Ο “ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ” ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΝΙΚΗΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
=====
Η έκθεσις του Πανοσιολογιωτάτου Καθηγουμένου αποτελεί κειμήλιον δια την εκκλησιαστικήν ιστορίαν του μέλλοντος όχι μόνον διότι αναφέρεται εις λεπτομερείας των εσωτερικών διεργασιών της Συνόδου της Κρήτης, αλλά πολύ περισσότερον επειδή εγράφη υπό ευλαβούς Ηγουμένου ενός εκ των 20 ιστορικών Ι. Μονών του Αγίου Όρους, αι οποίαι και σήμερον δίδουν εις τους Ορθοδόξους απανταχού της οικουμένης και οδοδείκτας της ορθής πνευματικής πορείας της Εκκλησίας, αναβλύζοντες τους ποταμούς της Παραδόσεως καθ’ ον μέτρον όμως στοιχούνται προς την αδιάκοπον υπερχιλιετή άσκησιν και βίωσιν της αληθείας του Κυρίου φανερουμένη εις τα πρόσωπα, τας πράξεις και τους λόγους των αγιασάντων Αθωνιτών Πατέρων. Δια τούτο με μεγάλην προσοχήν οφείλει κανείς να μελετήση αυτήν.
Εις την αρχήν της εκθέσεως αναφέρεται ότι η πρόσκλησις του Πανοσ. Καθηγουμένου ήτο «τιμητική-συμβολική» καθώς δεν ανετέθη εις αυτόν κάποια αρμοδιότης. Μας λυπεί αυτό ιδιαιτέρως, διότι το πλήρωμα της Εκκλησίας ανέμενε το Άγιον Όρος να έχη βαρύνοντα ρόλον και ευθύνην δια το γεγονός της Συνόδου, η οποία διεκδικεί κατά τους συγκαλέσαντας αυτήν οικουμενικόν κύρος. Επομένως, η πρόσκλησις και εν συνεχεία ο παροπλισμός του Ηγουμένου μάλλον εντάσσεται εις το γενικόν πλαίσιον της Συνόδου, όπου υπήρχαν αντιπρόσωποι, όμως απεφάσισαν οι Προκαθήμενοι. Αν συνυπολογίση κανείς ότι την ιδιότητα του συμβούλου είχε και η Πανοσ. Καθηγουμένη της Ι. Μ. Χρυσοπηγής καθώς και η συνεργασθείσα με την CIA Καθηγ. κ. Ελισάβετ Προδρόμου, μάλλον συμπεραίνει ότι κάθε άλλο παρά τιμητική ήτο η προσκλησις εις το Άγιον Όρος, το οποίον δι’ αυτής υπεβιβάσθη εις ένα φορέα ως κάθε άλλος. Ο π. Τύχων μετέβη μεν ως Ηγούμενος του ζώντος φρονήματος του Αγίου Όρους επέστρεψε δε ως υποτακτικός των κελευσμάτων προσαρμογής της Ορθοδόξου ζωής εις τα μέτρα των σημερινών Επισκόπων. Η αβρότης των Επισκόπων έναντι του Αγίου Όρους, την οποία διεπίστωσεν, εις τας συνομιλίας του, εμάλαξε την Αγιορειτικήν ακρίβειαν. Τοσούτον μάλιστα, ώστε να παραβλέπεται το γεγονός ότι ήτο φανερή «η αδυναμία τινών εξ αυτών να συλλάβουν και να εκφράσουν διακριτικά και επίκαιρα τον θεολογικόν λόγον, καθώς και η έντονη επήρεια τινών εκ του κοσμικού φρονήματος»! Διερωτώμεθα αν η σχετικοποίησις της Ορθοδόξου Πίστεως τυγχάνει πάντοτε εμπρόθετος η μήπως πολλάκις προέρχεται εκ της αλλοτριώσεως από το κοσμικόν φρόνημα; Αν κάποιος Επίσκοπος αρνείται εις τα λόγια την σχετικοποίησιν είναι ασύνηθες εις την πράξιν να πορεύεται διαφορετικώς; Δεν είμεθα της γνώμης ότι τα εχέγγυα παρέχει εις αυτό η ομόφωνος καταδίκη της ουνίας, καθώς αυτή ευρίσκεται ήδη από παλαιοτέραν Σύνοδον καταδεδικασμένη.
Αναγινώσκομεν εις την έκθεσιν ότι «η όλη πολεμική» εναντίον της Συνόδου είναι «απαράδεκτος και άνευ ουδενός ερείσματος» διότι τα επιχειρήματα στηρίζονται εις «υπόνοιες και στις υποψίες». Άγιοι ως ο Ιουστίνος Πόποβιτς κ.α. έπεφταν τόσον έξω; Οι ένδεκα Μητροπολίται που ηρνήθησαν να συμμετάσχουν εις την Σύνοδον παρεσύρθησαν; Οι Ιεράρχαι που δεν υπέγραψαν κάποια εκ των κειμένων είναι ανίδεοι; Καθηγηταί ως ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, ο π. Θεόδωρος Ζήσης, ο κ. Δ. Τσελεγγίδης κ.α. τυγχάνουν απαίδευτοι; Ποία επιχειρήματα δεν ευσταθούν; Μήπως ότι είναι η πρώτη φορά εις την δισχιλιετή πορείαν της Εκκλησίας κατά την οποίαν αφηρέθη η ψήφος από τους Επισκόπους, είναι συκοφαντία; Μήπως είναι συκοφαντία ότι οι παρόντες Επίσκοποι παρεβίασαν την εντολήν που έλαβαν από το σύνολο της τοπικής τους Ιεραρχίας; Μήπως δεν ισχύει ότι αι Αυτόνομαι Εκκλησίαι εξεπροσωπήθησαν μόνον εκ των Προκαθημένων τους αντιθέτως προς την εκκλησιολογίαν; Μήπως ο ίδιος ο Πανοσιολογιώτατος δεν γράφει ότι δια του κειμένου περί του γάμου ηνοίχθη δυνατότης δια δεύτερον γάμον εις τους κληρικούς; Αυτά όλα και άλλα πολλά «άτινα εάν γράφηται καθ’ εν, ουδέ αυτόν οίμαι χωρήσαι» εις δεκάδας τόμους χαρακτηρίζονται ως συκοφαντικαί κατηγορίαι; Εις την έκθεσιν όμως γίνεται εμμέσως επίκλησις των «τόσων Ορθοδόξων Αρχιερέων» οι οποίοι μετείχαν. Να υπενθυμίσωμεν ότι αυτοί έφθασαν μόλις τους 160, ολιγώτεροι και από αυτούς της Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, η οποία είχε συγκληθή ως τοπική και όχι «Μεγάλη», αποτελούν δε μόλις το 1/6 των Ορθοδόξων Επισκόπων!
Εις την συνέχειαν της εκθέσεως δίδεται αναφορά περί ενός εκάστου των κειμένων. Δια το κείμενον περί της «αποστολής της Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον» αναφέρονται απλώς άνευ ιδιαιτέρων σχολίων αι προσθαφαιρέσεις. Δια το κείμενον αυτό όπως και δια τα υπόλοιπα υπάρχουν εξαντλητικαί μελέται, τας οποίας δεν προτιθέμεθα να επαναλάβωμεν. Θα αρκεσθώμεν μόνον να θέσωμεν το ερώτημα, το οποίον αν και διαλανθάνη της προσοχής είναι θεμελιώδες: Υπήρχεν ανάγκη, ώστε η Εκκλησία να συναχθή δια να καθορίση εκ νέου την «αποστολήν της εις τον σύγχρονον κόσμον»; Οφείλει να μεταβληθή η αποστολή της Εκκλησίας εις το παραμικρόν μετά από δύο χιλιάδας έτη; Ήτο ασυγχρόνιστος με την εποχή της; Δια πόσα έτη συνέβαινε αυτό;! Μήπως αυτό δεν ήτο και το σύνθημα της Β΄ Βατικανῆς; Αν το κείμενον διετύπωσε νέα πράγματα, τότε έως τώρα ήτο παρωχημένη η Εκκλησία, αν επανέλαβε τα ίδια τότε προς τι η επαναβεβαίωσις; Δια πρόκλησιν εντυπώσεων; Δια να γραφή ένα κείμενον «εκθέσεως ιδεών»; Η μήπως ήτο επιτακτική ανάγκη Συνοδος να συμπεριλάβη, ως και έπραξε, τας «γενετικάς αλλαγάς», τον ρατσισμόν «των φύλων» και τα «μέσα ενημερώσεως» εις την αποστολήν της;
Δια το κείμενον δια την «Διασποράν» τα πράγματα ομιλούν από μόνα τους. Ενημερωνόμεθα ότι ελέχθη ποίον είναι το «κανονικώς ορθόν», όμως η Σύνοδος κατέληξεν εις «ενδιάμεσον λύσιν». Τι τελικώς είναι η λύσις αυτή; Οικονομία η αντικανονικότης; Υπάρχει οικονομία εις δογματικά ζητήματα η πρόκειται απλώς δια διοικητικόν θέμα; Θα ηδύνατο δηλαδή η δομή της στρατευομένης Εκκλησίας να έχη και ετέραν μορφήν; Εις ποίον ιστορικόν προηγούμενον εστηρίχθη η Σύνοδος δια την απόφασιν; Εις αυτά τα ερωτήματα τα οποία είναι ουσιώδη οφείλουν να δώσουν όσοι συμμετείχαν εις την Σύνοδον –και οι σύμβουλοι- κρυσταλλίνην απάντησιν. Δυστυχώς, η Σύνοδος αδυνατούσα να δώση λύσιν εποίησε δύο και πονηρά: επεκύρωσε συνοδικώς την ανωμαλίαν (δηλ. εσχετικοποίησε την Κανονικήν παράδοσιν) και προέτεινεν αυτήν δια καθολικήν αποδοχήν, διότι «πρέπει να είμεθα πραγματισταί», ως εδήλωσεν Ιεράρχης (δηλ. εισήγαγε την εκκοσμίκευσιν: ότι το κριτήριον της αναγκαιότητος υπερβαίνει το κριτήριον της φύσεως της Εκκλησίας).
Εις το ζήτημα του «Αυτονόμου» αφιερώνονται μόλις τρεις γραμμαί! Αγνοείται τελείως, ώστε να επισημανθή, ότι εις την Εκκλησιαστικήν Ιστορίαν δεν υπήρξαν Αυτόνομοι Εκκλησίαι. Ο «θεσμός» εδημιουργήθη εις τα νεώτερα έτη λόγω δυσλειτουργίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το διοικητικόν πεδίον και κατ’ επίδρασιν οθνείων αντιλήψεων. Δεν υπήρχον ουδέποτε υπάλληλοι σχέσεις μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών! Όμως και αυτό το επεκύρωσεν η Σύνοδος αποδούσα μάλιστα προσωπικώς και όχι συνοδικώς εις τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως το δικαίωμα, που ποτέ προηγουμένως δεν κατείχε, να αποφαίνεται εις διενέξεις Αυτοκεφάλων Εκκλησιών δια μίαν Αυτόνομον Εκκλησίαν!
Το κείμενον περί «γάμου» κρύβει ένα από τα πιο προκλητικά γεγονότα της Συνόδου. Ο Ηγούμενος της Ι. Μ. Σταυρονικήτα αποδέχεται με τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον ότι αι μεταβολαί εις το κείμενον «δίδουν το δικαίωμα δια υποψίαν τινά αλλαγής της στάσεως της Εκκλησίας»! Τελικώς μετετοπίσθη εν δυνάμει έστω και ελαχίστως η παράδοσις της Εκκλησίας; Μήπως επιβεβαιούνται τώρα αι «συκοφαντίαι»; Ακατανόητη τυγχάνει η φράσις «ας ελπίσουμε ότι δεν θα χρησιμοποιηθή η διατύπωσις αυτή από οποιονδήποτε δια την καταστρατήγησιν» των Ι. Κανόνων! Επαφίεται πλέον εις τον καθένα η ερμηνεία της και εμείς θα ελπίζωμεν ότι δεν θα το πράξη; Ευρίσκουν ισχυρόν έρεισμα, συνοδικά επικυρωμένον, όσοι κληρικοί επιθυμούν να τελέσουν δεύτερον γάμον; Όποιος επικαλεσθή το κείμενον αυτό η απάντησις θα είναι ότι πρέπει να συνέλθη επομένη Σύνοδος, δια να το διευκρινίση; Ανοίγωμεν με ελαφράν την καρδίαν περιπετείας δια την Εκκλησίαν… Ούτε όμως δια τους μεικτούς γάμους λαμβάνει θέσιν ο π. Τύχων. Τους αποδέχεται; Συμφωνεί η παράδοσις του Αγίου Όρους εις αυτό; Παρακαλούμεν δι’ απάντησιν!
Δια το κείμενον περί «νηστείας» το πρόβλημα επισημαίνεται εις την «επιπολαιότητα», ως αναφέρεται, ελαχίστων Επισκόπων. Δι’ εν τόσον «μεγάλο» γεγονός επιτρέπεται η επιπολαιότης και μάλιστα από Επισκόπους; Δια τας ενστάσεις έναντι της Συνόδου οι προσδιορισμοί ήσαν βαρύτατοι εις την έκθεσιν, όμως δια την επιπολαιότητα των Επισκόπων ευρέθησαν ευκόλως αι απαλύνουσαι αυτήν χαρακτηρισμοί (ρητορική δεινότητα, άγνοια, αγαθότητα κ.λπ.). Ποίον είναι δεινότερον η αυστηρά κριτική, η επισκοπική επιπολαιότης η μήπως η υστερόβουλος κολακεία; Δύο εκ των Επισκόπων, οι οποίοι δι’ άγνωστον λόγον(;) δεν κατονομάζονται, εζήτησαν την μείωσιν της νηστείας. Ποίος νους θα ηδύνατο να διανοηθή ότι υπάρχουν ακόμη υπολείμματα υποστηρικτών των θέσεων του Μ. Μεταξάκη, ο οποίος όταν εσχεδίαζε την Συνοδον αυτήν, επεθύμει την τροποποίησιν της νηστείας. Αν ευρέθησαν έστω και δύο να υποστηρίζουν αυτάς τας θέσεις παρά το γεγονός ότι είχον μεσολαβήσει προ ετών αι αντιδράσεις του Αγίου Όρους δια το κείμενον της νηστείας, ώστε να ευρεθή εις την σημερινήν του μορφήν, τι θα είχε συμβή αν δεν είχαν λάβει χώραν ποτέ; Μήπως και «οι υπόνοιες και υποψίες», ως αρνητικώς εχαρακτηρίσθησαν αι αντιδράσεις των συγχρόνων, μήπως δεν συνεκράτησαν την Σύνοδον από τα χειρότερα;
Αλγεινήν εντύπωσιν προκαλεί η στάσις του Σεβ. Περγάμου, ο οποίος κατεφέρθη «με άκρως υποτιμητικόν και περιφρονητικόν τρόπον» κατά του Αγίου Όρους. Πως ανέχεται η Ι. Κοινότης να υβρίζεται η χιλιετής πορεία των Αγίων του μοναδικού εις τον κόσμον περιβολίου της Υπεραγίας Θεοτόκου; Υπήρξεν όμως μεγαλυτέρα προσβολή από την λεκτικήν: συμφώνως με μαρτυρίαν του Σεβ. Ναυπάκτου τελικός κριτής των κειμένων ήτο ο Σεβ. Περγάμου, εκμαγείον της θεολογίας του οποίου κατέστησε τας αποφάσεις. Η Ι. Κοινότης ανέχεται την προσβολήν του Άθωνα, θα ανεχθή και την διαβολήν της Ορθοδόξου θεολογίας από την αποκλίνουσαν «ζηζιούλιαν» θεολογίαν; Όμως δεν εξέπληξε κανένα η στάσις του, διότι όπως μετέδωσεν από τας στήλας του ο Ο.Τ., δις κατά συνέντευξιν τύπου αι τοποθετήσεις του εκπροσώπου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως π. Ιωάννου Χρυσαυγή ήσαν εξίσου υποτιμητικαί δια το Άγιον Όρος. Το ίδιον επίσης υποτιμητική ήτο και η στάσις του Πατριάρχου ότε εζητήθη ο λόγος υπό του Ηγουμένου της Σταυρονικήτα. Η δικαιολογία ότι δεσμεύεται από τον κανονισμόν είναι ανήκουστος. Δεν ενεθυμήθη ότι εις Οικουμενικήν Σύνοδον, την Έκτην, ικανοποιήθη παράλογον αίτημα μοναχού, διότι οι Πατέρες όντως Πνευματοκίνητοι έπραξαν κατά το Αποστολικόν ότι εξ ανάγκης «και μετάθεσις νόμου γίνεται»!
Δια το κείμενον περί των διαχριστιανικών σχέσεων καιρία κατά την έκθεσιν ήτο η συμβολή του Πατριάρχου Ρουμανίας, ο οποίος είναι γνωστός «εν τη Ιουδαία»… Το ενδιαφέρον έλκει περισσότερον ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος επαινείται τελευταία δια την υποδειγματικήν προεδρίαν της Συνόδου, υπεχώρησε και συνετάχθη πλήρως με τον Σεβ. Περγάμου παρά τας διαφωνίας των Εκκλησιών! Δεν επιθυμούμε να εικάσωμεν τι θα συνέβαινε, αν δεν υπήρχαν ισχυραί αντιδράσεις (ιδού δι’ άλλην μία φοράν ωφελούν). Όμως παρά το γεγονός ότι υπήρχαν τρεις λύσεις (ονομασία των ετεροδόξων ως Εκκλησιών, απάλειψις του όρου Εκκλησίαι και αναβολή του ζητήματος δι’ επομένην Σύνοδον) επελέγη η πρώτη! Ενώ είχε την δυνατότητα η Σύνοδος με τας δύο λύσεις να οικοδομήση γεφύρας με τους αντιοικουμενιστάς επελέγη η πρώτη, η οποία προφανώς μοναδικόν σκοπόν είχε να ικανοποιήση τους ετεροδόξους! Η τελική διατύπωσις, παρά την άποψιν της εκθέσεως ότι είναι ιστορική και κοινωνιολογική (ως η Σύνοδος να είναι επιστημονικόν όργανον) έχει επιβεβαιωθή από συγγραφάς οικουμενιστών ότι αναγνωρίζει τους ετεροδόξους ως Εκκλησίας. Άλλωστε, είναι δυνατόν θεολογικώς να υπάρξη διάστασις μεταξύ ιστορίας και πραγματικότητος; Επιπλέον θα ηδύνατο η Σύνοδος να συμπληρώση απλώς έξι λέξεις, αλλά δεν το έκανε: «οι ετερόδοξοι δογματικώς δεν είναι Εκκλησίαι».
Ο π. Τύχων ισχυρίζεται ότι με την αλλαγήν κάποιων διατυπώσεων δεν αποδίδεται το έργον ενότητος των Χριστιανών εις το ΠΣΕ, αλλά μόνον η προώθησις της ειρήνης και η αντιμετώπισις των κοινωνικών προκλήσεων. Πέραν από το γεγονός ότι ακόμη και αυτά τα ζητήματα άπτονται της πνευματικότητος, η οποία διαφέρει εις την Ορθοδοξίαν και εις τας αιρέσεις, το ότι η Σύνοδος προσδιώρισεν έτσι το ΠΣΕ δεν σημαίνει ότι εις το εξής το ΠΣΕ θα παύση να αυτοπροσδιορίζεται ως θεσμός προωθήσεως της «ενότητας» και οι μετέχοντες εις αυτό θα το αποδέχωνται. Επομένως, αντί να διορθωθή η ρίζα του προβλήματος, δηλ. να απορριφθή η συμμετοχή εις το ΠΣΕ, θέτομεν την κεφαλήν μας εις το χώμα, ως ποιεί η στρουθοκάμηλος.
Το περιστατικόν Αρχιερέως που κατεφέρθη εναντίον της αδιαψεύστου αρχής ότι και πρόσωπον και όχι μόνον Σύνοδος δύναται να ορθοτομή, αποτελεί την επιβεβαίωσιν ότι πολλοί εκ των συμμετεχόντων Επισκόπων έχουν αλλοτριωθή εκ του κοσμικού φρονήματος, αποφασίζουν όμως δι’ όλην την Εκκλησίαν! Ο Ο.Τ. είχε γράψει ότι ένας από τους λόγους, δια τους οποίους δεν έπρεπε να συγκληθή η Σύνοδος αυτή είναι ότι κανείς εκ των συμμετεχόντων δεν διεκρίνετο δια την αγιότητά του.
Όσον αφορά την προσθήκην με αναφοράν περί της «καθολικού κύρους Συνόδου», η έκθεσις υπονοεί ότι επρόκειτο δια διασφάλισιν της Παραδόσεως. Η άλλη ανάγνωσις όμως, η χρήσιμος δια τους οικουμενιστάς, είναι η διασφάλισις ότι η παρούσα Σύνοδος είναι και αυτή μέρος των «καθολικού κύρους Συνόδων». Δεν είναι τυχαίον ότι οι εκπρόσωποι τύπου και άλλοι Ιεράρχαι επανελάμβαναν συνεχώς περί της Συνόδου της Κρήτης ότι «οι Πατέρες της Συνόδου» και άλλας παρομοίους εκφράσεις, δια να υποβάλουν παντού την ιδέαν ότι πρόκειται δια μίαν Σύνοδον, ως εκείναι εις τας οποίας μετείχον Άγιοι και ωρθοτόμησαν δια δογματικά ζητήματα, παρά το γεγονός ότι η παρούσα Σύνοδος εις ουδέν δεν ωμοίαζε προς αυτάς.
Ο Άγιος Καθηγούμενος κατακλείει την έκθεσιν με την βεβαιότητα της επιτυχίας αυτής της Συνόδου. Δεν τον στενοχωρούν αι αποτειχίσεις; Δεν τον προβληματίζουν αι διακοπαί μνημοσύνων; Δεν αγωνιά δια την στάσιν των Πατριαρχείων που απουσίασαν; Μέλημα όλων θα έπρεπε να είναι η ενότης της Εκκλησίας και όχι η ρήξις με όσους διαφωνούν δια των προκλητικών εκφράσεων περί «προσυνοδικών ψευδολογιών και ανυποστάτων φόβων». Αλλά όταν μέλημα καθίσταται το πως θα είμεθα ευάρεστοι εις την προϊσταμένην μας αρχήν, τότε λησμονούμεν ότι εικών του Θεού είναι κάθε αδελφός.
No comments:
Post a Comment