Η «ΣΥΝΟΔΟΣ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΠΡΟΜΕΛΕΤΗΜΕΝΗΣ ΕΚΤΡΟΠΗΣ
ΙΒ΄
Του Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου,
Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου
=====
1.) Ἡ πορεία πρός τήν ἐκκλησιολογική ἐκτροπή
Σταθερός στόχος ὅλης αὐτῆς τῆς προπαρασκευῆς ἦταν ἡ σταδιακή ἀλλοίωση τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί ἡ ἀντικατάστασή της μέ τήν νέα ἐκκλησιολογία πού προαναφέραμε. Γιά τήν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ στόχου ἦταν ἀπαραίτητο νά πραγματοποιηθοῦν κάποια συγκεκριμένα βήματα. Σέ γενικές γραμμές τά βήματα αὐτά εἶναι:
α) ὁ ἐπαναπροσδιορισμός τῶν κανονικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας,
β) ὁ ἐπαναπροσδιορισμός τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας καί αὐτοσυνειδησίας,
γ) ἡ προσαρμογή τους πρός τήν κατεύθυνση τῆς προσεγγίσεως καί τῆς ἑνώσεως μέ τούς ἑτεροδόξους, πού εἶναι καί τό τελικό ζητούμενο,
δ) ἡ ἀποδοχή τῆς ἐγκυρότητας τοῦ Βαπτίσματος, σέ πρώτη φάση, καί συνολικά τῶν μυστηρίων τῶν παπικῶν καί τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων.
Πάνω σέ αὐτούς τούς κεντρικούς ἄξονες κινήθηκε ἡ πολυετής προπαρασκευή τῆς Μεγάλης Συνόδου. Στό διάστημα αὐτό, σύμφωνα μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο κ. Ἱερώνυμο, «... τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον συνεκάλεσε τέσσαρας Πανορθοδόξους Διασκέψεις ... διά νά προβληθοῦν τά καθιερωμένα κανονικά κριτήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς καί ὁ καθορισμός τῶν ὁρίων τῆς σχέσεως αὐτῆς μετά τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν»55.
Ἡ ἀνάγκη αὐτή γιά ἕναν σαφή καί ξεκάθαρο ἐπανακαθορισμό τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, πού θά πρέπει νά λάβει καί πανορθόδοξη ἔγκριση, τονίζεται ἀπό τούς οἰκουμενιστές. Ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος ἐπισημαίνει πώς «πρέπει ἡ Ὀρθοδοξία, αὐτή πρώτη καί μέ δική της εὐθύνη, νά ξεκαθαρίσει τίς θέσεις της καί τίς τοποθετήσεις της στό χῶρο αὐτό τῶν σχέσεών της πρός τούς ἔξω, ὥστε νά μή χωροῦν ἀμφιβολίες, νά μήν ὑπάρχουν ἀμφιλογίες, νά μή γεννῶνται ὑποψίες στούς ἄλλους γιά τίς ἀπόψεις της, νά εἶναι ἀναμφίλεκτες καί ἀπό κοινοῦ εἰλημμένες οἱ ἀποφάσεις πού θά παίρνονται καί νά ἀπηχοῦν πανορθόδοξη συναίνεση καί ἀποδοχή. Μόνο ἔτσι θά καταστήσουμε ἀκουστή καί σεβαστή τή φωνή μας»56.
Στό ἄρθρο 20 τοῦ Κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» πού ἐγκρίθηκε ἀπό τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, ἀναφέρεται: «Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσμου προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως»57.
«Διά τῆς παρούσης παραγράφου», παρατηρεῖ ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, «προσδιορίσθησαν πανορθοδόξως τά ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, δέν ἀμφισβητήθη ἡ ὕπαρξις αὐτῶν καί “κατ’ οἰκονομίαν” ἀνεγνωρίσθη, τό συμφώνως πρός τήν κανονικήν παράδοσιν, ὑποστατόν καί ἔγκυρον τοῦ βαπτίσματος. Οὕτως ἐνισχύεται ἡ ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, ὡς ἔκφρασις φιλανθρώπου διαθέσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν ἐνῶ ἀτονεῖ ἡ ἀρχή τῆς ἀκριβείας»58!
Μέ τόν ὅρο «διαμορφωμένη ἐκκλησιαστική παράδοση» τῆς παραγράφου 20 δέν ἐννοεῖται, βεβαίως, ἡ δισχιλιετής ἁγιοπνευματική, ἁγιοπατερική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά αὐτή πού διαμορφώθηκε κατά τόν τελευταῖο αἰώνα στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενι(στι)κῆς Κινήσεως καί κυρίως τά τελευταῖα 50 χρόνια.
Αὐτή ἡ νέα «διαμορφωμένη ἐκκλησιαστική παράδοση» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ προϋποθέτει ἐκ τῶν πραγμάτων καί τήν ἀποδοχή καί καθιέρωση τῆς ἀντορθόδοξης βαπτισματικῆς θεολογίας κι αὐτό γιατί ἡ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ἔχει ἀποφασιστική σημασία γιά τήν ἀπόδοση ἐκκλησιαστικότητας στούς ἑτεροδόξους.
Μέ βάση αὐτή τήν ἴδια οἰκουμενιστική ἀντίληψψη, ὁ Ἐπίσκοπος Ἀβύδου κ. Κύριλλο ὑποστηρίζει ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ἀναγνώριση τοῦ ὑποστατοῦ τοῦ βαπτίσματος ἑτεροδόξων, ὅταν πρωτίστως ἀποστῆ ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία τῆς ἀποκλειστικότητας. Ἡ ἀποκλειστικότητα δὲν ἀποτελεῖ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»59.
Τό ἴδιο καί ὁ Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ καί μέλος τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Διαχριστιανικῶν Ὑποθέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κ. Στ. Τσομπανίδης, θέτει ὡς ἕναν ἀπό τούς πρωταρχικούς στόχους τῆς Μεγάλης Συνόδου τό «νά καθορίσει πιό πειστικά καί πιό ὁριστικά τή θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέσα στό σύγχρονο οἰκουμενικό διάλογο καί νά πεῖ σέ αὐτούς μέ τούς ὁποίους διαλέγεται πῶς βιώνει ἡ Ὀρθοδοξία τή σχέση της μέ αὐτούς καί τί εἶναι αὐτοί γιά τήν Ὀρθοδοξία... Ἀποτελεῖ ἀποστολή τῆς σύγχρονης Ὀρθοδοξίας, μέσω τῆς προσεχοῦς Συνόδου της, νά ἐπιβεβαιώσει τήν ὀρθόδοξη βούληση νά συμπορευθεῖ μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες στό δρόμο πού ὁδηγεῖ πρός τή χριστιανική ἑνότητα»60!
Στό ἴδιο πνεῦμα κινήθηκαν καί οἱ περισσότεροι ἀπό ὅσους συμμετεῖχαν στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης καί ἰδιαιτέρως ὅσοι διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στήν περαιτέρω προώθηση καί προβολή τῶν νέων αὐτῶν ἀντιλήψεων.
Κάποιοι, μάλιστα, ἐντεταλμένοι ἀνέλαβαν νά λειτουργήσουν ὡς προπομποί, ὡς ὁμάδα κρούσεως, δημιουργώντας ἕνα συγκρουσιακό κλίμα καί ἐπιτιθέμενοι μέ προπέτεια καί ἀμετροέπεια σέ ὅσους παραμένουν πιστοί στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ γνωστή ἐπιθετική τακτική, πού ἐπιχειρεῖ νά καλύψει τήν δική της ἐνοχή προκαλώντας τήν ἐνοχοποίηση τοῦ ἄλλου. Στήν προκειμένη περίπτωση ἔχουμε τόν στιγματισμό καί τήν καταδίκη τῶν ἀντιδρώντων ὡς ζηλωτῶν, φανατικῶν, ἀκραίων, φονταμενταλιστῶν, ἐγωκεντρικῶν, ψυχοπαθῶν, ἀκόμη καί ὡς αἱρετικῶν.
Ὁ Μητροπολίτης Χριστουπόλεως κ. Μακάριος, «Εἰδικός Σύμβουλος τοῦ Πατριάρχη», σέ συνέντευξή του λίγες μέρες πρίν τήν ἔναρξη τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης ἀναφέρει: «Μιλοῦν κάποιοι γιά τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ... μήπως θά πρέπει ἡ Ἐκκλησία νά ἀσχοληθεῖ καί μέ μιά ἄλλη, νέας μορφῆς, αἵρεση, πού ἔχει δημιουργηθεῖ σήμερα, τήν αἵρεση τοῦ ζηλωτισμοῦ; ... Αὐτοί πού φοβοῦνται τόν Οἰκουμενισμό προσχωροῦν στήν αἵρεση τοῦ ζηλωτισμοῦ»61.
Στό ἴδιο μῆκος κύματος καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος, πού στήν ὁμιλία του κατά τήν ἐναρκτήρια συνεδρίαση τῆς «Συνόδου» σημείωσε: «Ὁρισμένοι ἔθεσαν τό ἐρώτημα: Στίς μεγάλες Ὀρθόδοξες Συνόδους ἀντιμετωπίστηκε κάποια αἵρεση. Ποιά αἵρεση πρόκειται νά ἀντιμετωπισθεῖ ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή. Ἡ μεγαλύτερη αἵρεση, ἡ μητέρα τῶν αἱρέσεων, ὁ ἐγωκεντρισμός. Προσωπικός, ὁμαδικός, φυλετικός, τοπικιστικός, ἐκκλησιαστικός κ.λπ., πού δηλητηριάζει τίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί κάθε μορφή ἁρμονικῆς καί δημιουργικῆς συνύπαρξης»62.
Ἀλλά καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος στήν ἴδια συνεδρίαση σχολίασε γιά τούς ἀντιφρονοῦντες ὅτι «ὁ ἀγρός τῆς Ἐκκλησίας παράγει καί ζιζάνια πού ἔσπειρε ὁ ἐχθρός»63.
Ὁ μεταπατερικός θεολόγος Γεώργιος Βλαντῆς, ἐπιστημονικός συνεργάτης τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, σέ ἕνα πλεόνασμα χολῆς καί εἰρωνείας εἰς βάρος τῶν ἀγωνιστῶν τῆς πίστεως, γράφει γι’ αὐτούς: «ἀνίκανοι νά ζήσουν τήν Ἐκκλησία ὡς δρόμο, οἱ ἁπανταχοῦ τῆς γῆς “Ὀρθόδοξοι” φονταμενταλιστές εἶναι καταδικασμένοι νά τή βιώνουν ὡς πεζοδρόμιο... Τά πλέον κραυγαλέα σχετικά παραληρήματα χρήζουν ὄχι θεολογικῆς ἀντίκρουσης, ἀλλά ψυχιατρικῆς ἀντιμετώπισης... Σέ κάθε περίπτωση, περισσότερο ἐνδιαφέρον ἀπό τίς ἐξάρσεις τοῦ θυμικοῦ τῶν παραφρόνων καί τῶν ἀναλφάβητων παρουσιάζει μιά ὑποκρυπτόμενη αἵρεση, χαρακτηριστική τοῦ φονταμενταλισμοῦ...»64.
Μία σειρά παρόμοιων ἀναφορῶν καί σχολιασμῶν, τό ἀκατάσχετο ὑβρεολόγιο τῶν ὁποίων δέν θα μεταφέρουμε στό κείμενό μας, ἀποκαλύπτουν τό ὕφος καί τό ἦθος τῶν ἐντολοδόχων τοῦ Φαναρίου.
Ἄλλωστε, οἱ ὕβρεις, οἱ πιέσεις, οἱ ἀπειλές καί οἱ ἐκφοβισμοί ἀποτελοῦν πάγια τακτική του στήν ἀντιμετώπιση τῶν ἀντιφρονούντων.
Ἀναφέρουμε, ἐντελῶς ἐνδεικτικά, τήν πίεση πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέ τήν ἀπειλή τῶν Νέων Χωρῶν καί τήν καταγγελία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ὅτι «ὑπονομεύεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος»65.
Ἀνάλογες πιέσεις ἀσκοῦνται καί μέ ἀφορμή τήν οὐκρανική κρίση, καθώς τό Φανάρι ἐπισείει, ὡς ἀπειλή εἰς βάρος τῆς Μόσχας, τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτονομίας τῆς σχισματικῆς Ἐκκλησίας στήν Οὐκρανία.
Χαρακτηριστική εἶναι, ἐπίσης, ἡ δίωξη μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους λόγῳ τῆς ἐκπεφρασμένης ἀντίθεσής τους στά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα καί τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης. Ἐσχάτως, μάλιστα, ὑπάρχει ἡ πληροφορία, ὅτι ἀνάλογες πιέσεις -ὑπό τήν ἀπειλή τῆς ἄρσης τοῦ αὐτοδιοίκητου- ἀσκοῦνται καί πρός τήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὥστε νά μήν ὑπάρξουν ἀντιδράσεις γιά τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου».
Δέν εἶναι, ἄλλωστε, ἡ πρώτη φορά πού τό Φανάρι ἐπιχειρεῖ νά παραβιάσει τό καθεστώς τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ σκοπό νά φιμώσει τούς μοναχούς καί νά ἀποτρέψει τίς ἀντιδράσεις καί τόν ἔλεγχο τῶν οἰκουμενιστικῶν ἐκτροπῶν του. Κάτι ἀνάλογο συνέβη καί τό 1994, μετά τήν προδοτική συμφωνία τοῦ Balamand, πού ξεσήκωσε θύελλα ἀντιδράσεων στό ὀρθόδοξο πλήρωμα καί στό Ἅγιον Ὄρος, καθώς καί τόν διάλογο μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους. Γιά τήν καταστολή αὐτῶν τῶν ἀντιδράσεων τό Φανάρι ἀπέστειλε Πατριαρχική Ἐξαρχία ἀποτελούμενη ἀπό τρεῖς Μητροπολίτες μέ τήν ἀξίωση αὐτοί νά λάβουν μέρος στήν Διπλῆ Σύναξη τῶν Ἡγουμένων καί Ἀντιπροσώπων τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, κάτι πού σαφῶς ἀπαγορεύεται καί παραβιάζει τό αὐτοδιοίκητο. Προχώρησε μάλιστα καί στήν ἐπιβολή ποινῶν, «ἄνευ δίκης καί ἀπολογίας», καί κήρυξε ἔκπτωτους ἀπό τό ἀξίωμά τους ἡγουμένους καί ἀντιπροσώπους Ἱερῶν Μονῶν «ἐπί ἀπειθείᾳ καί πνεύματι στασιαστικῷ ἔναντι τῆς Μητρός Ἐκκλησίας»66!!
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment