τῆς περὶ τὸ 220 μΧ Συνόδου ἐν Καρθαγένῃ ἐπὶ Ἀγριππίνου[76], καὶ, ταυτιζόμενος θεολογικὰ μὲ τὶς μικρασιατικὲς Ἐκκλησίες[77], θεωροῦσεἐντελῶς ἀνυπόστατα ὅλα τὰ «μυστήρια» τῶν αἱρετικῶν. Η άποψη αυτή του Αγ. Κυπριανού ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὶς τρεῖς Τοπικὲς Συνόδους τῆς Β. Ἀφρικῆς (Φθινόπωρο 255 μὲ 31 ἐπισκόπους, Ἄνοιξη 256 μὲ 71 ἐπισκόπους, καὶ Σεπτέμβριο 256 μὲ 85 ἐπισκόπους), ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ ιδίου.

Ἡ Σύνοδος τῆς Καρχηδόνος (255 μΧ) στὴν ἀπόφαση της, η οποία έχει επικρατήσει ως Κανόνας του Αγ. Κυπριανού (Κυπρ-1), τονίζει ὅτι ἀκολουθεῖ τὴν πάγια μέχρι τότε ἐκκλησιαστικὴ παράδοση («οὐ πρόσφατον γνώμην, οὐδὲ νῦν ἡδρασμένην προσφέρομεν, ἀλλὰ τὴν πάλαι ὑπὸ τῶν προγενεστέρων ἡμῶν μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ ἐπιμελείας δεδοκιμασμένην»), καὶ ἀποφαίνεται:  «μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἑνὸς ὄντος βαπτίσματος καὶ ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος».  
Στὸν Κυπρ-1 μνημονεύεται τὸ μυστήριο τοῦ χρίσματος («οὐ δύναται χρίσμα τὸ παράπαν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι»), τῆς Θ. Εὐχαριστίας («ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων»), τῆς ἀφέσεως («ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν») καὶ, διὰ περισσοτέρων, τοῦ βαπτίσματος.  Ἀκολούθως οἱ Πατέρες στὸ κείμενο τῆς Συνόδου αἰτιολογοῦν θεολογικὰ πλήρως τὴν ἄποψή τους λέγοντας μεταξὺ πολλῶν ἄλλων: «Πῶς δὲ δύναται καθαρίσαι καὶ ἁγιάσαι ὕδωρ ὁ ἀκάθαρτος ὢν αὐτὸς καὶ παρ' ᾧ Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔστι; …  Πῶς βαπτίζων δύναται ἄλλῳ δοῦναι ἄφεσιν ἁμαρτιῶν ὁ μὴ δυνηθεὶς τὰ ἴδια ἁμαρτήματα ἔξω τῆς Ἐκκλησίας ἀποθέσθαι;… Παρὰ δὲ τοῖς αἱρετικοῖς, ὅπου Ἐκκλησία οὐκ ἔστιν, ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν… Ἁγιάσαι δὲ ἔλαιον οὐ δύναται ὁ αἱρετικός, ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων, μήτε Ἐκκλησίαν….  Πῶς δὲ εὔξεται ὑπὲρ τοῦ βαπτισθέντος οὐχὶ ἱερεύς, ἀλλ' ἱερόσυλος καὶ ἁμαρτωλός …  εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυε καὶ ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι · εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι, ἔξω ὤν, Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τὸν ἐρχόμενον βαπτίσαι, ἑνὸς ὄντος τοῦ βαπτίσματος καὶ ἑνὸς ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης. Καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὑπ' αὐτῶν γινόμενα, ψευδῆ καὶ κενὰ ὑπάρχοντα, πάντα ἐστὶν ἀδόκιμα. Οὐ γὰρ δύναταί τι δεκτὸν καὶ αἱρετὸν εἶναι παρὰ τῷ Θεῷ τῶν ὑπ' ἐκείνων γινομένων, οὓς ὁ Κύριος πολεμίους καὶ ἀντιπάλους αὐτοῦ λέγει ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις».
Ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς Καρχηδόνος, «ἀποσταλεῖσα πρὸς 18 ἐν Νουμηδία ἐπισκόπους»[78], δὲν ἀρκεῖται στὴν ἁπλῆ διατύπωση περὶ πλήρους ἀκυρότητος τῶν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας «μυστηρίων» τῶν αἱρετικῶν. Ἐπεξηγώντας τὸ «ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας» δὲν ἀντιδιαστέλλει μεταξὺ «κανονικῶν» καὶ «χαρισματικῶν ὁρίων» τῆς Ἐκκλησίας[79], τὰ ὁποῖα γιὰ τοὺς Πατέρες ταυτίζονται ἀπολύτως («ἑνὸς ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης»), ἐφ’ ὅσον στὸ χῶρο τῆς αἱρέσεως δὲν ὑφίσταται Πνεῦμα Ἅγιο[80] ποὺ νὰ τελεῖ ἔγκυρα μυστήρια[81].                          

Ἡ σαφὴς καὶ θεολογικὰ τεκμηριωμένη ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος ἐξόργισε τὸν πάπα Ἅγ. Στέφανο, ὁ ὁποῖος ἀπέσχισε τὴν Ἐκκλησία τῆς Β. Ἀφρικῆς[82] καὶ ἀπεκήρυξε τὸν Ἅγ. Κυπριανὸ, χαρακτηρίζοντάς τον «ψευδόχριστο καὶ ψευδαπόστολο καὶ δόλιον ἐργάτην»[83]! Ὁ Ἅγ. Κυπριανὸς σὲ ἐπιστολή του, σχολιάζοντας τὴν καταδίκη του ἀπὸ τὴ Ρώμη, ἀναφέρεται στὴ στάση τοῦ πάπα Στεφάνου καὶ ὁμιλεῖ γιὰ «πλάνην αὐτοῦ, … τυφλότητα ψυχῆς, διαστροφὴ» καὶ «σκληρὸν πεῖσμα τοῦ ἀδελφοῦ ἡμῶν Στεφάνου[ποὺ] ἔχει ἐκσπάσει τοσοῦτον»[84] .

Ο Κυπρ-1 επικυρώθηκε από Οικουμενικές Συνόδους (Στ-2, Ζ-1) και έχει οικουμενικό κύρος για όλη την Ορθοδοξία, η δε θεολογία του αποτελεί θεολογία και εκκλησιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας επικυρωμένη από Οικουμενικές Συνόδους και τη διαχρονική εκκλησιαστική συνείδηση. Ἐπιπλέον, τὴ θεολογικὴ θέση τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ συμμερίστηκε ὁ Καισαρείας Ἅγ. Φιρμιλιανός[85], καὶ ἀργότερα, ὁ διάδοχός του στο θρόνο Μ. Βασίλειος τὴν ἀναφέρει στὴν κανονικὴ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἅγ. Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου (κανόνες Βασιλ-1, -47), προσφέροντας μάλιστα καὶ πρόσθετη θεολογικὴ αἰτιολογία.

Στὸν ἐπικυρωθέντα ἀπὸ Οἰκουμενικές Συνόδους (Στ-2 καὶ Ζ-1) κανόνα του ἀναφέρει μεταξὺ ἄλλων ὁ Μ. Βασίλειος (Βασιλ-1): «Ἐκεῖνο γὰρ ἔκριναν οἱ παλαιοὶ δέχεσθαι βάπτισμα, τὸ μηδὲν τῆς πίστεως παρεκβαῖνονἜδοξε τοίνυν τοῖς ἐξ ἀρχῆς, τὸ μὲν τῶν αἱρετικῶν παντελῶς ἀθετῆσαι …  Οὐ γὰρ ἐβαπτίσθησαν οἱ μὴ εἰς τὰ παραδεδομένα ἡμῖν βαπτισθέντες.… ἡ μὲν ἀρχὴ τοῦ χωρισμοῦ διὰ σχίσματος γέγονεν, οἱ δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ἑαυτούς· ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν. Οἱ μὲν γὰρ πρῶτοι ἀναχωρήσαντες, παρὰ τῶν Πατέρων ἔσχον τὰς χειροτονίας καὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν αὐτῶν εἶχον τὸ χάρισμα τὸ πνευματικόν. Οἱ δέ, ἀποῤῥαγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύναντο χάριν Πνεύματος ἁγίου ἑτέροις παρέχειν, ἧς αὐτοὶ ἐκπεπτώκασι· διὸ ὡς παρὰ λαϊκῶν βαπτιζομένους τοὺς παρ’ αὐτῶν, ἐκέλευσαν ἐρχομένους ἐπὶ τὴν Ἐκκλησίαν, τῷ ἀληθινῷ βαπτίσματι, τῷ τῆς Ἐκκλησίας, ἀνακαθαίρεσθαι»[86]. Ο Οικουμενικός Διδάσκαλος Μ. Βασίλειος είναι απολύτως σαφής: δεν υπάρχει κανένα περιθώριο ύπαρξης ιερών μυστηρίων και ιδιαιτέρως του βαπτίσματος, που να παρέχουν σώζουσα Θ. Χάρη εκτός της Εκκλησίας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[58]  Αν. Γκοτσοπούλου, Η συμπροσευχή με αιρετικούς, εκδ. Θεοδρομία, 20092, σ. 105-108.
[59] Ο Τρανσυλβανίας Αντώνιος (Πατριαρχ. Ρουμανίας) στην Γ΄  ΠΠΔ: «Κατά το θέρος αυτό (1986), προεδρεύων της συνελεύσεως του Τμήματος Ι του ΠΣΕ, διεπίστωσα ότι υπάρχουν πολλαί επιφυλάξεις διά το κείμενον του ΒΕΜ (Βάπτισμα-Ευχαριστία-Ιερωσύνη) . Και ημείς εισέτι, ότε ηξιολογήσαμεν το κείμενον τούτο εν Βοστώνη, διεπιστώσαμεν ότι υπάρχουν εισέτι αδιευκρίνιστα σημεία, ιδία εις τον τομέα της Ιερωσύνης»  (Συνοδικά ΙΧ,  σ. 145). Επίσης ο Δημητριάδος (και μετέπειτα Αθηνών) Χριστόδουλος δήλωσε: «εξ επόψεως ορθοδόξου έχουν γίνει και αρνητικαί κριτικαί του κειμένου του “ΒΕΜ”, η δε ημετέρα Εκκλησία της Ελλάδος ηρνήθη να συμμετάσχη εις την διαδικασίαν την οποίαν  το ΠΣΕ έθεσε, δηλαδή να γίνη αποδοχή του κειμένου αυτού» (Συνοδικά ΙΧ, σ. 150).
[70] Μητροπ. Δημητριάδος Χριστοδούλου, Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ή Λέσχη θρησκευομένων ανθρώπων;, στον συλλογικό τόμο «Η Ζ ΄ Γενική Συνέλευση του Π. Σ. Ε. Καμπέρρα, Φεβρουάριος 1991. Χρονικό - Κείμενα - Αξιολο-γήσεις», εκδ. Τέρτιος 1992, σελ. 178-179.
[71] Προχαλκηδόνιοι,  Ρωμαιοκαθολικοί,  Παλαιοκαθολικοί, Λουθηριανοί, Αγγλικανοί, Μεταρρυθμισμένοι.
[72] Μητροπολίτου Εφέσου, Χρυσοστόμου (Κωνσταντινίδη), Η αναγνώριση των μυστηρίων των ετεροδόξων στις διαχρονικές σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού, εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 1995, σ. 94-95.
[73] «Κατά ταύτα, ο,τιδήποτε φέρεται σαν “μυστήριο”έξω από τα “εκκλησιαστικά”όρια, δεν είναι μυστήριο, δεν αναγνωρίζεται σαν μυστήριο σωστό και σωστικό…τα μόνα αληθή και έγκυρα μυστήρια είναι αυτά της ορθόδοξης εκκλησίας, η οποία ταυτίζεται με τη μία, αγία, καθολική και αποστολική εκκλησία», Μητροπολίτου Εφέσου, Χρυσοστόμου (Κωνσταντινίδη), Η αναγνώριση των μυστηρίων των ετεροδόξων στις διαχρονικές σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού, εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 1995, σ. 95.
[74]  Αποστ-46: «Ἐπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα, ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;». Αποστ-47: «Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, τὸν κατὰ ἀλήθειαν ἔχοντα βάπτισμα ἐὰν ἄνωθεν βαπτίσῃ ἢ τὸν μεμολυσμένον παρὰ τῶν ἀσεβῶν ἐὰν μὴ βαπτίσῃ, καθαιρείσθω, ὡς γελῶν τὸν σταυρόν καὶ τὸν τοῦ Κυρίου θάνατον, καὶ μὴ διακρίνων ἱερέας ψευδοϊερέων». Αποστ-50: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, μὴ τρία βαπτίσματα μιᾶς μυήσεως ἐπιτελέσῃ, ἀλλ᾿ ἓν βάπτισμα, τὸ εἰς τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου διδόμενον, καθαιρείσθω. Οὐ γὰρ εἶπεν ὁ Κύριος, εἰς τὸν θάνατόν μου βαπτίσατε· ἀλλά, Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Αποστ-68: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, δευτέραν χειροτονίαν δέξηται παρά τινος, καθαιρείσθω καὶ αὐτός, καὶ ὁ χειροτονήσας· εἰ μή γε ἄρα συσταίη, ὅτι παρὰ αἱρετικῶν ἔχει τὴν χειροτονίαν. Τοὺς γὰρ παρὰ τῶν τοιούτων βαπτισθέντας ἢ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικοὺς εἶναι δυνατόν».
[75]  Ἰ. Ζηζιούλα, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θ. Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ ἐπισκόπῳ κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, ἒκδ. Γρηγόρη, ἐν Ἀθήναις  19902, σ. 125-130, βλ. καὶ Κυπριανοῦ, De Catholicae Ecclesiae Unitate, § 4-9, στό Κ. Δρατσέλλα, Βιβλιοθήκη Λατίνων Πατέρων τῶν Πρώτων Αἰώνων, τ. 1, Κυπριανός, Ἐπίσκοπος Καρχηδόνος,  1) De Catholicae Ecclesiae Unitate, 2) Επιστολαί 73η,  66η, 46η, 74η, 10η, 70η. Ἀθῆναι  1968, σ. 31-37.
[76]  Π. Μενεβίσογλου, Ἱστορικὴ εἰσαγωγή εις τους κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Στοκχόλμη 1990, σ. 618.
[77]  Στὴ Μ. Ἀσία δύο Σύνοδοι, ἐν Συνάδοις καὶ Ἰκονίῳ (περὶ τὸ 200 μΧ) εἶχαν ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ κῦρος τοῦ «βαπτίσματος» τῶν αἱρετικῶν. Ὁ Ἀλεξανδρείας Διονύσιος  γράφει στὸν πρεσβύτερο Φιλήμονα «Μεμάθηκα καὶ τοῦτο ὅτι μὴ νῦν ἐν Ἀφρικῇ μόνον τοῦτο παρεισήγαγον, ἀλλὰ καὶ πρὸ πολλοῦ κατὰ τοὺς πρὸ ἡμῶν ἐπισκόπους ἐν ταῖς πολυανθρωποτάταις ἐκκλησίαις καὶ ταῖς συνόδοις τῶν ἀδελφῶν, ἐν Ἰκονίῳ καὶ Συνάδοις  καὶ παρὰ πολλοῖς, τοῦτο ἔδοξε», Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 7, 7. PG  20, 649.  
[78]  Κ. Δρατσέλλα, Βιβλιοθήκη Λατίνων Πατέρων τῶν Πρώτων Αἰώνων, τ. 1, Κυπριανός, Ἐπίσκοπος Καρχηδόνος, 1) De Catholicae Ecclesiae Unitate, 2) Επιστολαί 73η,  66η, 46η, 74η, 10η, 70η. Ἀθῆναι  1968, σ. 113.
[79]  Γ. Φλωρόφσκι, To Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ. Μία Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, μτφρ. Ἰ. Παπαδοποὺλου, ἐκδ. Ἁρμός, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 131-132. Κριτικὴ στὸ ἄρθρο τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ στὸ Ἀθ. Γιέφτιτς, «Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ περὶ τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας», Θεολογία, 81 (2010) τ. Δ, 137-158.  βλ. καὶ  Β. Τσίγκου, Θεσμικὴ καὶ χαρισματικὴ διάσταση τῆς ἐκκλησίας, Ἡ ἑνότητα χριστολογίας καὶ πνευματολογίας στὴν ἐκκλησιολογία Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 96-114. Ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρουσες εἶναι ἐπ’ αὐτοῦ οἱ παρατηρήσεις τοῦ π. Πέτρου Heers: «Ἑπομένως δὲν ὑπάρχει βάση γιὰ τὸ ἐπιχείρημα μιᾶς μυστηριακῆς ἐνεργείας ἐκτὸς τῶν “ὁρατῶν ὁρίων” τῆς Ἐκκλησίας, διότι κάτι τέτοιο ὑπονοεῖ τὴν ὓπαρξη “ἀοράτων ὁρίων” τῆς Ἐκκλησίας, ἢ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς μέρους τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῆς γῆς, ποὺ εἶναι ἀόρατο (LG 8b, 15 καὶ UR 3a, 3d). Διότι, ἐὰν ὑπάρχουν “ἀόρατα ὅρια” τῆς Ἐκκλησίας, πῶς μποροῦν αὐτὰ νὰ προσδιοριστοῦν; Ἂν δὲ εἶναι ἀπροσδιόριστα, τότε πῶς μποροῦν νὰ εἶναι ὅρια; Τὸ ἴδιο πρόβλημα ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἰδέα μιᾶς ”ὁρατῆς ἑνότητας” τῆς Ἐκκλησίας, ὡς νὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρξει μία ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι ἀόρατη καὶ ἀπροσδιόριστη. Τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι “ἐν τῷ κόσμῳ” (Ἰωάν.1,10) ὡς τὸ ”φῶς τοῦ κόσμου” (Ἰωάν. 9, 5), τὸ ὁποῖο “οὐ δύναται κρυβῆναι” (Ματθ. 5, 15-16). Ἡ ἑνότητα ἀποτελεῖ τὸ ἴδιο τὸ ‘εἶναι’ της», Π. Χίρς, Η εκκλησιολογική αναθεώρηση της Β΄ Βατικανής Συνόδου, εκδ. Uncut Mountain  Press, 2014, σ. 182-183.
[80] Π. Χίρς, Η εκκλησιολογική αναθεώρηση της Β΄ Βατικανής Συνόδου, εκδ. Uncut Mountain  Press, 2014, σ. 168, 192-193: «Τὸ ζήτημα τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκτὸς τοῦ πλαισίου τῆς Ἐκκλησίας ἦταν, ἤδη ἀπὸ τὸν 3ο αἰῶνα, μὲ τὴν ἀντιπαράθεση περὶ ‘ἀναβαπτισμοῦ’, ἄμεσα συναρτώμενο πρὸς τὴ θέση τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν “μυστηρίων” τους. Τὸ ἐπίμαχο θέμα δὲν ἦταν κατὰ πόσον τὸ Πνεῦμα κινεῖται ἢ δέν κινεῖται ἐντὸς τῆς κτίσεως, ἢ ἐν τῷ μέσῳ τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν Ἀλήθειᾳ. Αὐτὸ δὲν ἦταν ἀμφισβητούμενο, καθότι ὁ Κύριος “πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν”. (1 Τιμ. 2, 4). Τὸ θέμα ἦταν ἡ παρουσία τῶν καθαρτικῶν, φωτιστικῶν καὶ θεοποιῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὰ μυστήρια καὶ ἐὰν δροῦν στὸ σχίσμα καὶ στὴν αἵρεση. Τὸ θέμα ἦταν ἡ ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὰ μυστήρια καί, συνεπῶς, ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας ἀνάμεσα στοὺς σχισματικοὺς καὶ αἱρετικούς … Παρότι αὐτὴ ἡ ἐνέργεια εἶναι ἁπλή, μποροῦν νὰ γίνουν ἀντιληπτὲς κάποιες διαφορὲς ἀνάμεσα στὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τὴν  προνοητικὴ ἐνέργεια, τὴν καθαρτική, τὴ φωτιστικὴ καὶ τὴ θεωτικὴ ἐνέργεια. “Μεταξὺ αὐτῶν τῶν μορφῶν τῆς μιᾶς καὶ μόνης ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ δὲν ὑπάρχει ταυτότης. Ἂν ὑπῆρχε ταυτότης, τότε ὅλα τὰ κτίσματα θὰ μετεῖχαν π.χ. στὴ θεωτικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ”. Ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ γνωρίζουμε, ὅτι ὑπάρχει διαφορὰ ἀνάμεσα στὴ φωτιστικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θεωτικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Τὸ γνωρίζουμε διότι δὲν ἔφθασαν ὅλοι στὴ Θέωση … Ἐπομένως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀνεξαρτήτως προελεύσεως ἢ πεποιθήσεων, συμμετέχουν στὶς δημιουργικές, συνεκτικὲς καὶ προνοητικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, χωρὶς τὶς ὁποῖες ὁ κόσμος θὰ ἔπαυε νά ὑπάρχει. Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια καὶ μόνον ὑπάρχει μία διαφοροποιημένη μετοχὴ γιὰ τοὺς σχισματικοὺς καὶ αἱρετικούς, ὄχι στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὑπέθεταν ὁ Congar καὶ οἱ συνάδελφοί του, ἀλλὰ στὶς Θεῖες ἐνέργειες – δημιουργικές, συνεκτικὲς καὶ προνοητικὲς – τοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο αὐτὴ ἡ μετοχὴ δὲν τοὺς καθιστᾶ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Διότι, αὐτοί, μὴ ἐκπληρώνοντας τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ μετοχὴ στὴν Ἐκκλησία, δὲν μετέχουν στὶς καθαρτικές, φωτιστικὲς καὶ θεωτικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ».
[81] Ἰ. Ζηζιούλα, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θ. Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ ἐπισκόπῳ κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, ἐκδ. Γρηγόρη, ἐν Ἀθήναις  19902, σ. 131-132.  
[82]  Mansi 1, 931AΒ,  B. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἔκδ. Ἀστὴρ-Παπαδημητρί-ου, Ἀθῆναι 19703, σ. 89.
[83]  Ἐπιστολὴ Καισαρείας Φιρμιλιανοῦ πρὸς τὸν Καρχηδόνος Κυπριανό, στὸ Δοσιθέου, Δωδεκάβιβλος, βιβλ. Α΄ κεφ ΙΣΤ΄ § 172-173,  Κ. Δρατσέλλα, Βιβλιοθήκη Λατίνων Πατέρων τῶν Πρώτων Αἰώνων, τ. 1, Κυπριανός, Ἐπίσκοπος Καρχηδόνος, 1) De Catholicae Ecclesiae Unitate, 2) Επιστολαί 73η,  66η, 46η, 74η, 10η, 70η. Ἀθῆναι  1968, σ. 18-19.
[84]  Ἐπιστολή 74η § 1, 4, 7,  στὸ Κ. Δρατσέλλα, Βιβλιοθήκη Λατίνων Πατέρων τῶν Πρώτων Αἰώνων, τ. 1, Κυπριανός, Ἐπίσκοπος Καρχηδόνος, 1) De Catholicae Ecclesiae Unitate, 2) Επιστολαί 73η,  66η, 46η, 74η, 10η, 70η. Ἀθῆναι  1968, σ. 95, 98, 101.
[85]  Β. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἔκδ. Ἀστὴρ-Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 19703, σ. 89,  Ἰ. Ζηζιούλα, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θ. Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ ἐπισκόπῳ κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, ἒκδ. Γρηγόρη, ἐν Ἀθήναις  19902, σ. 130-131. Ἀθ. Γιέφτιτς, «Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ περὶ τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας», Θεολογία, 81 (2010) τ. Δ, 147-148.  
[86] Ρ-Π, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 89-92.


(Συνεχίζεται)

No comments:

Post a Comment