Η «ΣΥΝΟΔΟΣ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΠΡΟΜΕΛΕΤΗΜΕΝΗΣ ΕΚΤΡΟΠΗΣ
Η΄
Του Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου,
Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου
=====
4.) Ἡ ἐπιβολή «Πρώτου» καί στήν Ὀρθοδοξία
Ἔκτοτε, οἱ ΗΠΑ παρέχουν -ὡς μέσο ἐξουδετέρωσης τοῦ ρωσικοῦ παράγοντα ἐπιρροῆς- τήν ὑποστήριξή τους στήν πάγια ἐπιδίωξη τοῦ Φαναρίου γιά τήν ἐγκαθίδρυση τοῦ Πρωτείου του στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Τό ὅλο ζήτημα προβάλλεται συστηματικά ἀπό κορυφαίους ἐκπροσώπους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὁ Μητροπολίτης Προύσης Ἐλπιδοφόρος μάλιστα ἔφτασε μέχρι τό σημεῖο νά καταδικάζει ὡς αἱρετικούς ὅσους δέν ἀποδέχονται τήν ἐπιβολή τοῦ Πρωτείου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία: «Ἡ ἄρνηση ἀναγνωρίσεως πρωτείου τινός στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἑνός πρωτείου τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά ἐνσαρκώσει παρά κάποιος Πρῶτος –τοὐτέστι κάποιος Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἔχει τό προνόμιο νά εἶναι ὁ πρῶτος μεταξύ τῶν ἀδελφῶν του Ἐπισκόπων– συνιστᾷ αἵρεση. Εἶναι ἀπαράδεκτο αὐτό πού συνήθως λέγεται ὅτι ἡ ἑνότητα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων διασφαλίζεται εἴτε ὑπό μιᾶς κοινῆς πίστεως καί λατρείας εἴτε ὑπό τοῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καί οἱ δύο αὐτοί παράγοντες εἶναι ἀπρόσωποι, ἐνῷ στήν ὀρθόδοξη θεολογία μας ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητάς μας εἶναι πάντοτε ἕνα πρόσωπο. Πράγματι, ὅπως στό ἐπίπεδο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητας δέν εἶναι ἡ θεία οὐσία, ἀλλά τό πρόσωπο τοῦ Πατρός (ἡ «μοναρχία» τοῦ Πατρός), ἔτσι καί στό ἐκκλησιολογικό ἐπίπεδο, στήν τοπική ἐκκλησία, τό σημεῖο τῆς ἑνότητας δέν εἶναι τό πρεσβυτέριο ἤ ἡ κοινή λατρεία τῶν χριστιανῶν, ἀλλά τό πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου. Ἑπομένως, ἐπί πανορθοδόξου ἐπιπέδου ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητας δέν μπορεῖ νά στηρίζεται ἐπί μιᾶς ἰδέας ἤ ἑνός θεσμοῦ, ἀλλά πρέπει νά εἶναι κάποιο πρόσωπο, ἄν βέβαια θέλουμε νά παραμείνουμε συνεπεῖς στή θεολογία μας»24.
Εἶναι ἐμφανές πώς οἱ ἀπόψεις αὐτές τοῦ Μητροπολίτη Προύσης ἀναπαράγουν τήν θεολογία τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου περί προσώπου. Σύμφωνα μέ τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου «ἡ ὅλη προβληματική περί τοῦ προσώπου ἀποτελεῖ, χωρίς νά κινδυνολογῶ, μιά αἵρεση, συνέχεια τοῦ ἀρειανισμοῦ, τοῦ μονοθελητισμοῦ καί εἶναι ἐπηρεασμός ἀπό τήν ὑπαρξιστική φιλοσοφία...»25. «Ἡ Ἐκκλησία, κατά τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, εἶναι Σῶµα Χριστοῦ, ἡ βάση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Χριστοκεντρική καί ὄχι Τριαδοκεντρική, ἀφοῦ ὁ Χριστός ”ὁ εἷς τῆς Τριάδος” ἐνηνθρώπησε, δηλαδή προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν θέωσε.
Ὅταν χαρακτηρίζεται ἡ Ἐκκλησία ”εἰκών” ἤ ”κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος”, τότε ἀπό αὐστηρῆς θεολογικῆς πλευρᾶς γίνεται σύγχυση µεταξύ θεολογίας καί οἰκονοµίας καί σύγχυση µεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ. Ἐπί πλέον, στήν διατύπωση τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐµφαίνονται πολλοί προβληµατισµοί ὡς πρός τόν συσχετισµό µεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωµάτων τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος!!!»26.
Εἶναι, ἄλλωστε, χαρακτηριστικό ὅτι μέ τήν θεολογία του περί προσώπου καί περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τήν χρήση αὐτῆς τῆς θεολογίας γιά τήν ὑποστήριξη τῆς ἐπιβολῆς τοῦ Πρωτείου, ὁ Μητροπολίτης Περγάμου ξεπέρασε ἀκόμη καί τούς παπικούς θεολόγους! Στήν Συνεδρία τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Διαλόγου, στό Ἀμμάν τῆς Ἰορδανίας τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2014, ἐξέπληξε ἀκόμη καί τούς παπικούς ἀντιπροσώπους. «Οἱ τελευταῖοι στά διαλείμματα τῶν συνεδριάσεων [τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Διαλόγου] ἀπελογοῦντο στούς ἐκπροσώπους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί δήλωναν ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ποτέ δέν στήριξε τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα στά ἐπιχειρήματα πού ἐξέθεσε ὁ Μητροπολίτης Περγάμου! Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί σημείωσαν ὅτι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Πάπας εἶναι διάδοχος στήν ἐξουσία ἐπί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πέτρου, ἀλλά ὅτι ποτέ δέν ἐξέφρασαν τήν ἄποψη ὅτι ὁ Πάπας εἶναι, κατ’ ἀναλογίαν, στήν θέση τοῦ Θεοῦ Πατρός στήν Ἁγία Τριάδα, θέση πού ὑποστήριξε γιά τόν Ρώμης καί γιά τόν Κωνσταντινουπόλεως ὁ Μητροπολίτης Περγάμου!...»27.
Δυστυχῶς, οἱ ἀπόψεις τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου περιλαμβάνονται καί στό Κείμενο τῆς Ἐγκυκλίου τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης καί στό Κεφάλαιο I «Ἡ Ἐκκλησία: Σῶμα Χριστοῦ, εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος». Σκοπός, ἄλλωστε, ἐξαρχῆς τῆς «Συνόδου» ἦταν, μεταξύ τῶν ἄλλων, καί ἡ καθιέρωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ὡς Πρώτου, ἄνευ ἴσων, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Οἱ μονομερεῖς, ἄλλωστε, ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στά θέματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ παραμερισμός, ἡ ὑποτίμηση, ἡ ὑποβάθμιση καί ὁ παραγκωνισμός ὅλων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, δημιούργησαν καί καθιέρωσαν de facto τήν ὑπεροχική αὐτή θέση τοῦ Φαναρίου. Οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Φαναρίου, ἀκολουθώντας παγίως μία μονομερή τακτική καί ἐπιβάλλοντας κάθε φορά τίς δικές τους ἐπιλογές καί ἀποφάσεις ὑπερέβησαν συστηματικά καί ἐξακολουθητικά τόν συντονιστικό ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στούς Θεολογικούς Διαλόγους καί τίς Διορθόδοξες Διασκέψεις. Προκάλεσαν, ἔτσι, τήν δίκαιη ἀντίδραση ἐκ μέρους τῶν ὑπολοίπων Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἀνατρέχοντας καί πάλι στό παρελθόν, διαπιστώνουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προέβαλε πάντοτε σθεναρή ἀντίσταση ἔναντι τῶν ἐπιβουλῶν τοῦ Φαναρίου καί ἀρνεῖτο νά ἀποδεχθεῖ καί νά ἀναγνωρίσει τήν μονοκρατορία, πού αὐτό ἐπεδίωκε νά ἐγκαθιδρύσει ἔναντι τῶν ἄλλων Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἀρνεῖτο, δηλαδή, νά ἀναγνωρίσει τήν ἐπιβολή ἑνός Πρώτου, ὄχι μεταξύ ἴσων, ἀλλά ἄνευ ἴσων∙ τήν ἐπιβολή ἑνός Πρωτείου ἐξουσίας καί ὄχι Πρωτείου τιμῆς μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά τήν σφοδρή ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν σπουδή τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα νά συγκαλέσει ἐσπευσμένα τήν Πανορθόδοξη Διάσκεψη τό 1963 καί τήν προσπάθειά του γιά τήν ἐγκαθίδρυση τῆς πρωτοκαθεδρίας του ἔναντι τῶν ὑπολοίπων Ὀρθοδόξων.
Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «κατεδίκασεν ὁμοφώνως τόν ἔξω πάσης Κανονικῆς δεοντολογίας τρόπον, δι’ οὗ ἐπιδιώκεται ἡ συγκρότησις τοῦ περί οὗ πρόκειται Διορθοδόξου Συνεδρίου, κωλυομένη ἐκ τῶν Ἱ. Κανόνων νά ἀναγνωρίσῃ μονοκρατορίαν, εἰς οἱονδήποτε τῶν Πρωτοκαθέδρων Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας»28. Ἀπευθυνόμενη δέ πρός τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα τοῦ δηλώνει ὅτι «ἀπέληξεν εἰς τήν ἀμετάτρεπτον ἀπόφασιν, ὅπως μή μετάσχῃ τῆς ὑπό τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος καί μόνον ἀποφασισθείσης Διορθοδόξου ταύτης Διασκέψεως, ἧς αἱ ἐπιπτώσεις θέλουν ἀσφαλῶς κατεργασθῆ τήν καταρράκωσιν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας ἡμῶν»29.
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment